Fractal

Διήγημα: “Η μαντάμ Βιολέττα”

Της Καλλιόπης Πολενάκη //

 

 

 

 

Η μαντάμ Βιολέττα

 

Αν κάποιος την ρώτησε κάποτε για το πώς αισθάνεται, δεν ήμουν μπροστά να σας το πω. 

Αν κάποιος την τίμησε με δεύτερο βλέμμα πάλι αδυνατώ να απαντήσω. 

Ναι, φυσικά, ντυνόταν σαν Εγγλέζα της εξοχής, και πράγματι βαθιά μέσα της έτσι πίστευε και εκείνη, πως βρέθηκε σε λάθος τόπο τον λάθος χρόνο. Την Ιρλανδία λαχταρούσε, με τούτο το όνειρο της απωλείας ξημέρωνε ο Θεός τις μέρες της μα και με τούτον τον πόνο έθετε το βράδυ με ελπίδα- θέλω να φαντάζομαι- μια: να μερώσει ο Ύπνος, ό ένας αδερφός ο αγαθός την ψυχή της πριχού φανεί ο Θάνατος, ο δεύτερος αδερφός ο του πρώτου αγαθότερος… 

Έτσι θέλω να το πιστεύω, πάντα ήθελα να ερμηνεύω τα μυστικά σημάδια που όλοι μου δίνουν, άλλος το γέλιο του, άλλος το κλάμα του και άλλος λεμόνι στην πληγή μου. Πάντα με θυμάμαι να παρατηρώ τους ανθρώπους και με την δική μου απλοχεριά του Χρόνου να ερμηνεύω τις πράξεις των. 

Με τα χρόνια το κατάφερα θαρρώ, να ξεδιαλύνω τα μυστικά σημάδια και όλα να τα βλέπω λουσμένα και καθαγιασμένα σε φως απόκοσμο, μυστηριακό και θείο, το καθένα στη σωστή του διάσταση, δίχως την μεγέθυνση της στιγμής που ναι, μπορεί και κακιά να είναι. 

Έτσι,  λοιπόν, έβλεπα την μαντάμ Βιολέττα κάθε πρωί με τα μαγουλάκια ρόδινα σαν να έτρεχε οληνύχτα μικρή κοπελίτσα με τσόκαρα χοντρά στα καταπράσινα Highlands, τα μάτια της όμως ήσαν κομμένα σαν να έκλαιγε μαζί ή σαν να την χτυπούσε ο καθαρός αέρας με το πικρό «γιατί» σαν μαστίγιο. 

Μέσα στα ατελείωτα Highlands, τα καταπράσινα λιβάδια της, με τα χωριατόσπιτα στην άκρη των κτημάτων και τα κτήματα στην άκρη των αυλών της που ήσαν σπαρμένα με πατάτες. 

«Αν ζούσα στον τόπο μου ( πού; δεν θυμούμαι πια…) θα είχα ωραιότατες πατάτες για βραστό και καλύτερες ακόμη για ψήσιμο, τα δικά σας μαναβάκια πράμα δεν κατέχουν από ποιότης, ναι, πράμα…» 

Δίχως να μπορεί εκείνη να το ξέρει, και ίσως να μην το έμαθε ποτέ όσο ζούσε, ξεχώριζε σε όλη την γειτονιά με κάτι τέτοιες ιδιοτροπίες που εκατήντησαν με τα χρόνια γραφικές. 

Έμενε δυο τετράγωνα πιο κάτω από το δικό μας σπίτι, η καλή μοδίστρα, η «Εγγλέζα» που η πρώτη που καταδέχτηκε να της ανοίξει την πόρτα του σπιτιού της ήταν η μάνα μου, και σιγά-σιγά, βελονιά την βελονιά, της ανοίχτηκαν και οι πόρτες της οικογένειας. 

«Εγγλέζα ναι, μα όχι και από την βρόμικη Λόντρα αγαπητή μου, από χωριό και μάλιστα το καλύτερο θεωρώ, ναι…» 

Δεν καταφέρνω ποτέ να θυμηθώ το όνομα του χωριού που λαχταρούσε να ταφεί όταν της χτυπούσε ο σπλαχνικός Άγγελος την πόρτα, με τα χρόνια όμως νιώθω περισσότερη εγγύτητα με την λαχτάρα και το ανικανοποίητο της μαντάμ Βιολέττας, σαν να δεθήκαμε με ομφάλιο λώρο όλοι οι ξενιτεμένοι των Κόσμων, σαν η μαντάμ Βιολέττα να ήταν η Κορυφαία του δικού μου Κόσμου που ξεκίνησε το χορό της ξενιτιάς και με πήρε μαγληνά από το χέρι. 

Να μπορούσε να το ξεχωρίσει;  να ήταν άξια να βλέπει τα αόρατα, τα μελλούμενα, όσα πονούν; 

Ποιος να μπορεί μετά από χρόνους πενήντα να μου το πει και εμένα, ποιος, που όλοι οι πρωταγωνιστές του έργου του βίου μου απόλλυνται ένας προς έναν; 

Μαντάμ Βιολέττα μου πόσο γρήγορα μπήκα στον δικό σου ρόλο, πόσο δύσκολο ήταν τότε να καταλάβω εκείνο το κορυφαίο «ποτέ δεν θα δω χωριανό στο δρόμο, ποτέ συμμαθήτρια» που σε άκουγα να μονολογείς όταν μου προβάριζες τα φουστανάκια από οργαντίνα… 

Πόσο γρήγορα έγινα εγώ η κορυφαία του Χορού και πόσοι, τάχα, να βουρκώνετε τώρα δα που διαβάζετε τις φτωχές -και πάντα λειψές – μου αράδες. 

Ναι, ναι, αρχαία τραγωδία είναι η ζωή του καθενός και όλοι οφείλουμε να νιώσουμε ποιος ρόλος είναι ο πρεπός για εμάς, πιθανόν μάλιστα στη διάρκεια του βίου μας να αλλάζουμε και ρόλους σαν φιδοπουκάμισα. 

Αλλιώς δεν μπορώ να εξηγήσω το πώς μπήκα στη θέση της μαντάμ και πόση πίκρα νιώθω σαν ακούω την μοναδική της φωνή μέσα στην κεφαλή μου και σαν εκφέρω τον πόνο της με δικά μου λόγια «δεν θα συναντήσω ποτέ χωριανό μου στο δρόμο, δεν θα συναντήσω ποτέ συμμαθητή, ποτέ κανείς συμφοιτητής δεν θα γυρίσει τον Χρόνο μου πίσω, ποτέ κανείς δεν θα με θυμάται με τα γόνατα γεμάτα ράμματα σαν χτυπούσα παιδί στα τρεξίματα». 

Και έχω πολλά ράμματα, χέρια, πόδια, πηγούνι, όλα σημαδεμένα, μήπως και χαθώ σε καμιά νέα Μικρασιατική καταστροφή και ποιος να με θυμάται πια…. 

 

Χήρα με τέσσερα παιδιά, δεν θυμούμαι να μιλούσε για τον άντρα της, μα για τα παιδιά θυμούμαι με πόση σπουδή φρόντιζε να αξιοποιεί το κάθε ρετάλι που περίσσευε από τα ραψίματά της. Από εκείνα τα ρετάλια τους έφτιαχνε τα ρούχα των , εξώρουχα μα και εσώρουχα και πώς να ξεχάσω εγώ ένα κομμάτι βελούδο κόκκινο, περίσσευμα από ένα μου φουστάνι που γίνηκε κοντοβράκι του ενός και πώς να ξεγλυτώσουν μετά από εμένα το μικιό που απαιτούσα το ίδιο! 

Όλα τα μετουσίωνε, όλα τα κατάφερνε η χρυσοχέρα, πένης και ευρηματική μαντάμ, με άντρα απόντα – νεκρό ή φευγάτο ποια η διαφορά εν τέλει – αρχηγός της οικογένειάς της ήταν εκείνη και έτσι έπρεπε να στέσει τέσσερα ορφανά με αξιοπρέπεια, υπομονή και θάρρος έστω και με βελούδινο βρακί! 

Όταν αγγελοκρουόταν ανακάθισε με ορμή αφύσικη στο κρεβάτι της και ζήτησε επίμονα «τα παπούτσια μου, φορέστε μου τα παπούτσια μου, στην ντουλάπα είναι, στο κουτί από του Μαντωνανάκη, καινούργια μαύρα λουστρίνια, μην φύγω ξυπόλυτη 

Έθιμο που, από τα λίγα που γνωρίζω, στην Ιρλανδία το τηρούν με ευλάβεια, να σου φύγει η ψυχή δίχως να φοράς παπούτσια είναι κρίμα μεγάλο και κατάρα μεταθανάτια σε περιμένει, φαίνεται δε, πως αν ξεκινήσεις το τελευταίο σου δρομολόγιο φορώντας καινούργια υποδήματα θα έχεις καλούς δρόμους να περπατήσεις εφεξής… 

Και φτάνουμε και στην δική μου προσωπική σμίξη με την μαντάμ Βιολέττα που έμελλε να γίνει η δευτερονουνά μου! Λίγο η αντιπάθεια της μητέρας για το εξαίρετο βαφτιστικό μου όνομα που – έτσι εκτιμώ μετά από χρόνους πλέον των πενήντα- σφράγισε το μέλλον μου, λίγο η λογοδιάρροια της μαντάμ βρέθηκα με δεύτερη νουνά «μα όχι από την βρόμικη Λόντρα αγαπητοί μου» 

«Καλλιόπη» τουτέστιν «κάλλος + έπω» η Μούσα από όλες η καλύτερη και πιο ζηλευτή και φημολογούμενη μάνα του Ορφέα, Μούσα που είτε έχει καλή φωνή είτε γράφει με κάλλος …η ουσία είναι πως η έμφυτη αντιπάθεια της συμπαθεστάτης μητρός προς την εκ Σφακίων και γένους Κούνδουρου πενθερά κατέληξε στην δική μου κεφαλή ως αστραπή εξ Αγγλίας βεβαίως – βεβαίως! 

«Poppy» η παπαρούνα στα αγγλικά και να ’σου η εγγονή της Καλλιόπης (το γένος Κούνδουρου μην ξεχνιόμαστε ) ξαναβαφτίστηκε με το εξελληνισμένο «Πόππυ»! 

Φρίττω μα τόσο αργά, η στάμπα άλλαξε χρώμα και από ανάερο ένδυμα σεμνής μούσας πήρε το καρνάδο (που …«γνωριστό είναι κι απ’αλλάργο»…) χρώμα της παπαρούνας με την υπερκόσμια πικρή οσμή και τον σύντομο βίο. 

Αν με ρώτησε κανείς;  Φυσικά και όχι, πότε άνθρωπος μικρός κι αδύναμος είχε δικαίωμα στο οτιδήποτε σημαντικό, στο όνομά του σταθήκαμε… 

Ω, μαντάμ Βιολέττα, εσύ που ξανάγραψες το ονοματάκι μου το αρχαίο από «Καλλιόπη» σε πανέμορφο «Πόππυ» και μάλιστα είπες στην μάνα «όχι Πόπη, καλή μου , αλλά Πόππυ, να!,αν το γράψεις στην γλώσσα μας σημαίνει Παπαρούνα, μπορεί να σας γίνει και ποιήτρια με τέτοιο όνομα!» Μόνο για τούτα τα κορυφαία που έλεγες συγχωρώ την βεβήλωση του ονόματος μου, και μάθε πως έγινα ποιήτρια, μάθε πως και μόνο του το «Καλλιόπη» έφτανε και περίσσευε ως ευλογία! όνομα που έχει διττή ετυμολογία, «εκείνη που μιλάει καλά» και «εκείνη που είναι όμορφη» στην ψυχή, επιτρέψτε μου να συμπληρώσω… 

Για αυτό και πολύ θέλω να σας παρακαλέσω, ιδιαιτέρως πολύ που λέμε, φωνάζετέ με ορθώς «Πόππυ» σεβόμενοι την «νονά» εξ Ιρλανδίας, και την αιτία του μάθατε μα και την αξία του, έστω πείτε με «Καλλιόπη» μα στο απλό «Πόπη» δεν έμαθα να ακούω, δεν είμαι τούτο το όνομα, δεν πρόλαβα να το μάθω και ούτε το έχω σκοπό τώρα που ξεκινά να φαίνεται η στροφή στο τέλος του δικού μου δρόμου. 

Μα μην λησμονήσω να σας πω για την φωνή της, μην λησμονήσω γιατί ο Χρόνος με ζυγώνει ύπουλα, νιώθω ήδη την ανάσα του στο σβέρκο μου και αν δεν μιλήσω εγώ σε εσάς και τώρα για την μαντάμ Βιολέττα όλα θα χαθούν σαν της πικραλίδας τα πέταλα, και άπαξ και γίνεται έτσι, μαζί με τις μνήμες – τότε, ναι τότε και μόνο – απόλλυνται και οι άνθρωποι που αγαπήσαμε ή που βάλαν μια σταυροβελονιά στο κάδρο του βίου μας. 

Η φωνή της, λοιπόν, είχε ένα εξαιρετικά ιδιαίτερο χρώμα, θα μπορούσα να το πω «δωρικό» τώρα που έμαθα την αληθινή καταγωγή των Ιρλανδών για την οποία μάλιστα πολύ περηφανεύονται όσοι γνωρίζουν, θα μπορούσα να σας πω ότι μου θύμιζε το ξύλινο «τικ-τακ» του αργαλειού, κοφτό μα καθησυχαστικό: όλα γίνονται στη σειρά τους, το «τακ» πάντα ακολουθεί το «τικ» και όσο και να πούμε, αυτό από μόνο του είναι μια σιγουριά στον άνθρωπο, να γνωρίζει με σιγουριά πως «πάντα οι χτύποι του αργαλειού της ζωής του διατηρούν τον ρυθμό, μέχρις ότου!» 

Ερχόταν πρωί-πρωί και ξεκινούσε τα ραφτικά της, σε όλα τα σπίτια που έραβε το έκανε έτσι νομίζω. 

Η ραπτομηχανή Singer της μάνας την περίμενε στο δωμάτιο- σήμερα θα το λέγαμε «ξενώνα» – και ξεκινούσε. Το μεσημέρι πάντα τρώγαμε μαζί και μετά, ω, εκείνο το «μετά», πόσα μου θυμίζει… 

Εκείνες έψηναν καφέ και εγώ βολευόμουν στο καναπεδάκι, μια στάλα άνθρωπος μια χαρά χωρούσα και περίσσευε, και μεταξύ ύπνου και ξυπνού θυμάμαι μόνο την φωνή της εγγλέζας Βιολέττας μας που έλεγε κι όλο έλεγε και λέξη δεν θυμούμαι μα εκείνη η φωνή πολλές φορές ξεπηδά από την μνήμη μου – ή μήπως από την ψυχή μου – πάντα μεσημέρι και πάντα όταν είμαι θλιμμένη, να, σαν να θέλει να με παρηγορήσει θυμίζοντάς μου πως εκείνη είχε βρεθεί στη θέση μου νωρίτερα, εκείνη ήταν περισσότερο ξένη από μένα, εκείνη και η εξοχή της, εκείνη και οι πόνοι της, εκείνη και η χαμένη της ζωή… 

Παλιά δεν καταλάβαινα πόσα περισσότερα είχα σε σχέση με άλλα παιδιά της ηλικίας μου, αργότερα με έπιασε η ντροπή που τα είχα όλα, με τα χρόνια κατέληξα πως Άλλος κάνει για εμάς τα κουμάντα Του και άλλα σχέδια βαστεί για τον καθένα μας, ποια είμαι εγώ να νιώθω και ντροπές για τα έχη μας, μουδέ έκλεψε ο πατέρας μουδέ απάτησε, πάντα «με τον σταυρό στο χέρι» και κοιμόταν ήσυχος τα βράδια ο κ.Γενικός Διευθυντής Τελωνείων Κρήτης ( εις εκ των εννέα στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια ) με πτυχία Παντείου και Νομικής που έφερνε και ράφτρα στο σπίτι να ράβει τα απαραίτητα και ας μην μου έραψε ποτέ κι εμένα κόκκινο βελούδο κοντοβράκι! 

Μαντάμ Βιολέττα εγώ με το μνημόσυνό σου ξετέλεψα, ποιος θα πάρει σειρά δεν γνωρίζω από τώρα, μα σου λέγω ένα πράγμα και ξέρω πως θα το ακούς, η ξενιτιά είναι κακός μπάμπουρας που σε κεντρά και μολύνεσαι τώρα σε νιώθω, η σιγουριά του να μην δεις ποτέ συμμαθητή στο δρόμο είναι βαριά, να έχουν μισέψει όσοι σε θυμούνται μωρουδέλι είναι φωτιά άσβεστη μα για το τέλος σου βαστώ το καλύτερο, φροντίζω πάντα να έχω ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια στο κουτί, ας μην είναι πια από του Μαντωνανάκη… Έτσι, just in case.. ξέρεις εσύ! 

 

 

 Καλλιόπη Πολενάκη 

Δίχως έτος, μια ζωή … 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top