Fractal

Ένα καταδικαστέο αλλά και συγχωρητέο σενάριο

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Georges Simenon, «Το τραίνο». Μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ. Εκδόσεις Άγρα. Αθήνα, 2022

 

Ο Μαρσέλ Φερόν, ένας ήσυχος τεχνικός που δραστηριοποιείται επαγγελματικά στις επιδιορθώσεις ραδιοφώνων, ζει σε μια μικρή κωμόπολη στις Αρδέννες της Γαλλίας. Είναι μόλις τριάντα δύο χρονών, έχει ένα σπίτι, μια γυναίκα και μια τετράχρονη κόρη. Αλλά στις 10 Μαΐου 1940, καθώς τα ναζιστικά τανκς πλησιάζουν στην περιοχή του, όλα φαίνεται πως αλλάζουν και αυτός ο δειλός, καθημερινός και ευτυχισμένος άνθρωπος πρέπει να εγκαταλείψει το σπίτι του και να αντιμετωπίσει τη ‘Μοίρα’ που κρυφά περίμενε ή που εκείνη ίσως τον περίμενε στη γωνία. Την ημερομηνία εκείνη, οι Γερμανοί είχαν ήδη καταλάβει το Βέλγιο, την Ολλανδία,  τη Δανία και τη Νορβηγία και προχωρούσαν ολοταχώς προς τη χώρα του. Χωρισμένος από την επτάμισι μηνών έγκυο γυναίκα του, Ζαν, και τη μικρή του κόρη, Σοφί,  μέσα στο χάος της φυγής, εντάσσεται σε ένα βαγόνι με πρόσφυγες που κινείται προς το νότο της χώρας του μπροστά από τους επελαύνοντες εισβολείς. Εκεί, γνωρίζει την Άννα, μια θλιμμένη, μελαχρινή κοπέλα, της οποίας η προφορά δεν είναι ούτε βελγική, ούτε γερμανική και η οποία έμοιαζε ξένη προς τα πάντα γύρω της. Καθώς το μυστήριο της ταυτότητας της Άννας αποκαλύπτεται σταδιακά, ο Μαρσέλ μεταπηδά από το σημείο μιας συναρπαστικής προσωπικής ελευθερίας στα βάθη μιας τρομακτικής ευθύνης η οποία θα τον οδηγήσει σε μια ανατριχιαστική επιλογή. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στα αγγλικά το 1964, η Βρεττανίδα μυθιστοριογράφος και κριτικός Brigid Brophy δήλωσε ότι το ‘Τραίνο’ ήταν το μυθιστόρημα το οποίο οι θαυμαστές και αναγνώστες του περίμεναν εξ’ αρχής από τον Σιμενόν. Μέχρι την έκδοσή του, έγραψε, ο εκθαμβωτικά παραγωγικός μυθιστοριογράφος ήταν ένας δάσκαλος χωρίς όμως κάποιο αριστούργημα.

‘Το Τραίνο’ είναι ένα οδυνηρό μυθιστόρημα που περιστρέφεται γύρω από  τον Μαρσέλ Φερόν, την έγκυο σύζυγό του και τη μικρή του κόρη που ζουν την ‘κανονική’ ζωή που πάντα ήλπιζε στο γαλλικό εκείνο προάστιο των Αρδεννών.  Στις 10 Μαΐου του 1940, μια δραματική ημερομηνία για τον τόπο και τους ίδιους, ξυπνούν για να  διαπιστώσουν έντρομοι ότι οι Ναζί έρχονται ολοταχώς προς τα μέρη τους και αναγκάζονται να αφήσουν πίσω όλα όσα τούς ήταν πολύτιμα. Ο Μαρσέλ ξεσηκώνει την οικογένειά του και επιβιβάζονται στο τραίνο που προοριζόταν να τους απομακρύνει από τον επερχόμενο ναζιστικό κίνδυνο. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής του τραίνου ο Μαρσέλ αναβιώνει την ημέρα που αυτός και η γυναίκα του γνωρίστηκαν για πρώτη φορά, την πρώτη τους κοινή διαδρομή με το τραίνο και όλα όσα αντιπροσώπευε, μέχρι τώρα, εκείνη. «Για μένα, δεν ήταν απλώς μια γυναίκα, αλλά το σύμβολο της κανονικής, φυσιολογικής  ζωής», μας εκμυστηρεύεται. Το πρωινό εκείνο του Μαΐου, δεν οδήγησε σε πανικό τον Μαρσέλ, αντίθετα πάντα ένιωθε ότι αυτό ήταν αναπόφευκτο κάποια στιγμή να συμβεί, ότι θα αναγκαζόταν να αφήσει πίσω του τα πάντα και ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με τη ‘Μοίρα’ που περίμενε κρυμμένη στη γωνία εδώ και χρόνια. Όταν αποχωρίζεται τη γυναίκα και το παιδί του, βρίσκεται περιτριγυρισμένος από αγνώστους, αλλά καθώς το τραίνο ταξιδεύει όλο και πιο μακριά από το σπίτι του, τα πρόσωπα αρχίζουν να του γίνονται οικεία και τότε είναι η σημαδιακή στιγμή που γνωρίζει την Άννα. Ο πανικός και η επείγουσα ανάγκη να φύγουν όλοι από τα σπίτια τους και να αποχωριστούν τις οικογένειές τους, τους κάνει να αλλάξουν συμπεριφορές και να νιώσουν έξω από τη συνηθισμένη ζωή και τις γνωστές συμβάσεις της. Η σχέση που καταλήγει να έχει με την Άννα γίνεται το μοναδικό επίκεντρο του βιβλίου και αν στην αρχή φαινόταν αρκετά παράξενη και ιδιόρρυθμη, ήταν μάλλον το αποτέλεσμα του σοκ από την εγκατάλειψη της  συνηθισμένης ζωής τους. Μπορεί να μην ήταν αποδεκτό υπό κανονικές συνθήκες, αλλά οι συνθήκες εκείνες ήταν κάθε άλλο παρά κανονικές! Συνεχίζει να ψάχνει για την οικογένειά του, αλλά μένει με την Άννα μέχρι το τέλος. Ήταν αρκετά λυπηρό όταν οι δρόμοι τους τελικά χώρισαν. «Ελπίζω να είσαι ευτυχισμένος, Μαρσέλ…», του λέει κάποια στιγμή. «Εγώ  ήμουν ευτυχισμένη μαζί σου».

Συνολικά, το μυθιστόρημα αποτελεί  μια ενδιαφέρουσα αντανάκλαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και της ανθρώπινης αντίδρασης σε τραυματικές καταστάσεις και των δεσμών που δημιουργούμε με άτομα από την ενστικτώδη ανάγκη να στηριχτούμε κάπου για να κρατηθούμε στη ζωή. «Για πρώτη φορά είπα σ’ αγαπώ έτσι μέσα από τα σπλάχνα μου. Ίσως να μην  ήταν αυτή που αγάπησα, αλλά ίσως να αγάπησα τη ζωή», παραδέχεται ο αφηγητής και κύριος χαρακτήρας του βιβλίου.

 

Georges Simenon

 

Ο Ζωρζ Σιμενόν (Georges Simenon) ήξερε πώς να αφηγείται μια ιστορία, και το ‘Τραίνο’ (1961) είναι από τα καλύτερα μυθιστορηματικά έργα γύρω από  τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αφορά την εισβολή στη Γαλλία μετά τον ‘Παράξενο ή Ψεύτικο πόλεμο’, όπως έμεινε να αποκαλείται η περίοδος από τον  Σεπτέμβριο του ’39 μέχρι τον Μάιο του ’40, όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατέλαβαν την Ολλανδία και το Βέλγιο και στη συνέχεια παρέκαμπταν τη γραμμή Μαζινό, μέσω της δασώδους ορεινής περιοχής των Αρδεννών. Για την ιστορία να θυμηθούμε πως την περίοδο εκείνη οι δύο συμμαχικές δυνάμεις, Γαλλία και Μεγάλη Βρεττανία, κήρυξαν τον πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία, με αφορμή την εισβολή της στην Πολωνία, ενώ τις 10 Μαΐου του 1940, ξεδιπλώθηκε η ναζιστική επίθεση κατά της Γαλλίας. Ο Μαρσέλ Φερόν, ένας επισκευαστής ραδιοφώνων, με μια έγκυο γυναίκα και μια κόρη, ζει στο Φυμαί, μια ήσυχη κωμόπολη, ακριβώς πάνω στα βελγικά σύνορα και στο δρόμο των προελαυνόντων γερμανικών Πάντσερ. Είναι ένας απλός χαρακτήρας, με παρελθόν ανάπηρου ανθρώπου αφού υπέφερε από πλευρίτιδα από παιδί, του οποίου η οικογένεια καταστράφηκε από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η μητέρα του κουρεύτηκε ως Γερμανίδα πόρνη, και εκείνος μεγάλωσε ως ορφανός. Ως εκ τούτου, έχει έναν κάπως αποστασιοποιημένο τρόπο να βλέπει τα πράγματα της εποχής του, ίσως τελικά να ήταν και ο ιδανικός πρωταγωνιστής σε αυτή την αυθεντική και απολύτως αξιόπιστη ιστορία για το τι ακριβώς συνέβη στους ανθρώπους καθώς έφευγαν και απομακρύνονταν από τα μέρη τους λόγω  της ναζιστικής προέλασης. Ο Μαρσέλ ξέρει πότε πρέπει να μαζέψει τα πράγματά του και να φύγει γιατί ακούει τις στρατιωτικές συνομιλίες και τις ξένες εκπομπές στο ραδιόφωνό του, αλλά φυσικά, όλα αυτά έρχονται γρήγορα και στη γειτονιά του καθώς περνάνε οι στρατιωτικές φάλαγγες. Αυτό μάλλον δεν τον ενοχλεί, αλλά μάλλον τον ενθουσιάζει η προοπτική αυτής της περιπέτειας στο άγνωστο. Ως συνήθως, ο Σιμενόν έχει ένα ισχυρό σεξουαλικό υπόβαθρο στη γραφή του, κάπως απορριπτέο κοινωνικά για την εποχή που αναφέρεται, αλλά τόσο σύνηθες για την  εποχή μας. Άλλωστε, ο Σιμενόν για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν μπλεγμένος σε ένα ‘ménage à trois’, ένα ερωτικό τρίγωνο, θα λέγαμε σήμερα, με τη σύζυγο και την οικονόμο του, οπότε ήταν εξοικειωμένος με την ψυχολογία μιας τέτοιας συμφωνίας. Πέρα από την παράνομη αίσθηση ετούτης της δραστηριότητας, στο χώρο της λογοτεχνίας οι υποθέσεις αυτές σίγουρα έχουν και αποπνέουν έναν ξέχωρο ρομαντισμό. Η δεξιοτεχνία του Σιμενόν ως σεναριογράφου, όμως, είναι τέτοια που όταν αναμειγνύει το καταδικαστέο με το συγχωρητέο, κάνει τον Μαρσέλ έναν συμπαθητικό χαρακτήρα και ρομαντικό ήρωα, παρά την μάλλον συνηθισμένη του, έως τότε, ζωή. Ένας αδύναμος, σε  τελική ανάλυση,  άντρας που δεν επιστρατεύτηκε ποτέ και έχει ελάχιστη πείρα των τεκταινομένων μέσα στον κόσμο και μακρυά  από την πόλη του, πέρα από την παιδική του ηλικία η οποία υπήρξε τραγική λόγω της ασθένειάς του, αλλά  όχι ασυνήθιστη για πολλά παιδιά της Γαλλίας που σημαδεύτηκαν από τον προηγηθέντα Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αποξένωσή του και ο κατακερματισμός του είναι εκείνα που τον βοηθούν στην περίεργη επιλογή του σε αυτή τη μοιραία, όπως αποδεικνύεται και καταδικασμένη  απ’ την αρχή ιστορία αγάπης, για την οποία, όπως μας εκμυστηρεύεται, «Απλώς, για ένα απροσδιόριστο διάστημα ζούσα σε ένα άλλο επίπεδο, που οι αξίες δεν είχαν τίποτα κοινό με αυτές της παλιάς μου ζωής». Και κάπου αλλού, «Το τι θα συνέβαινε το αγνοούσα. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει. Ζούσαμε σε διάλειμμα, εκτός χώρου, και καταβρόχθιζα  αυτές τις μέρες και τις νύχτες με λαιμαργία».

Το μυστικό της Άννας, γρήγορα παρακάμπτεται από  την προσπάθεια του νεαρού ζευγαριού για επιβίωση και είναι αυτό που αποσπά την προσοχή του αναγνώστη στην όλη πορεία του τραίνου προς την Λα Ροσέλ, στη νοτιοδυτική Γαλλία, ένα μέρος που ο Σιμενόν γνώριζε αρκετά καλά. Δεν υπήρχε παρελθόν ή μέλλον γι’ αυτούς. Τίποτα παρά ένα εύθραυστο παρόν, το οποίο ρούφηξαν και απόλαυσαν μαζί, όπως γράφει. Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, όχι στο τρίτο που συνηθίζει ο Σιμενόν. Στο τέλος ο αναγνώστης μαθαίνει ότι, στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα ημερολόγιο ή μια διαθήκη του Φερόν, για όσα συνέβησαν στον ίδιο και την οικογένειά του κατά τη διάρκεια της γερμανικής προέλασης, μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 1940, όταν ο στρατάρχης Πεταίν υπέγραψε την αμφιλεγόμενη ανακωχή που τερμάτισε τις εχθροπραξίες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top