Fractal

Διήγημα: “To μάρμάρινο τραπέζι”

Γράφει ο Μηνάς Παπαδάκης // *

 

 

 

Συνήθως, όταν αναπολούμε τα περασμένα, όταν γυρνάμε στης νιότης μας τα χρόνια τα παλιά, ψάχνουμε να βρούμε μια εποχή, μια σκηνή, μια μορφή, μια ανάμνηση, που γίνεται η απαρχή για να ξεδιπλώσουμε στο μυαλό την πορεία της ζωής, από τότε που δεν ξέραμε ακόμη πόσα μονοπάτια, πόσες ανηφοριές θα έχουμε να διαβούμε. Αφού, λοιπόν, πρώτα ταξιδέψουμε με συναίσθημα και ψυχή, κάποια στιγμή η λογική μάς κάνει να υπολογίσουμε και ν’ αναρωτηθούμε για το αν τραβήξαμε τον σωστό δρόμο πιάνοντας τις ευκαιρίες, καθώς και για το, αν είχαμε ακολουθήσει μια άλλη πορεία, πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα. Πλέον γνωρίζουμε καλά, με όλη τη σοφία της μεγάλης ηλικίας, ότι κάθε πράξη για ν’ αλλάξουμε, να διορθώσουμε κάτι, στο παρελθόν, ακυρώνεται την ίδια στιγμή από τον αδυσώπητο χρόνο που τραβά μόνο μπροστά, και που πίσω δεν ξαναγυρίζει ούτε για μια στιγμή. Θλιβόμαστε κάθε φορά που συνειδητοποιούμε, με τον πιο οδυνηρό τρόπο, ότι δεν πρόκειται να ξαναδούμε πρόσωπα προσφιλή, πως δε θα ξανακούσουμε φωνές λατρεμένες, ότι δε θα ξαναγγίξουμε τίποτε απ’ όσα είχαμε, δε θα ξαναμυρίσουμε μυρωδιές αγαπημένες, δε θα ξαναπαίξουμε με εκείνα τα φιλικά πρόσωπα που μας συντρόφευαν σε ό,τι κι αν κάναμε. Δε θα είμαστε ποτέ πλέον αθώοι και ανέμελοι. Αυτό ίσως σημαίνει να μεγαλώνει κάποιος. Να φεύγει από το δικό του «τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας» που το ακολουθεί ο «χειμώνας της αληθινής ζωής».

Μεταφερόμαστε λοιπόν, νοερά, σε κάποιο προάστειο της Αθήνας στη μακρινή, πια, δεκαετία του ’60. Χωματόδρομοι πέρα από την κεντρική λεωφόρο, μονοκατοικίες με αυλές και κήπους, αγροί και χωράφια, ακόμη και ράγες του παλιού προπολεμικού τραμ να ξεπροβάλλουν από το χώμα. Ησυχία, σιγαλιά και ηρεμία, υποδέχονταν τους επισκέπτες από την πόλη, συνηθισμένους σε άλλους ρυθμούς ζωής και παραστάσεις διαφορετικές. Ανυπόφορο σίγουρα, έτσι; Σε ένα τέτοιο σπίτι κατοικούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, συγγενών της οικογένειας. Υπήρξε παλαιός και αυστηρός δικαστικός ο άνδρας, «Έλλην εξ Αιγύπτου», και πρώην υπηρέτριά του η κυρία, που τώρα έπαιζε τον ρόλο συντρόφου και αδελφής. Οι επισκέψεις γίνονταν, συνήθως, κάποιες Κυριακές και στις γιορτές -Καθαρά Δευτέρα, Πρωτομαγιά. Ευγενείς άνθρωποι, και η επίσκεψη της αγαπημένης τους οικογένειας με δύο μικρά παιδιά έδινε ζωή και σε αυτούς τους ίδιους και στο έρημο, κατά τα άλλα, μεγάλο σπίτι. Μύριζε γηρατειά στη μύτη των μικρών, αλλά συμπαθητικά. Στη μπροστινή μεριά που έβλεπε στην αυλή, ήταν μια μεγάλη τζαμαρία, που τις κρύες μέρες άφηνε τον ήλιο να ζεστάνει τον χώρο, όπου καθόμαστε να μιλήσουμε και να πιούν καφέ οι μεγάλοι. Στο πίσω μέρος ήταν η βεράντα που έβλεπε στον κήπο με τα οπωροφόρα.. Σε μια μεριά βρισκόταν ένα τραπέζι μεγάλο. Ένα μαρμάρινο τραπέζι. Τα παιδιά, όταν βαριούνταν τις συζητήσεις των μεγάλων ή μέχρι να γίνει το φαγητό, έκαναν βόλτες στον κήπο και, κάποτε, κάθονταν γύρω από το τραπέζι.

Ήταν λίγο μονότονα και βαρετά. Αλλά τώρα που το σκέφτομαι με νοσταλγία, αυτό το μαρμάρινο τραπέζι ρούφαγε και έκρυβε όλα τα λόγια αυτών των παιδιών, τα πειράγματα, τα γέλια, τους τσακωμούς. Περίμεναν να περάσει η μέρα και το βράδυ φορτωμένα με δώρα θα γύριζαν στο σπίτι στην Αθήνα για να αντιμετωπίσουν άλλη μια βδομάδα στο σχολείο. Έως την επόμενη φορά. Αυτό το τραπέζι, αν μπορούσε να μιλήσει, θα έλεγε πολλά για το πώς έβλεπε τα ίδια παιδιά να έρχονται κάθε φορά και πιο μεγάλα. Ο οικοδεσπότης ήταν καλλιεργημένος και μορφωμένος. Είχε καλούς τρόπους αλλά ήταν και τρομερά ισχυρογνώμων. Του άρεσε η καλή ζωή, είχε τις συνήθειες τις παλαιές και αρχοντικές. Τα προβλήματα ακοής και όρασης δεν τον εμπόδιζαν να κάνει γυμναστική κάθε πρωί, καθώς και περιπάτους στα πέριξ ή και πιο μακριά. Γνώριζε ασφαλώς την γαλλική των σαλονιών. Διάβαζε ξενόγλωσσα ενημερωτικά έντυπα, ενώ, διατηρώντας τα εθιμοτυπικά, αναδεικνυόταν σε σωστό αμφιτρύωνα. Έβρισκε διάθεση να μαθαίνει τάβλι στα παιδιά και να συζητά μαζί τους για διάφορα, όχι όμως «δασκαλίστικα». Άκληρος, αποζητούσε να εκφραστεί σαν γονιός σε μας τους μικρότερους. Ανεχόταν τα παιδικά καμώματα, ενώ συγχρόνως του άρεσε να συζητά με τους μεγαλύτερους για την πολιτική με σοβαρό και αυστηρό τρόπο, σχεδόν απόλυτο. Και σκεφτείτε τι καιροί ήταν. Η σύντροφός του φαινόταν ότι στα νιάτα της ήταν «προοδευτική». Πολύ περισσότερο σε αυτήν την ηλικία και σε τέτοιες αυστηρές εποχές. Αυτό που μας έκανε εντύπωση και μας σκανδάλιζε ήταν το γεγονός ότι κάπνιζε, όπως και ο συγκάτοικός της ασφαλώς. Αγαπούσαν πολύ τους γονείς, και μαζί κι εμάς, τα παιδιά τους, και τους ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους συγγενείς. Ο κύριος του σπιτιού πληρωνόταν τη σύνταξή του τον καιρό εκείνο σε λίρες. Τα χρήματα, ωστόσο, γι’ αυτόν ήταν για να ξοδεύονται. Πρόσφερε απλόχερα αντικείμενα αξίας προερχόμενα από το σπίτι στην Αίγυπτο. Βέβαια, όταν πέρασαν τα χρόνια και έφυγαν υποχρεωτικά από το σπίτι, ακολούθησε επέλαση των συγγενών για να πάρουν ό, τι προλάβουν, και αυτοί οι ίδιοι οι συγγενείς, οι τόσο πολύ ευνοημένοι, δεν καταδέχτηκαν να μοιραστούν τα έξοδα του γηροκομείου ή να κάνουν κάποιες επισκέψεις. Αυτό ποτέ δεν το έμαθαν τα δυο γερόντια. Δεν έμαθαν ποτέ ότι όλα τα έξοδα τα πληρώναμε εμείς, και ας μην αναφερθούν οι συχνές επισκέψεις της μητέρας στο γηροκομείο για να τους πάει διάφορα εφόδια και να πάρει τα ρούχα τους για να τα πλύνει.

Γύρω από το θαυμάσιο μαρμάρινο τραπέζι συγκεντρωνόμασταν τον καλό καιρό για να φάμε. Η ιεροτελεστία πάντοτε η ίδια. Προσευχή, πρώτα τα τυριά, ακολουθούσαν οι σαλάτες, το φαγητό, στο τέλος τα φρούτα, ο καφές. Έπειτα αποσυρόμαστε όλοι για ανάπαυση. Το απόγευμα, πλέον, μαζευόμαστε στο καθιστικό για καφέ και συζήτηση, εκείνος αγέρωχος, ντυμένος με την επίσημη ρόμπα και τις παντόφλες, να δίνει το σύνθημα κάθε φορά και τον τόνο. Ακόμη και έπειτα από χρόνια, κι αφού η ακοή δε βοηθούσε σε κάτι τέτοιο, έβρισκε τον τρόπο να δείχνει ότι συμμετέχει στη συζήτηση. Του άρεσε να πηγαίνει στα βιβλιοπωλεία του κέντρου για να αγοράζει βιβλία ψυχαγωγικά και εκπαιδευτικά για μάς. Κοιτάζοντας πολύ αργότερα την βιβλιοθήκη στο σπίτι μας διαπίστωνα το μοναδικό του κριτήριο και την ικανότητά του να επιλέγει καλά βιβλία για την ηλικία μας. Και πάντοτε με αφιερώσεις. Βιβλία και παιχνίδια, όλα πρωτότυπα για την εποχή. Περνώντας τα χρόνια είχε κάποια ατυχήματα στους δρόμους αλλά επέμενε να αρπάζεται από την προηγούμενη ζωή του, όταν ήταν πιο δυνατός, και να μην εγκαταλείπει. Αυτό το έκανε πολύ αργότερα, και αφού πρώτα είχε φύγει η σύντροφός του. Σε μεγάλη ηλικία πια κατάλαβε ότι αφού δεν έβλεπε, δεν άκουγε ούτε είχε τη δυνατότητα να βαδίζει, δεν περίμενε τίποτε άλλο από μια πράγματι καλή και άνετη ζωή, Έτσι, πήρε την απόφαση να σταματήσει να τρώει, κι έμεινε ως το «τέλος» του στο κρεβάτι. Τουλάχιστον έτσι έμαθα εγώ, που τότε ήμουν στη ξενιτειά. Νέος, άφοβος, σκληρός, αδιάφορος για τους άλλους, σίγουρος για τον εαυτό μου και με έπαρση. Πώς άλλαξαν όλα αυτά με τα χρόνια.

Το μαρμάρινο τραπέζι, φαντάζομαι, ακολούθησε τις εποχές και τα χρόνια. Δεν το ξαναείδα αφότου σταματήσαμε να πηγαίνουμε, και αυτοί έφυγαν για να ζήσουν στο γηροκομείο. Χάθηκα κι εγώ στη βοή της ζωής, μέσα στη θύελλα, πνιγμένος στην αντάρα. Μεγάλωνα. Συγκρατώ πάντοτε ως δυνατή ανάμνηση τα βραδινά φώτα στις βιτρίνες των καταστημάτων, καμιά σχέση με σήμερα, που έβλεπα από το λεωφορείο όταν επιστρέφαμε, μια άλλη Αθήνα βλέπετε τότε, καθώς και το ότι σε μια συζήτηση εκεί γύρω από το τραπέζι είχα ακούσει για πρώτη φορά κάτι σχετικά με θάνατο. Θυμάμαι πως είχαμε γυρίσει στο σπίτι, και μόνο του, ξαφνικά, το μυαλό πήγε και οδηγήθηκε στη σύνδεση θανάτου και αιωνιότητας, του απόλυτου τίποτε, του αιώνιου ύπνου. Με έπιασαν τα κλάματα και, ακόμη και σήμερα δεν έχουν μάθει γιατί έκλαιγα τότε. Και μη νομίζετε, έκλαιγα για τους άλλους, τη δική τους αιωνιότητα, λες κι εγώ θα ήμουν ένας παρατηρητής κάπου από μακριά.

Ο νοσταλγός είναι μόνος. Για να γυρίζει πίσω σημαίνει ότι δεν έχει τίποτε και κανέναν στο τώρα, δεν βρίσκει λύσεις, γιατρειά, παρηγοριά. Αυτά αναζητεί στα περασμένα, χωρίς να τα βρίσκει βέβαια πάντοτε. Θα κατηγορηθούμε, λοιπόν ως νοσταλγοί; Μπορεί. Η λέξη εμπεριέχει και το άλγος. Η νοσταλγία κρύβει και πόνο. Πόνο, όταν θυμόμαστε πράξεις και συμπεριφορές για τις οποίες τώρα, αργά πια, καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν οι πρέπουσες. Θυμόμαστε κάτι που έπρεπε να το είχαμε αντιμετωπίσει και διαχειριστεί αλλιώς. Στο νου έρχονται παραλείψεις. Κάτι που κάναμε και πλήγωσε κάποιους, που πρόδωσε την εμπιστοσύνη τους, που πέταξε στα σκουπίδια τα όνειρά τους, εκείνα που με προσπάθειες προσπαθούσαν να κάνουν πραγματικότητα. Όχι γι’ αυτούς, αλλά για μας. Ναι, πονάμε όταν γινόμαστε νοσταλγοί. Όμως ο νόστος δίνει και πολλά ερεθίσματα. Ξυπνά την χαμένη μας ανθρωπιά, θυμίζει την ανθρώπινη αδυναμία. Προσφέρει, επίσης, ικανοποίηση γιατί απλώς και μόνο ζήσαμε εκείνες τις στιγμές, γνωρίσαμε εκείνους τους ανθρώπους, είμαστε κομμάτι κι εμείς εκείνης της εποχής. Δίνει και μια θλίψη, ασφαλώς, όταν ξέρουμε ότι αυτά δε θα τα έχουμε, πια. Πέρασαν σαν αγέρας και έγιναν όνειρο. Δεν μπορούμε να τα πιάσουμε, να τα δούμε. Ασυναίσθητα, σκεφτόμαστε ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε πάλι στο παρελθόν, αλλά όχι σαν παρατηρητές. Θα θέλαμε να είχαμε τη δυνατότητα να πράξουμε με άλλο τρόπο, και να αλλάξουμε κάτι, αλλά όταν η πραγματικότητα τα επικαλύπτει όλα, συνειδητοποιούμε ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό.

Τη ζωή δεν την πιάνεις. Τον αγέρα τον νοιώθεις. Το όνειρο το ζεις με τις αισθήσεις. Όλα είναι χρόνος. Συνοδοιπόρος αλλά και αμείλικτος, αδυσώπητος αφέντης της ύπαρξής μας. Αν αφεθούμε στη νοσταλγία ο χρόνος γίνεται φίλος και μας βοηθά να δούμε διαφορετικά τα παλιά. Στο τώρα, ο χρόνος γίνεται κυνηγός. Μας κάνει να βιαζόμαστε να προλάβουμε πριν έλθει το αύριο. Όμως, παρόλες τις επιθυμίες μας, αυτό έρχεται. Κάθε φορά, που ανοίγουμε τα μάτια ξεκινώντας μια μέρα ξέρουμε ότι έχουμε αφήσει παντοτινά πίσω το χθες. Παλεύουμε κάθε μέρα να τα κάνουμε όλα, και γρήγορα. Πράγματα, πολλές φορές, μάταια και ανούσια. Πράγματα που μας κλέβουν τον χρόνο. Αν είμαστε τυχεροί θα βρούμε την ευκαιρία να κοιτάξουμε πάλι πίσω. Να πιαστούμε από κάπου και να γαληνέψουμε τη ψυχή. Έστω για λίγο. Έπειτα, πάλι ο χρόνος μάς τραβά στο σήμερα, και μετά από λίγο βρισκόμαστε στο αύριο. Όμως το παρελθόν είναι πάντοτε εκεί, κάπου εκεί πίσω, και περιμένει την επίσκεψή μας.

Τώρα πια που βρίσκομαι κι εγώ στην κατηφόρα της ζωής, αποζητώ κάθε φορά την ευκαιρία να γυρνώ με το νου, όταν νοιώθω νοσταλγία, στο μαρμάρινο τραπέζι. Οι στιγμές γύρω από αυτό γράφτηκαν σε μια ιδιαίτερη εποχή ευτυχίας. Ίσως και άγνοιας. Κάποτε κι αυτή είναι σημάδι χαράς. Κανείς δεν μας προετοίμασε για την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας. Ζούσαμε για το τώρα, το σήμερα, θεωρώντας ότι έτσι θα πορευτούμε στην αιωνιότητα, ακόμη και εάν αγνοούσαμε το νόημά της. Κάναμε μικρά και σταθερά βήματα. Τα ριψοκίνδυνα άλματα θα έρχονταν αργότερα, μαζί με τα όποια αναπόφευκτα σφάλματά μας. Δεν μπορούμε να ζητάμε συγγνώμη για τα λάθη μας παρά μόνο να λυπόμαστε γι’ αυτά. Δεν είναι βέβαιο καν το εάν μαθαίνουμε από αυτά, κάθε φορά. Αρκούμαστε να γυρνάμε κάποτε στα παλιά και να αγγίζουμε τα σημάδια που μας άφησαν, έτσι όπως τα ακροδάχτυλά μας αγγίζουν ένα παλιό έπιπλο, ένα αγαπημένο βιβλίο, όπως χαϊδεύουν τρυφερά μια παλιά φωτογραφία όπου φαίνεται το πρόσωπο ενός λατρεμένου προσώπου που δεν είναι πια μαζί μας. Αυτά όλα, τελικά, που χαράχτηκαν στη μνήμη και τη ψυχή. Τότε που τίποτε δεν μας τρόμαζε και νομίζαμε ότι όλα θα τα τολμούσαμε.

Λένε πως η ζωή, όπως κι αν ορίζεται, συνήθως οδηγεί τα βήματά μας. Πολλές φορές το κάνει χωρίς να υπολογίζει τα όποια σχέδιά μας -μεγαλεπήβολα, τις περισσότερες φορές. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι περισσότεροι δεν έχουμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο παρά να ακολουθούμε τις προσταγές της ή, εάν είμαστε τελείως αδύναμοι, στεκόμαστε απλοί θεατές της πορείας που χάραξε για λογαριασμό μας. Κι όπου μας βγάλει.

Το μαρμάρινο τραπέζι μάς έγνεφε και μάς καλούσε να καθίσουμε γύρω του. Όμως κάποια στιγμή θα έπρεπε να το αφήσουμε, να βγούμε από εκείνη την περιχαρακωμένη ζωή, αφού η πραγματική μάς περίμενε. Δεν μπορούμε να ζούμε συνέχεια στο λίκνο. Πρέπει να αποτολμούμε να φύγουμε μακριά. Όμως πάντοτε, και ειδικά στις δύσκολες ώρες της απόγνωσης και του πόνου και της απώλειας, θα γυρνάμε σ’ εκείνες τις εποχές. Εκείνες που με τον δικό τους απροσδιόριστο και ανεξήγητο τρόπο, μας όρισαν να γίνουμε αυτό που είμαστε.

Όλοι, ίσως, έχουμε κάποιο «μαρμάρινο τραπέζι» να μας θυμίζει τα παιδικά και ανέμελα χρόνια, που θα πρέπει να το αναζητούμε πιο συχνά. Με το νου, την καρδιά, την ψυχή.

 

 

 

* Ο Μηνάς Παπαδάκης εργάζεται σε δημόσια υπηρεσία. Ενημερώνεται σχετικά με το βιβλίο, ασχολείται με την ανάγνωση, ενδιαφέρεται για την συγγραφή. Παρακολούθησε σεμινάρια διόρθωσης, επιμέλειας κειμένων, και κριτικής. Το Μαρμάρινο τραπέζι αποτελεί κειμήλιο του παρελθόντος, στο οποίο διαρκώς επιστρέφει.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top