Fractal

Το «δέντρο» στο ποιητικό σύμπαν της Ελένη Μαρινάκη

Γράφει η Αριστέα Τσάντζου //

 

Ελένη Μαρινάκη «Μετράω ως το δέκα», εκδ. Μελάνι

 

Η Ελένη Μαρινάκη με τη συλλογή «Μετράω ως το δέκα», καταθέτει ένα αριστούργημα για την ελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία. Η ποιήτρια απελευθερωμένη από την «επιφάνεια των πραγμάτων», από την αδιαφάνεια και την σκληρότητα της πέτρας/πλάκας, βυθίζεται σε μια υπαρξιακή αναζήτηση που θα την φέρει αντιμέτωπη με τα πιο αρχέγονα όνειρα που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος.

Και τα τριάντα δύο ποιήματα της συλλογής περιγράφουν τον ίδιο επιθανάτιο εφιάλτη. Εκείνη τη μοναδική στιγμή που «το σώμα επιστρέφει στη γη και η ψυχή στον Ουράνιο Δημιουργό»: «Βαθιά μες στον λαβύρινθο τινάζει τα φτερά» (ΝΙΚΟΣ), ή «Στο υπόγειο τεντώνουν την άσπρη κορδέλα του ουρανού» (ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ). Εντούτοις, κάθε ποίημα αναδύει μια διαφορετική πτυχή του θέματος, προτείνει μια νέα οπτική, ή εκφράζει μια νέα συναισθηματική αγωνία.

Από τις πρώτες θρησκείες ο θάνατος συμπληρώνει την ζωή, διαμορφώνει την οντολογική κατάσταση του ανθρώπου. Αν δεν υπήρχε, η ζωή μας δεν θα ήταν ίδια. Ο πρώτος θάνατος στην ανθρωπότητα διαχώρισε τον Ουρανό από την Γη, άλλαξε τη δομή ολόκληρου του «κόσμου». Εντούτοις στην φαντασία της ποιήτριας οι κόσμοι τούτοι συνδέονται και το πέρασμα από τον έναν στον άλλο κόσμο, από τη ζωή στο θάνατο αλλά και αντίστροφα, από τον θάνατο σε μια «πνευματική ύπαρξη», είναι διαρκές:

 

Πέντε παιδιά είχε η κυρά Λένη και τα Χριστούγεννα ένα δέντρο με χρυσόχαρτα. Ούτε κερί ούτε ηλεκτρικό. Μια λάμπα πετρελαίου μόνο στο μικρό δωμάτιο. Εκεί τρώγανε, εκεί κοιμόντουσαν. Θυμάμαι εκείνα τα χρυσόχαρτα, περιτυλίγματα από φτηνά σοκολατάκια που τα μαζεύανε στο δρόμο τα παιδιά και στόλιζαν το δέντρο. (ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ) 12

Το πέρασμα από τη γη στον ουρανό, από την ύλη στο πνεύμα, επιτυγχάνεται σταθερά στη συλλογή με τις μεταμορφώσεις του δέντρου, που συμβολίζει, με τις ρίζες και τα κλαδιά, την πανταχού παρουσία της ψυχής του νεκρού, που κατοικεί την ίδια στιγμή στο εσωτερικό της γης (σώμα/μνήμα) αλλά και στον ουρανό (πνεύμα/ψυχή). Το δέντρο γίνεται άξονας πάνω στον οποίο κινούνται οι δυνάμεις της φαντασίας με διαδοχικές πτώσεις και ανυψώσεις. «Μια λάμπα πετρελαίου μόνο στο μικρό δωμάτιο». Το «πετρέλαιο», λάδι της πέτρας, από το εσωτερικό της γης, ανυψώνεται στο φαντασιακό της ποιήτριας, γίνεται λάμπα, «φως που είναι λόγος», δηλαδή πνεύμα (Ζωή Σαμαρά). Το ίδιο και «τα χρυσόχαρτα», «περιτυλίγματα από φτηνά σοκολατάκια», που, όπως και το «ξυπόλυτο παλτό» στο ομώνυμο ποίημα, περιβάλλουν σαν ένδυμα την φθαρτή ύλη, δηλαδή τη σάρκα, «σηκώνονται από «το δρόμο» για να «στολίσουν» το δέντρο. Και όλα ανυψώνονται «εκεί», «στο μικρό δωμάτιο». Όλα φωτίζουν ως «πνεύμα», η μεγάλη αλληγορία στην ποίηση της Μαρινάκη, με την λέξη πνεύμα να αναφέρεται συγχρόνως σε δυο πραγματικότητες που συγκλίνουν τελικά σε μία: η ψυχή του ανθρώπου είναι πνεύμα, αλλά και ο λόγος, δηλαδή η γραφή, είναι επίσης πνεύμα.

Η ποιητική εμπειρία της Μαρινάκη, είναι ασυνήθιστη: «δίχως χαρτιά», «δίχως μπογιές» (ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ), δίχως μάλιστα την ίδια την ποιήτρια. Το ποιητικό εγώ, κρυμμένο στο «θυμάμαι» βλέπει από απόσταση και διαχωρίζεται από την γραφέα «κυρα-Λένη», από το χέρι της («πέντε παιδιά»), από το «δέντρο», η πρώτη ύλη του χαρτιού. Η ποιήτρια διαχωρίζει το σώμα από το πνεύμα, διαχωρίζει το χαρτί από την γραφή. Και, ενώ μιλά για το παρελθόν, στην ουσία η ποιήτρια αναγγέλλει το θέμα της συλλογής, στραμμένη στο μέλλον. Η ψυχή και το πνεύμα γράφουν, τρέπουν τα «χαρτάκια» σε «χρυσόχαρτα», την ύλη σε φως.

Το δέντρο μεταμορφώνεται με απόλυτη γεωμετρία, σε αρχέγονη βάρκα, καθώς «το τελευταίο ταξίδι είναι πάντα ένα ταξίδι πάνω στο νερό» (G.Bachelard): «Πλέει σε ένα ασανσέρ με ανοιχτές τις πόρτες. Πότε βυθίζεται και πότε ανεβαίνει» (Ο ΦΑΚΕΛΟΣ).  Γίνεται «Κασόνι ασυνόδευτο» (ΧΩΡΙΣ ΑΡΘΡΟ), γίνεται «βαλίτσα» (ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ), και άλλοτε «αμαξοστοιχία», «συρμοί», «λεωφορείο» (ΣΕ ΛΙΓΟ), «φωταγωγημένη άμαξα» (ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ) κ.ά. Ο δρόμος για τον άλλο κόσμο, στη μυθική γεωγραφία της Μαρινάκη, δεν βρίσκεται μόνο στον κάθετο άξονα ουρανού – γης όπως παραπέμπει το δέντρο, αλλά προς κάθε κατεύθυνση, σαν «Συρμοί διασταυρούμενοι». Το «χριστουγεννιάτικο δέντρο» μεταμορφώνεται σε δέντρο σταυρώσεως, σε Σταυρό: η γέννηση συσχετίζεται αναπόφευκτα με τον θάνατο, ο οποίος δεν σημαίνει τέλος αλλά ανάσταση σε μια νέα πνευματική ζωή (θάνατος ως ανάσταση). Όπως και ο ύπνος που είναι μια αφύπνιση στο όνειρο, σε μια καινούρια πνευματική κατάσταση (θάνατος ως αφύπνιση): «μου σταύρωνε στο μαξιλάρι προσευχές», (ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΚΑΙΡΟΣ), όπως και η ίδια η ποίηση της Μαρινάκη είναι πάντα μετάβαση σε κάτι άλλο:

 

Ο πατέρας στο σαλόνι κάνει πολλαπλασιασμούς, η μητέρα στην κουζίνα πλέκει και ξαναπλέκει την ίδια δαντέλα. ΣΚΗΝΗ

 

Ελένη Μαρινάκη

 

Η δυνατή εικονοποιϊα της Μαρινάκη γεννά ολοένα σύμβολα. Τα πολλαπλασιάζει. Το «επί» των πολλαπλασιασμών, οι βελόνες που σταυρώνουν για να πλέξουν ξανά και ξανά, αναπαράγουν τον «σταυρό». Η αλληγορική, υπαινικτική και επικαλεστική γραφή της ποίησης παραπέμπει σταθερά σε κάτι που στέκεται απομακρυσμένο, κρυφό, καμουφλαρισμένο. Τίποτε δεν τελειώνει πραγματικά, τίποτε δεν σταματά για πάντα, όλα συνεχίζουν όπως οι βελόνες που «πλέκουν» ή οι «διασταυρούμενοι συρμοί» που συνεχίζουν το ταξίδι, σε μια πορεία δίχως προσανατολισμό, αφού όλες οι κατευθύνσεις καταλήγουν πάντα σε ένα γεωμετρικό κέντρο, είτε αυτό είναι το δωμάτιο, το σπίτι, το κουτί, ο σταθμός, το νοσοκομείο, το μαξιλάρι κ.ά. Η ζωή όπως και να την σχεδιάσουμε και να τη ζήσουμε, καταλήγει στο θάνατο. Η ζωή και ο θάνατος είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος που είναι ο άνθρωπος, μόνο που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε παρά τη μία πλευρά, εκείνη που μας κοιτάζει.

Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τον θάνατο, θα ήταν «μάταιος κόπος, μάταιος πόλεμος» (ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ) παραδέχεται η ποιήτρια. Εκείνη έχει βρει τη λύση, την υποδεικνύει. Στο ποίημα ΣΚΗΝΗ, η ποιήτρια, σαν άλλος Άτλαντας, συγκρατεί «το ταβάνι που όλο κατεβαίνει», ώσπου θα δει σε κάποιο ποίημα το «ταβάνι [να] γυρίζει, [να] πέφτει φάκελος στο πάτωμα» (Ο ΦΑΚΕΛΟΣ). Αυτό ακριβώς είναι τέχνη: ο κόσμος αντεστραμμένος, αναποδογυρισμένος. Η ποιήτρια θριαμβεύει. Παρόλο που ο χρόνος προς το αναπόφευκτο λιγοστεύει, ο «φάκελος», γεμάτος «τετράγωνα χαρτάκια», δηλαδή η συλλογή με τα ποιήματα, μένει. Η ποιήτρια εξοστρακίζει τον στίχο «Δεν είχε όνομα. Δεν είχε τόπο» (ΜΝΗΜΗ). Η «κυρα-Λένη» βρίσκει τελικά τον τόπο που αναζητά, που δεν είναι άλλος παρά το ίδιο το βιβλίο με τα ποιήματα, η αγαπημένη ορθογώνια φόρμα που αναπαράγεται σταθερά στην συλλογή. Το βιβλίο εμπεριέχει το Πνεύμα της ποιήτριας, αναστάσιμο σε κάθε ανάγνωση.

 

Κόσμος πολύς χορεύει γύρω μου. Στο πεζοδρόμιο δίνει ο Τάσος  βιβλία στους περαστικούς. Έπειτα ξαφνικά μας χαιρετά και μπαίνει ήσυχα στο οστεοφυλάκιο. (ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ)

Εδώ λοιπόν, στο «πεζοδρόμιο», στο «κατώφλι του βιβλίου», στο σημείο που τέμνονται οι κόσμοι του φανταστικού και του πραγματικού, εδώ «στην κόψη της αναπνοής», «αιμόφυρτο» το πνεύμα της πάντα θα καίει και θα φωτίζει αιώνια:

 

Αφήνω το συρτάρι άδειο να περιγράφει τον μακρινό καιρό που έτρεχα στην κόψη της αναπνοής. Αιμόφυρτη στην άνοιξη. (ΑΝΑΒΟΛΗ)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top