Fractal

Διήγημα: “Μυρωδιές του χειμώνα”

Γράφει η Ελένη Ε. Νανοπούλου //

 

 

 

 

 

Μυρωδιές του χειμώνα

 

Τρεις φορές θυμάμαι μικρή να ένιωσα πριγκίπισσα. Μια με τα λουστρινένια μαύρα γοβάκια με το φιόγκο, δεύτερη με το μαλακό κόκκινο παλτό με τον μεγάλο γιακά και τα γυαλιστερά κουμπιά και τρίτη με το βελούδινο βυσσινί φόρεμα, το στολισμένο με σφηκοφωλιά στο μπούστο . Πολύτιμη εικόνα κρυμμένη σαν θησαυρός στην εσώτερη ζωή μου.

Μεγάλη χαρά κι ανυπομονησία στις γιορτές για τα κάλαντα που θα λέγαμε μαζί με μια ξαδέλφη- μόνη μου ντρεπόμουνα. Μάλλον για όλα ντρεπόμουνα, αλλά αυτό το άθλημα παραήταν για μένα. Από μακριά ερχόταν μια αβάσταχτη κληρονομιά αιδημοσύνης που την κουβαλούσα ανόητα. Και επίσης κουβαλούσαμε την παράδοση για τα κάλαντα, να πρέπει να πας σε όλα τα σπίτια ακόμα κι εκεί που δεν έχεις ξαναπλησιάσει ή δεν έχεις καν ανταλλάξει βλέμμα με τους κατοίκους του σπιτιού και πολύ περισσότερο δεν έχεις πει ούτε μια κουβέντα. Όμως η προσμονή να μετρήσεις στο τέλος τα φραγκοδίφραγκα, να τα μοιραστείς και να γυρίσεις με κανένα εικοσάρικο στην τσέπη ήταν κίνητρο ικανό.

Ακούω τις φωνές ακόμα κι αναρωτιέμαι αν είναι αλήθεια ή τις έβγαλα απ’ το μυαλό μου. Με τα χέρια στις τσέπες από το κρύο φωνάζαμε όσο μπορούσαμε και τα λέγαμε με όλα τα λόγια. Μπαίναμε σε σπίτια ξένα που δεν είχα ξαναπατήσει κι ούτε επρόκειτο πάλι. Δίσταζα μέσα μου, κάποια πρόσωπα δεν μου άρεσαν .Όμως θες η παρέα , θες το χαρτζιλίκι τα έλεγα γι’ αυτούς όσο καλύτερα γινόταν. Μια παραμονή Χριστουγέννων- χιόνιζε ή έβρεχε;- που ο αέρας χωνόταν παγωμένος απ’ τις χαραμάδες, εμείς τριγυρνούσαμε χωρίς τρίγωνο- δεν υπήρχε τότε. Η λάσπη κόλλαγε στα λουστρίνια μου, δημιουργούσε ένα περίγραμμα ολόγυρα στη σόλα , ξεραινόταν μετά κι άντε να τα καθαρίσεις, να τα σκουπίσεις και να τα γυαλίσεις με λάδι, από κείνο που τρώγαμε, ώστε να τα καμαρώνεις πάλι. Προς το τέλος μαζέψαμε από την μαύρη αργυρή λάσπη ένα πενηνταράκι κι ένα αμύγδαλο που μας πέταξε η νοικοκυρά από το μπαλκόνι της. Ένιωσα να την μισώ’ όχι για το ποσόν μα για την λάσπη στα χέρια και στα λουστρίνια. Κι όποιος δοξολογεί την παιδικότητα, την αθωότητα έχει ξεχάσει ότι κι αυτά τα ευλογημένα μικρά παιδιά είχαν συγκρούσεις, συμπλέγματα, οδύνη που τα έκανε να υποφέρουν κι ίσως δεν βρήκαν ποτέ δικαίωση.

Οι προηγούμενες μέρες είχαν ανοίγματα φύλλου με τον πλάστη, ζάχαρες, σταφίδες, σουσάμια για τις ντρέδουλες. Την παραμονή, πάντα η μάνα τέτοια μέρα μόνιμα ανασκουμπωμένη, με τα μανίκια της ρόμπας σηκωμένα στους αγκώνες και την ποδιά σφιγμένη στη μέση, ζύμωνε το χριστόψωμο. Δεν καταλάβαινα πώς γίνονταν τόσο ωραία τα στολίδια από ζυμάρι που κένταγε πάνω στο χριστόψωμο. Την παρακολουθούσα να καρφώνει τα αρωματικά γαρυφαλλάκια, να στερεώνει τα καρύδια κι ήταν ένα θαύμα γιορτινό. Ακόμα και τώρα αρνούμαι να εξηγήσω την τέχνη αυτή σαν μια μαγική ικανότητα που δεν πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί. Το χαμόγελο του ψωμιού- η απερίγραπτη μυρωδιά του- και ανήμερα οι οσμές λιγωτικές, η κότα να αχνίζει για την πρωινή σούπα, οι καμπάνες, τα καλά μας να περιμένουν στην καρέκλα για να φορεθούν, η φωνή του πατέρα στο ψαλτήρι να παίρνει τα ύψη, συγγενείς μαζεμένοι, κρασιά, μεζέδες, γλυκά, τριανταμία, μουντζούρης’ όλα μια γιορτή, με τον σπόρο κρυφών ονείρων για μιαν άλλη, μελλοντική που μας προσμένει.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top