Fractal

Η οδύσσεια ενός αγοριού στην Ανατολική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Γιέρζι Κοζίνσκι «Το βαμμένο πουλί», μετάφραση: Τρισεύγενη Παπαϊωάννου, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 351

 

Το φθινόπωρο του 1939, στις πρώτες εβδομάδες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ένα εξάχρονο αγόρι, που ζει σε μια μεγάλη πόλη της Ανατολικής Ευρώπης, μεταφέρεται από έναν ταξιδιώτη σ’ ένα χωριό, έναντι μεγάλης  χρηματικής αμοιβής, προκειμένου να σωθεί από τους Ναζιστές, επειδή ο πατέρας του είχε αντιναζιστική δράση, με τον όρο να δοθεί σε μια ανάδοχη μητέρα.

Στο χωριό όμως που έφθασαν, κανείς δεν ήθελε να πάρει στο σπίτι του το παιδί, επειδή το χρώμα των μαλλιών  και των ματιών του ήταν μαύρα επίσης η επιδερμίδα του ήταν σκουρόχρωμη και καθώς  διέφερε από τους ξανθόμαλλους, γαλανομάτηδες ντόπιους, νόμιζαν ότι το παιδί ήταν Τσιγγάνος ή Εβραίος. Έτσι κατέληξε σε μια καλύβα στην άκρη του χωριού, στην οποία κατοικούσε μια γριά, γεμάτη δεισιδαιμονίες και προλήψεις, που την έλεγαν Μάρτα. Απαγόρευε στο παιδί να την κοιτά στα μάτια, στα δόντια και να μην μαζεύει τις τρίχες της που έπεφταν, γιατί όλα αυτά τις έφερναν γρουσουζιά και τις ελάττωναν το χρόνο ζωής της. Δεν πέρασαν δυο μήνες  και  η Μάρτα πέθανε.  Από κάποια απροσεξία του παιδιού πήρε φωτιά η καλύβα και τρέχοντας προς τα σπίτια του χωριού να σωθεί, οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν με πέτρες, και τον χτυπούσαν αλύπητα. Μετά από λίγες ημέρες πήγε στο αγρόκτημα η Όλγκα η σοφή του χωριού και τον αγόρασε. Του ανέθεσε να φροντίζει την καλύβα της, τα ζώα και να τη βοηθά στην παρασκευή των γιατρικών που έφτιαχνε, για όλες τις αρρώστιες.

Κάποια μέρα κάτι ψαράδες πέταξαν το παιδί μέσα στο νερό. Το ρεύμα τον παρέσυρε μακριά από το σπίτι της Όλγκα, που όσο κι αν έψαξε δεν μπόρεσε να γυρίσει κοντά της. Έτσι αναγκάστηκε να μπει μες το δάσος. Εκεί συνάντησε κάποιους βοσκούς. Εκείνη την εποχή οι βοσκοί, αλλά και όποιοι έμεναν για διάφορες δουλειές έξω το βράδυ, για να φωτίζουν το δρόμο τους, αλλά και για να ζεσταίνονται κιόλας χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδιους κομήτες όπως τους έλεγαν. Ήταν κάτι κονσερβοκούτια στα οποία έβαζαν κάρβουνα και ανοίγοντας δεξιά και αριστερά τρύπες στο κουτί έδεναν ένα κορδόνι για να μπορούν να το κρατούν χωρίς να καίγονται. Όταν πλησίασε ένα βοσκό του κατάφερε ένα χτύπημα στο πρόσωπο και του πήρε τον κομήτη του.

Τρέχοντας βρέθηκε στο σπίτι ενός μυλωνά, που ζούσε με τη γυναίκα του. Τον δέχτηκε ο μυλωνάς και τον έβαλε να κοιμάται στη σοφίτα. Τα βράδια όμως δεν μπορούσε να κοιμηθεί, γιατί άκουγε τους καυγάδες του ανδρογύνου και τα ραβδίσματα με βούρδουλα που έδερνε τη γυναίκα του, επειδή πίστευε πως ερωτοτροπούσε μ’ έναν ζευγολάτη. Ο μυλωνάς δεν αρκέστηκε μόνο στον ξυλοδαρμό της γυναίκας του, αλλά την άλλη ημέρα κάλεσε τον ζευγολάτη στο σπίτι και μ’ ένα πιρούνι του έβγαλε τα μάτια και τον πέταξε έξω σαν σκυλί.

Μετά απ’ όλα αυτά το παιδί αποφάσισε να το βάλει στα πόδια. Περιπλανώμενος πάλι μες στο δάσος βρέθηκε σ’ ένα άλλο χωριό όπου συνάντησε τον Λεχ. Ο Λεχ ζούσε σε μια καλύβα που ήταν γεμάτη πουλιά. Τα έπιανε και τα πουλούσε στους χωρικούς που εκείνοι του έδιναν τρόφιμα. Το παιδί συνεταιρίστηκε μαζί του και του έφτιαχνε δόκανα για να πιάνει πιο πολλά πουλιά. Όταν ήταν στεναχωρημένος έβαφε τα πουλιά με περισσότερα χρώματα και τα άφηνε  να πάνε στους όμοιούς τους, αυτά όμως όταν τα έβλεπαν τρόμαζαν και τα σκότωναν. Ένα διάστημα έφυγε ο Λεχ προς αναζήτηση της φιλενάδας του της Λιουντμίλας, που είχε εξαφανιστεί για αρκετό διάστημα. Όταν όμως αυτή γύρισε ο Λεχ δεν ήταν εκεί να την υπερασπιστεί και να την πάρει από τα βίαια χέρια των βοσκών, που την βίαζαν σκληρά,  και με μπουκάλι μάλιστα, ώσπου πέθανε ουρλιάζοντας από τους πόνους. Ο Λεχ έφτασε την τελευταία στιγμή και ήταν πια αργά. Την αγκάλιαζε κι έκλαιγε γοερά.

Αυτά που έζησε το παιδί μπρος τα μάτια του ήταν η αιτία να το βάλει πάλι στα πόδια και να τρέχει να σωθεί. Φτάνει σ’ ένα αγρόκτημα όπου έμενε ένας μαραγκός με τη γυναίκα του. Επειδή το παιδί είχε κατάμαυρα μαλλιά, αυτοί φοβήθηκαν ότι  αυτά θα τραβούσαν τους κεραυνούς στο σπίτι του, γι’ αυτό κάθε φορά που η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, ο μαραγκός φόρτωνε το παιδί σ’ ένα κάρο, του έδενε το πόδι με τη σαγή, με μια αλυσίδα που είχε λουκέτο, το οδηγούσε έξω από το χωριό μακριά από δέντρα και σπίτια και το άφηνε στο πουθενά, μέσα στη μαινόμενη θύελλα, στις αστραπές και στις βροντές. Το παιδί μέσα σ’ αυτόν τον χαλασμό κυριευόταν από τρόμο και σωριαζόταν καταγής μέσα στους νερόλακκους. Το πρωί ο μαραγκός πήγαινε και τον μάζευε. Κάποια στιγμή ο μαραγκός αρρώστησε κι εκείνη τη νύχτα άρχισαν πάλι οι αστραπές. Η γυναίκα του μαραγκού με τη φροντίδα του άντρα της ξεχάστηκε ν’ απομακρύνει το παιδί κι αυτό πήγε στον αχυρώνα να κρυφτεί. Ξαφνικά ο αχυρώνας τραντάχτηκε και ξέσπασε  φωτιά. Βέβαιος τώρα ο μικρός ότι τραβάει τους κεραυνούς το’ βαλε στα πόδια να σωθεί προτού τον κυνηγήσουν οι χωρικοί και τον σκοτώσουν.

Τρέχοντας έφτασε στις γραμμές του τρένου, όπου ήταν μια ατμομηχανή που τα βαγόνια της μετέφεραν ξυλεία. Πήδηξε σ’ ένα βαγόνι και κρύφτηκε στα πυκνά χαμόκλαδα που υπήρχαν εκεί. Το τρένο τον οδήγησε σ’ ένα μέρος όπου υπήρχε ένα εγκαταλελειμμένο στρατιωτικό οχυρό. Με λύπη του διαπίστωσε πως μέσα δεν υπήρχε τίποτε άλλο, παρά λιπόσαρκοι αρουραίοι που αλληλοφαγόνονταν. Γρήγορα απομακρύνθηκε για να ψάξει να βρει κάποιο χωριό. Πράγματι βρήκε ένα χωριό, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ήταν το χωριό του μαραγκού. Ο άνθρωπος που τον βρήκε τον παρέδωσε στον μαραγκό, ο οποίος τον έβαλε σ’ ένα σακί για να τον σκοτώσει. Τότε του ήρθε η ιδέα, να πει στον μαραγκό για το οχυρό. Του είπε μάλιστα πως μέσα ανακάλυψε πολλά πράγματα αξίας και ότι αν δεν τον σκοτώσει ευχαρίστως θα τον οδηγούσε εκεί. Ο μαραγκός πείστηκε και χωρίς να πει τίποτε σε κανέναν, έζεψε το κάρο του, έδεσε μ’ ένα χοντρό σκοινί  το παιδί και το κράταγε σφιχτά και κίνησαν για το οχυρό. Όταν έφτασαν, το παιδί του έδειξε την τρύπα και του είπε ότι αυτή ήταν η είσοδος για να μπουν. Το σκοινί ήταν μεγάλο και το παιδί μπόρεσε να πάει από την απέναντι πλευρά κι εκεί σε μια κόχη τρίβοντάς το κατάφερε να λυθεί, όμως εξακολουθούσε να το κρατά. Την ώρα που ο μαραγκός έσκυψε  αρκετά, για να δει τι υπήρχε στο εσωτερικό, το παιδί τράβηξε απότομα το σκοινί και ο μαραγκός έπεσε μέσα. Σε λίγη ώρα το μισό και παραπάνω σώμα του είχε εξαφανιστεί από τους αρουραίους. Έτσι ο μικρός ελεύθερος πλέον παίρνοντας το τσεκούρι του μαραγκού και το κάρο του, ταξίδεψε αρκετές μέρες μέχρι να φτάσει σ’ ένα άλλο χωριό.

 

Jerzy Kosiński

 

Στο καινούριο χωριό που έφτασε συνάντησε ένα σιδερά, ο οποίος μάλιστα ήταν και ο αρχηγός του χωριού. Του πρόσφερε το κάρο σε αντάλλαγμα τροφής και στέγης. Ο σιδεράς τον συμπάθησε και τον κράτησε. Το χωριό  αυτό το επισκέπτονταν συχνά οι Γερμανοί   στρατιώτες, για να πάρουν τρόφιμα και άλλα υλικά. Στο χωριό επίσης κυκλοφορούσαν και Παρτιζάνοι. Αυτοί ήταν χωρισμένοι σε  δύο ομάδες. Η ομάδα των Λευκών, που ήθελαν να πολεμούν όχι μόνο τους Γερμανούς, αλλά και τους Ρώσους και η ομάδα των Κόκκινων, που υποστήριζαν τον Κόκκινο Στρατό. Οι Λευκοί Παρτιζάνοι τιμωρούσαν τους χωρικούς που βοηθούσαν τους Κόκκινους και υποστήριζαν τους Σοβιετικούς και οι Κόκκινοι τιμωρούσαν αυτούς που βοηθούσαν τους Λευκούς. Από την άλλη και οι Γερμανοί έκαναν εφόδους στα σπίτια των χωρικών, για να ανακαλύψουν χωρικούς που έκρυβαν Παρτιζάνους και για παραδειγματισμό εκτελούσαν μερικούς χωρικούς. Κάθε φορά που έρχονταν οι Γερμανοί, ο σιδεράς έκρυβε το παιδί στο κελάρι με τις πατάτες, γιατί οι Γερμανοί δεν συμπαθούσαν τους Τσιγγάνους. Κάποια στιγμή μια ομάδα Παρτιζάνων έφτασε στο σπίτι του σιδερά και τον κατηγόρησε, ότι συνεργάζεται με εχθρούς της πατρίδας. Ο σιδεράς αρνήθηκε, αλλά αυτοί δεν καταλάβαιναν τίποτε. Τον κλωτσούσαν και τον βαρούσαν τόσο δυνατά, που έπεσε νεκρός. Το ίδιο έκαναν στους βοηθούς του, ως και στη γυναίκα του και στο παιδί του. Αφού έσπασαν τα πάντα στο σπίτι και πήραν ό,τι τους χρειαζόταν, στη σοφίτα βρήκαν  το παιδί κι αφού το ξυλοφόρτωσαν το παρέδωσαν στους Γερμανούς. Το παρέλαβε ένας στρατιώτης και το οδήγησε προς το δάσος. Στο ένα του χέρι κρατούσε το όπλο και στο άλλο ένα μπετόνι βενζίνη. Το παιδί πίστεψε ότι ήρθε το τέλος του, γιατί σκέφτηκε ότι με το όπλο θα τον σκοτώσει και με τη βενζίνη θα έκαιγε το πτώμα του. Όμως ο στρατιώτης όταν έφτασε στο μέρος που ήθελε, τον ελευθέρωσε και του έκανε νόημα να τρέξει να σωθεί. Πράγματι ο μικρός έτρεξε και χώθηκε σε κάτι φυλλωσιές, όπου τότε ακούστηκαν δυο πιστολιές. Το παιδί ακούγοντας τις πιστολιές  κατάλαβε ότι ο στρατιώτης ήθελε να σκηνοθετήσει τη δολοφονία του.

Ναι, τώρα είναι ελεύθερος, αλλά τι να το κάνει; Κανείς δεν τον ήθελε να τον πάρει στο σπίτι του. Ο χειμώνας ήταν βαρύς, χιόνιζε πολύ και άνθρωποι και ζώα είχαν μαζευτεί στην ίδια στέγη για να ζεσταίνονται, αλλά και να τρώνε τα τρόφιμα που είχαν μαζέψει από πριν, οπότε ένα πιάτο παραπάνω ήταν πρόβλημα. Περιπλανιόταν ο μικρός από χωριό σε χωριό, τυλιγμένος με κάτι παλιοκούρελα και  για παπούτσια είχε κάτι αυτοσχέδια ξυλοπάπουτσα. Ζεσταινόταν με τη φωτιά του κομήτη που είχε βρει κοντά στις γραμμές του τρένου και τροφές εύρισκε τρυπώνοντας στους αχυρώνες των χωρικών. Στο δρόμο που πήγαινε συνάντησε ένα κάρο αναποδογυρισμένο και το άλογο που το έσερνε βρισκόταν κάτω με σπασμένο το πόδι. Το βοήθησε το άλογο να σηκωθεί και σιγά σιγά έφτασαν σ’ ένα χωριό. Ο χωρικός που το είχε αναγνώρισε το κάρο του, όμως το άλογο το θανάτωσε γιατί του ήταν πλέον άχρηστο, για να οδηγεί το κάρο, όμως το έγδαρε, γιατί το κρέας και τα κόκκαλα του ήταν πολύτιμα. Το παιδί το κράτησε, αλλά όταν τον καλούσαν σε γιορτές οι φίλοι του, έπαιρνε και το παιδί μαζί του για να λέει ποιήματα και παραμύθια. Όσοι τον άκουγαν ξεκαρδίζονταν στα γέλια και τον καλούσαν από τραπέζι σε τραπέζι κερνώντας τον βότκα. Σ’ αυτό το χωριό όσο δεν τον πείραζαν οι μεγάλοι τον πείραζαν τα παιδιά και μάλιστα όταν έπαιζαν επικίνδυνα παιχνίδια με το στρατιωτικό εξοπλισμό, που έβρισκαν στο δάσος. Και το αγόρι είχε κρύψει στον αχυρώνα έναν πυροσωλήνα και κάποιες νάρκες. Κάποια αγόρια τον έριξαν σ’ ένα λάκκο με λάσπες κι εκείνος θέλοντας να αμυνθεί πέταξε μία πέτρα και χτύπησε στο πρόσωπο ένα από τ’ αγόρια. Όταν μαθεύτηκε το συμβάν, πολλοί άντρες του χωριού κατευθύνθηκαν προς το σπίτι που έμενε το παιδί. Το παιδί φοβήθηκε ότι θα του κάνουν κακό και πήγε στον αχυρώνα και χρησιμοποίησε τα πολεμικά όπλα που είχε κρύψει. Το αποτέλεσμα ήταν να καταστραφεί τελείως ο αχυρώνας και να κατατρομάξουν όσοι είχαν μαζευτεί. Το παιδί κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει για να μη τιμωρηθεί βάναυσα από το αφεντικό του.

Κατέφυγε πάλι προς το δάσος. Δυο μέρες περπατούσε και προσπέρασε δυο χωριά. Στο τρίτο είπε να σταματήσει, γιατί είχε εξαντληθεί και πεινούσε πολύ. Μπαίνοντας στο χωριό συνάντησε έναν που όργωνε το χωράφι του. Του ζήτησε στέγη και τρόφιμα σε αντάλλαγμα κάποιων εργασιών. Το χωριό ήταν φτωχό και δεχόταν συχνές επισκέψεις των Γερμανών για να παίρνουν τρόφιμα. Ο αγρότης δέχτηκε να τον κρατήσει όμως φοβούμενος τους συγχωριανούς του μήπως τον καταδώσουν στους Γερμανούς επειδή περιθάλπει Τσιγγάνο, του ξύρισε το κεφάλι και του έδωσε να φορά μια τραγιάσκα. Από το χωριό περνούσε τρένο που τα βαγόνια ήταν φορτωμένα με Εβραίους και Τσιγγάνους που ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Χωρικοί από το χωριό προσλαμβάνονταν για να κατασκευάσουν στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι Γερμανοί ξανασυνέλαβαν το μικρό και μαζί με άλλους τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, αλλά πάλι τον άφησαν ελεύθερο, λόγω ηλικίας. Έξω από το τμήμα υπήρχε ένας παπάς ο οποίος πήρε το παιδί και το πήγε σ’ ένα απομακρυσμένο αγροτόσπιτο, που ζούσε ένας χωρικός μ’ ένα μοχθηρό σκύλο τον Ιούδα. Ο χωρικός λεγόταν Γκάρμπος. Ο άνθρωπος αυτός του φερόταν πάρα πολύ άσχημα κι έκανε και τον σκύλο του να τον μισήσει. Τον μαστίγωνε σε σημεία όχι ορατά και του έλεγε αφ’ ενός να μην κλαίει και αφετέρου να μην το πει στον παπά γιατί θα του έκανε χειρότερα. Για να μη βρίσκεται συχνά με το αφεντικό του πήγαινε στην εκκλησία, όπου ο οργανίστας της εκκλησίας του εξήγησε τη σημασία των ιερών σκευών και τον προετοίμαζε να γίνει παπαδοπαίδι στις λειτουργίες. Πήγαινε δυο φορές την εβδομάδα στην εκκλησία, όμως δε γλίτωνε τα ραπίσματα από τον Γκάρμπος. Κατά σύμπτωση εκείνο τον καιρό έπεσαν πολλές συμφορές στον Γκάρμπος κι αυτός πίστεψε ότι αιτία ήταν το παιδί και του είπε ότι ήθελε να τον σκοτώσει, αλλά φοβόταν την εκδίκηση του Αγίου Αντωνίου. Σκέφτηκε όμως, ότι εάν το παιδί σκοτωνόταν τυχαία, αυτός δε θα είχε καμία ευθύνη και επομένως δε θα τον τιμωρούσε ο Άγιος. Έτσι κάποια μέρα όταν το παιδί γύρισε από την εκκλησία τον έβαλε σ’ ένα δωμάτιο, όπου είχε κρεμάσει από το ταβάνι δυο πέτσινα λουριά, τον βοήθησε να τα πιάσει, έβαλε μέσα στο δωμάτιο τον Ιούδα και τον άφησε κρεμασμένο, κλείδωσε την πόρτα κι έφυγε. Ο σκύλος όρμησε κατά τα πόδια που έφτανε καθώς κρέμονταν όμως το παιδί τα τράβαγε αμέσως, αυτό έγινε αρκετές φορές οπότε κουράστηκε ο σκύλος και κούρνιασε σε μια γωνιά, περιμένοντας μήπως και αποκάμει το παιδί και πέσει στο πάτωμα. Ο μικρός  πονούσε στα χέρια του, οι ώμοι του μούδιαζαν και απελπισμένος όπως ήταν άρχισε τις προσευχές. Αργά το απόγευμα τον ξεκρέμασε. Αυτό όμως συνεχιζόταν κάθε μέρα. Τον κρέμαγε πότε πρωί και πότε βράδυ. Όμως τον είχε ανάγκη για τις δουλειές, γι’ αυτό δεν τον είχε συνέχεια κρεμασμένο, διότι αυτός μεθούσε και δεν ήταν σε θέση να κάνει καμία δουλειά. Μέρα με τη μέρα τα μπράτσα του δυνάμωναν κι έτσι άντεχε το κρέμασμα, αλλά είχε και τις προσευχές που του έδιναν ελπίδα ότι κάτι θα συμβεί και θα σωθεί απ’ αυτό το μαρτύριο. Στη γιορτή της Αγίας Δωρεάς σκέφτηκε το παιδί να πάει στην εκκλησία. Εκεί του ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να ντυθεί παππαδάκι για να πάρει τη θέση ενός παιδιού που αρρώστησε στην Αγία Τράπεζα. Αυτό που έπρεπε να κάνει ήταν να μεταφέρει το λειτουργικό, το Ιερότερο Βιβλίο, από τη μία άκρη της Αγίας Τράπεζας στην άλλη. Το βιβλίο όμως ήταν τόσο βαρύ που μόλις το σήκωσε για να το μεταφέρει έπεσε κάτω. Τότε όλοι άρχισαν να φωνάζουν έξω Τσιγγάνε, Βρικόλακα, και κάποιοι άρχισαν να του ξεσκίζουν τη σάρκα. Οι χωρικοί τον πήραν και τον πέταξαν μέσα σ’ ένα λάκκο με ακαθαρσίες. Ευτυχώς εκεί υπήρχε ένα αναρριχητικό φυτό που πιάστηκε και κατάφερε να βγει και πριν προλάβουν να τον πάρουν χαμπάρι οι χωρικοί το’ σκασε κατά το δάσος. Στην προσπάθειά του όμως να μιλήσει, κατάλαβε πως είχε χάσει τη φωνή του. Ωστόσο τα χωριατόπαιδα του’ χαν στήσει καρτέρι και τον πήγαν τον αρχηγό του χωριού. Αυτός τον έδωσε στον Μάκαρ.

Ο Μάκαρ έμενε απομονωμένος έξω από το χωριό και κανείς δεν του μιλούσε. Είχε μια κόρη την Έφκα, ένα γιο τον Άντον κι ένα σκύλο τον Ντίτκο. Είχε κουνέλια που τα πούλαγε στα γύρω χωριά, τέσσερεις γίδες κι ένα τράγο. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε από αυτή την οικογένεια, διότι διαπίστωσε πολλά ανώμαλα πράγματα να συμβαίνουν, όπως ερωτικές περιπτύξεις με ζώα και μεταξύ του πατέρα και των παιδιών, πήγε στο σπίτι της  μάγισσας Ανούλκα, έκλεψε έναν κομήτη και ξεκίνησε μέσα από το δάσος να περάσει σ’ ένα άλλο χωριό.

Όταν κοντοζύγωνε σ’ ένα χωριό, τα πάντα ήταν παγωμένα ακόμα και η λίμνη. Βρέθηκαν μπροστά του παιδιά, που άρχισαν να τον χτυπούν και να προσπαθούν να του βγάλουν το παντελόνι. Αμυνόμενος, έδωσε μια κλωτσιά στο μάτι του ενός με τις αυτοσχέδιες μπότες του που είχε δέσει κάτι πατίνια με σύρμα  και μια κλωτσιά στο λαιμό του άλλου. Τα αίματα άρχισαν  να τρέχουν και κάποια παιδιά ανέλαβαν να μεταφέρουν τους τραυματίες στο χωριό. Όμως τέσσερα παιδιά έμειναν και τον έσυραν μέχρι την τρύπα που είχαν ανοίξει για ψάρεμα, την άνοιξαν περισσότερο και τον έριξαν μέσα στο παγωμένο νερό, πιέζοντάς τον με το κοντάρι του ψαρέματος. Όταν σιγουρεύτηκαν ότι δε θα έβγαινε τον παράτησαν κι έφυγαν. Τότε το παιδί άρπαξε το κοντάρι, κατάφερε να βρει την τρύπα και βγήκε. Φοβούμενος μην τον βρουν οι χωρικοί ξαναμπήκε στο δάσος, κι έτσι αποκαμωμένος που ήταν αποκοιμήθηκε.

Όταν ξύπνησε διαπίστωσε πως ήταν σ’ ένα ζεστό δωμάτιο και κοιμόταν πάνω σ’ ένα φαρδύ κρεβάτι. Η κοπέλα που τον έσωσε του συστήθηκε πως ήταν η Λαμπίνα και δούλευε σαν παραδουλεύτρα σε πλούσιους αγρότες. Μετά από λίγο καιρό πέθανε και η Λαμπίνα οπότε το παιδί έπρεπε να φύγει κι από κει.

Βρέθηκε σ’ ένα χωριό που επικρατούσε μεγάλη κινητικότητα. Πλήθος στρατιώτες αποσυναρμολογούσαν κανόνια και κατέβαζαν τη γερμανική σημαία. Αυτοί ήταν οι Καλμούκοι, οι οποίοι ήταν λιποτάκτες Σοβιετικοί, που προχώρησαν εθελοντικά στους Γερμανούς, γιατί μισούσαν τους Κόκκινους και επιδίδονταν σε λεηλασίες και βιασμούς. Οι Γερμανοί τους έστελναν για να τιμωρήσουν πόλεις και χωριά που δεν συμμορφώνονταν. Το αγόρι παρατήρησε πως κι αυτοί είχαν μαύρα μαλλιά και μάτια και μελαψό πρόσωπο και αναθάρρησε. Οι ξανθομάλληδες χωρικοί όμως τρελαίνονταν από το φόβο τους. Δεν είχαν όμως άδικο, γιατί έσφαζαν άντρες και βίαζαν γυναίκες και κορίτσια. Ο μικρός κρύφτηκε πίσω από κάτι θάμνους και βλέποντας αυτές τις θηριωδίες, σκέφτηκε ότι μπορεί και αυτός να ανήκει σ’ αυτή την άγρια φυλή και δικαίως έχει τόσο τιμωρηθεί. Δυστυχώς ένας Καλμούκος τον ανακάλυψε και τον χτύπησε δυνατά με το κοντάκι του όπλου του στο στήθος. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν κανονιοβολισμοί. Ο Κόκκινος Στρατός πλησίαζε. Οι Καλμούκοι πέταξαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν. Ο Κόκκινος Στρατός τους κρέμασε όλους. Ο πόλεμος για εκείνη την περιοχή είχε τελειώσει. Το παιδί το μετέφεραν στο νοσοκομείο του Κόκκινου Στρατού και αφού έγινε καλά του επέτρεψαν να μείνει στο στρατόπεδο, ήταν ήδη έντεκα ετών. Εκεί τον ανέλαβαν δυο άτομα ο Γκαβρίλα και ο Μίτκα. Ο Γκαβρίλα του μάθαινε γράμματα και του μάθαινε να διαβάζει. Το βιβλίο που συγκίνησε περισσότερο τον μικρό ήταν η ζωή του Μαξίμ Γκόρκι. Ο Γκαβρίλα επίσης του έλεγε ότι Θεός δεν υπήρχε και ότι τον επινόησαν οι πονηροί παπάδες, για να εξαπατούν ηλίθιους ανθρώπους. Ο Μίτκα ήταν εθνικός ήρωας και εκπαιδευτής ελεύθερων σκοπευτών. Αυτός τον φρόντιζε διαφορετικά. Του έδινε τα καλύτερα κομμάτια κρέατος για να δυναμώσει. Τον μυούσε στην ποίηση, τον πήγαινε στον κινηματογράφο του συντάγματος και του εξηγούσε τις ταινίες.

Με το τέλος του πολέμου στην περιοχή, το παιδί οδηγήθηκε σε ειδικά κέντρα μέχρι να διαπιστωθεί αν οι γονείς του ζουν, για να μπορέσουν να τον βρουν. Το παιδί έδωσε όλες τις πληροφορίες που θυμόταν γύρω από την οικογένειά του, συντάχτηκε κάποιος φάκελος και οδηγήθηκε σε ορφανοτροφείο. Εκεί γνώρισε ένα παιδί που δεν μιλούσε και τον έλεγαν Σιωπηλό. Έκαναν πολύ παρέα, μέχρι που βρέθηκαν οι γονείς του και τον πήραν. Επειδή ήταν αδύνατος και καχεκτικός ο γιατρός συνέστησε  στους γονείς του να τον πάνε σε βουνό. Τον έστειλαν σ’ ένα βουνό για σκι μαζί με τον εκπαιδευτή του σκι. Μια μέρα που έκανε σκι ξέσπασε χιονοθύελλα, έχασε από τα μάτια του το δάσκαλο και καθώς κατέβαινε με ταχύτητα, βρέθηκε σε μια ρεματιά, που δεν μπόρεσε να αποφύγει. Έτσι βρέθηκε στο νοσοκομείο. Όταν βρέθηκε μόνος του στον θάλαμο, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε. Από την άλλη πλευρά άκουγε ομιλίες και θέλοντας να μάθει ποιος είναι, άρχισε στην αρχή να βγάζει φθόγγους από το στόμα του, κατόπιν συλλαβές και λέξεις, που και ο ίδιος δεν μπορούσε να πιστέψει. Η φωνή που είχε χάσει στην εκκλησία, μετά από πέσιμο, την ξαναβρήκε στο βουνό.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top