Fractal

Διήγημα: “Τριάντα μέρες”

Γράφει η Χρυσάνθη Ιακώβου // *

 

 

 

 

 

 

Τριάντα μέρες

 

Συνέχεια της φωνάζει. Τις περισσότερες φορές δεν το αντιλαμβάνεται καν, αλλά μετά από λίγο ακούει τη φωνή που βγαίνει από το στόμα της και μοιάζει σαν να μην είναι η δικιά της, είναι τσιριχτή, απότομη, νευρική. “Μάζεψε τα παιχνίδια σου!”, “Όχι, δε θα δεις άλλα παιδικά!”, “Δεν μπορώ να παίξω τώρα, παίξε λίγο μόνη σου”. Μετά μετανιώνει, τα μάτια της γεμίζουν δάκρυα από τις τύψεις, δεν ξέρει αν πρέπει να την αγκαλιάσει ή να τρέξει να πλύνει το πρόσωπο της για να μην την δει το παιδί σε αυτήν την κατάσταση.

Τριάντα μέρες καραντίνας. Αυτή σε παύση από τη δουλειά, η μικρή από τον παιδικό σταθμό. Ένας μήνας οι δυο τους μέσα στο σπίτι. Χωρίς γιαγιάδες και παππούδες, χωρίς φίλους, χωρίς καν τον πατέρα που βρίσκεται με την τωρινή του οικογένεια και παίρνει πού και πού κανένα τηλέφωνο. Ένας μήνας με τον τραπεζικό λογαριασμό να αδειάζει σιγά σιγά, με τα καλοριφέρ σχεδόν συνέχεια κλειστά για οικονομία στη θέρμανση και με το ψυγείο μισογεμάτο για οικονομία στο σούπερ μάρκετ.

Τριάντα μέρες που ξεκίνησαν πολύ καλά, με γέλια και παιχνίδια και χειροτεχνίες που ξεσήκωναν από το ίντερνετ. Όμως αυτές οι μέρες έγιναν ξαφνικά πάρα πολλές και αν τις προσθέσεις όλες μαζί δημιουργούν ένα βάρος ασήκωτο. Κι αυτή όσο πάει και βουλιάζει, οι ώμοι της βαραίνουν, τα γόνατά της είναι έτοιμα να λυγίσουν και της είναι πια δυσβάσταχτο να αισθάνεται και την μικρή να σκαρφαλώνει πάνω της για να παίξουν.

Πλέον δεν ξεχωρίζει το πρωί από το βράδυ, το διάστημα αυτό μοιάζει με μία συνεχόμενη ατελείωτη μέρα που όλες οι κινήσεις και οι σκέψεις και οι προτάσεις επαναλαμβάνονται χωρίς σταματημό. “Μαμά, έλα να παίξουμε!” – “Πρέπει να πληρώσω τη ΔΕΗ”, “Μαμά, πεινάω!” – “Θα με απολύσουν από τη δουλειά”, “Μαμά, πού είναι ο αρκούδος μου;” – “Αν συνεχίσουμε έτσι, δε θα φτάσουν τα λεφτά”.

Και ξαφνικά μια εντελώς καινούργια σκέψη έρχεται. “Καλύτερα να μ’ έβρισκε μόνη μου η επιδημία, να μην είχα και τη μικρή”. Δεν προλαβαίνει να τη σταματήσει, πετάγεται στο μυαλό της από το πουθενά. Δαγκώνει τα χείλη της, αρπάζει την μικρή στην αγκαλιά της και κλαίει. Και από το μυαλό της τώρα περνούν ο λογαριασμός στην τράπεζα που δε θα φτάσει, η εξόφληση της ΔΕΗ, ο φόβος ότι σύντομα θα είναι άνεργη, η βεβαιότητα της ότι είναι κακή μάνα.

 

 

 

 

* Η Χρυσάνθη Ιακώβου έχει σπουδάσει Ελληνική Φιλολογία και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές (“Αχ-έρων”, Εκδόσεις Βακχικόν, 2013, και “Τεθλασμένοι χρόνοι”, Εκδόσεις Βακχικόν, 2017) και έχει συμμετάσχει με διηγήματα και ποιήματα σε συλλογικές εκδόσεις. Συνεργάζεται με διάφορες ιστοσελίδες, όπου δημοσιεύει απόψεις και κείμενα για τη λογοτεχνία και τον κινηματογράφο. Διατηρεί σταθερή συνεργασία με λογοτεχνικά περιοδικά στα οποία δημοσιεύει κριτικές λογοτεχνίας και συνεντεύξεις με συγγραφείς. Διατηρεί την προσωπική ιστοσελίδα www.chrisanthiiakovou.gr.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top