Fractal

Η Αναγέννηση του Χάρλεμ (1917-1935) και οι κυριότεροι εκπρόσωποί της (ΣΤ’ μέρος)

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Διαβάστε το Α’ μέρος >>

Διαβάστε το B’ μέρος >>

Διαβάστε το Γ’ μέρος >>

Διαβάστε το Δ’ μέρος >>

Διαβάστε το Ε’ μέρος >>

 

 

 

Ο Ντιουκ Έλινγκτον (Duke Ellington,1899-1974) υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες, ενορχηστρωτές και πιανίστες  της Αμερικής, με μεγάλη και διαχρονική προσφορά ειδικά στη μουσική τζαζ στον εικοστό αιώνα. Γεννήθηκε στην Ουάσιγκτον, τον Απρίλιο του 1899,  και μεγάλωσε σε μια στοργική οικογένεια. Ο πατέρας του, ένας μπάτλερ, παρείχε μια άνετη ζωή στο σπίτι και συνετέλεσε τα μέγιστα ώστε να ακολουθήσει ο γιός του την καριέρα του καλλιτέχνη. Στα  επτά του χρόνια, ο Ντιουκ Έλινγκτον, άρχισε να μελετά πιάνο και συνέχισε τις μουσικές του σπουδές σε σχολείο και μ’ ένα ιδιωτικό δάσκαλο, τον Χένρυ Γκραντ. Στο Γυμνάσιο Άρμστρονγκ για αφροαμερικανούς στην Ουάσιγκτον,  κέρδισε σε διαγωνισμό αφίσας της  Εθνικής Ένωσης για την Πρόοδο των Εγχρώμων Ατόμων (National Association for the Advancement of Colored People). Αρχικά πήγε στη Νέα Υόρκη για να ανοίξει τα  μουσικά του φτερά, αλλά αρχικά απέτυχε παταγωδώς. Η συνέχεια βέβαια, όπως την ξέρουμε, ήταν τελείως διαφορετική.

Στα τέλη του 1917, δημιούργησε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα (The Duke’s Serenaders), με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα, μέχρι το 1923, έτος κατά το οποίο  εγκαταστάθηκε μόνιμα πια στη Νέα Υόρκη μαζί με το πενταμελές συγκρότημα ‘The Washingtonians’ που είχε νωρίτερα σχηματίσει. Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού και εμβληματικού νυχτερινού κέντρου Κότον Κλαμπ,  γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Ντιουκ Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η ορχήστρα του  εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών προσωπικοτήτων, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη μουσική σύνθεση. Η ορχήστρα επεκτάθηκε πάλι, αφού σε αυτή προστέθηκαν ο κλαρινετίστας Barney Bigard,  ο σαξοφωνίστας Johnny Hodges και οι τρομπετίστες Freddie Jenkins και  Cootie Williams. Συνεχίζοντας στο κλαμπ εκείνο μέχρι το 1932, η μπάντα παρουσιάστηκε συχνά σε ραδιοφωνικές μεταδόσεις, εμφανίστηκε στο φιλμ ‘Check and Double Check’ (1390) και πραγματοποίησε εμφανίσεις σχεδόν σε όλη την αχανή ετούτη χώρα. Αυτά τα χρόνια δρομολόγησαν και χάραξαν το προβάδισμα του Ντιουκ Έλινγκτον στον ευρύτερο κόσμο της τζαζ και εξάπλωσαν  τη φήμη του για τα υψηλά πρότυπα που είχε στον αυτοσχεδιασμό και την ορχηστρική τζαζ. Οι ηχογραφήσεις αυτής της περιόδου, περιλαμβάνουν μεγάλο αριθμό κομματιών σε ‘στυλ ζούγκλας’, με τον τελικό ήχο να εξαρτάται από ειδικά εφέ και ασυνήθιστους συνδυασμούς οργάνων. Το ‘Mood Indigo’, μια επιτυχία  στην αγορά, έκανε τον Έλινγκτον  διάσημο σε όλο τον κόσμο. Η αυξανόμενη επιτυχία του εξαρτιόταν εν μέρει στην ατομική απόδοση του καθενός μέλους της ορχήστρας, με το μοναδικό χρώμα, ύφος και χροιά, αναμεμιγμένα όλα μέσα σε ένα  επιτυχημένο τελικά σύνολο. Οι επιτυχίες του Ντιουκ Έλινγκτον  συνοδεύτηκαν από αυξημένη δημιουργικότητα. Στα 1931, πειραματίστηκε με μεγαλύτερες συνθέσεις. Την ‘Creole Rhapsody’, ακολούθησαν οι ‘Reminiscin’ in Tempo’ και ‘Diminuendo and Crescendo in Blue’. Στις δημοφιλείς επιτυχίες της περιόδου συμπεριλαμβάνονται οι ‘Sophisticated Lady’ (1933), ‘Solitude’ (1934) και  ‘In a Sentimental Mood’ (1935). Σε άλλα έργα, οι ενορχηστρώσεις του ενώθηκαν με τη μελωδία, όπως στο ‘Day- break Express’ και το ‘Blue Harlem’.

Η περίοδος μεταξύ των ετών 1932 και 1942, υπήρξε η πιο παραγωγική δεκαετία του Ντιουκ Έλινγκτον, με το συγκρότημα να περιοδεύει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και ακόμα στην Ευρώπη. Στα 1939, έγιναν τρεις μεγάλες προσθήκες στο σχήμα. Ο Billy Strayhorn, ενορχηστρωτής, συνθέτης και δεύτερος πιανίστας, ο  Jimmy Blanton στο μπάσο και ο Ben Webster στο τενόρο σαξόφωνο. Γνωστό από αυτή την περίοδο, είναι το ‘Take the A Train’, κι ακόμα, τα ‘Concerto for Cootie’, ‘Ko-Ko’, και το ‘Cotton Tail’. Νέοι οργανοπαίκτες ήρθαν στο προσκήνιο και στη μπάντα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940, όπως ο  Ray Nance, ο οποίος έπαιζε τρομπέτα και βιολί, αλλά δυστυχώς, αυτό το πήγαινε-έλα των μουσικών εξασθένισε τη μουσική σταθερότητα των προηγούμενων ετών, με αποτέλεσμα οι καινούργιες συνθέσεις του να αντικατοπτρίζουν την περιρρέουσα γενικότερη αβεβαιότητα. Μια σειρά από φιλόδοξες ετήσιες συναυλίες στο Carnegie Hall άρχισαν τον Ιανουάριο του 1943, όπου παρουσιάστηκαν κάποια έργα του, μεταξύ των οποίων και το  ‘Black, Brown and Beige’ η πρώτη μεγάλη σύνθεσή του. Κατά τα επόμενα χρόνια, παρουσιάστηκαν κι άλλες συνθέσεις του, μεταξύ των οποίων η ‘Liberian Suite’ και η ‘Night Creature’. Παρά την αλλαγή στο ρόστερ των  μουσικών, στη δεκαετία του 1950, ο Ντιουκ Έλινγκτον συνέχισε να συνθέτει και να περιοδεύει, ηχογραφώντας παράλληλα με τους John Coltrane, Charles Mingus και κάποιους άλλους μουσικούς. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, στράφηκε στη σύνθεση πιο ιερής μουσικής. Τιμήθηκε με πτυχία από το Πανεπιστήμιο Χάουαρντ(1963), και το Πανεπιστήμιο του Γέιλ (1967), και με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας στα 1969. Συνέχισε να κατευθύνει τη μπάντα του μέχρι το θάνατό του στη Νέα Υόρκη, τον Μάιο του 1974. Τη μπάντα ανέλαβε από εκεί και ύστερα, ο γιος του, Mercer.

Ήταν αναμφίβολα, καινοτόμος σε συνεχή βάση μουσικός. Σήμερα, πολλές από τις ιδέες του θεωρούνται δεδομένες. Τοποθέτησε τη φωνή  ως όργανο της τζαζ και επέκτεινε το χρόνο ηχογράφησης από τα τρία λεπτά, χρησιμοποιώντας τη μορφή του κονσέρτου και περισσότερο τους σολίστες της τζαζ. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν μέσα από τα τραγούδια του, αλλά οι επικριτές και οι μουσικοί θαυμάζουν τον τρόπο που έγραφε και καθοδηγούσε  την ορχήστρα του.

Εξέχουσα προσωπικότητα της Αναγέννησης του Χάρλεμ, μεταξύ πολλών άλλων φυσικά, υπήρξε αναμφισβήτητα και η Ζόρα Νεάλε Χέρστον. Η Ζόρα  Νεάλε Χέρστον (Zora Neale Hurston, 1891-1960), ήταν σπουδαία συγγραφέας, λαογράφος, ανθρωπολόγος και εξέχον μέλος του κύκλου των συγγραφέων που σχετίζονταν με την πρωτοποριακή αυτή κίνηση, την Αναγέννηση του Χάρλεμ. Μεγάλωσε φτωχή στη Φλόριντα, αλλά  τελικά σπούδασε στα Πανεπιστήμια Howard, Barnard  και Columbia και εξελίχτηκε σε εμβληματική και ζωντανή συγγραφέα. Το έργο της είναι διαποτισμένο με τα θέματα της φυλετικής και  πολιτιστικής έκφρασης, αλλά σήμερα είναι περισσότερο γνωστή για το μυθιστόρημα ‘Their Eyes Were Watching God’, το οποίο βασίστηκε στην  ανατροφή της, στη  Φλόριντα. Γεννήθηκε στην αφροαμερικανική πόλη της Eatonville, στη Φλόριντα, κατά πάσα πιθανότητα τον Ιανουάριο του 1903, αν και άλλες πηγές ισχυρίζονται ότι θα μπορούσε να έχει γεννηθεί και στα 1901.

 

 

Ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειάς της, και αργότερα, στα 1942,  έγραψε για την πλούσια παιδική της  εμπειρία, στο αυτοβιογραφικό ‘Dust Tracks on a Road’. Μικρή στην πόλη της,  άκουγε συχνά τις λαϊκές ιστορίες μιας πλούσιας προφορικής κουλτούρας που θα γινόταν ένα από τα μόνιμα ενδιαφέροντά  της. Παράλληλα όμως, διάβαζε πολυποίκιλα κείμενα λογοτεχνίας που κυμαίνονταν από την ελληνική ως τη Νορβηγική μυθολογία. Όταν ήταν δεκατριών ετών,  η μητέρα της πέθανε, και έτσι αναγκάστηκε να ζήσει με διαφορετικούς συγγενείς και εργαζόμενη σε ταπεινωτικές δουλειές οι οποίες προορίζονταν συνήθως για φτωχές αφροαμερικανές γυναίκες, δηλαδή ως υπηρέτρια και νταντά μικρών λευκών παιδιών. Θέλοντας να ξεφύγει από  τη ζωή της υπηρέτριας, προσελήφθη ως υπεύθυνη για την οργάνωση των κοστουμιών σ’ ένα θεατρικό θίασο. Τα επόμενα ταξίδια της Ζόρα Νεάλε Χέρστον, την έφεραν  στη Βαλτιμόρη, όπου σπούδασε στην Ακαδημία Μόργκαν από το 1917 ως το 1918,  και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ στην Ουάσινγκτον, όπου και άρχισε να γράφει ιστορίες. Λίγο αργότερα, την έκανε γνωστή στους λογοτεχνικούς κύκλους ο εκδότης Charles Johnson, δημοσιεύοντας δύο ιστορίες της, τις ‘Drenched in Light’ (1924) και ‘Spunk’ (1925) στο περιοδικό ‘Opportunity’. Έτσι άρχισε να συνδέεται με τους συγγραφείς και καλλιτέχνες στο Χάρλεμ, τη γειτονιά πάνω από το Σέντραλ Παρκ τη Νέας Υόρκης, και με τη σειρά της πρόσφερε στο δημιουργικό εκείνο ξέσπασμα, που ονομάστηκε ‘Αναγέννηση του Χάρλεμ’. Στην πόλη της Νέας Υόρκης, η Χέρστον κέρδισε μια υποτροφία για σπουδές στο κολέγιο Μπάρναρντ, το αδελφό σχολείο του Πανεπιστημίου  Κολούμπια, και συνέχισε να γράφει, δημοσιεύοντας ένα θεατρικό έργο με τίτλο ‘Color Stuck’, στα  1926. Στο Μπάρναρντ, την εντόπισε λόγω του  ακαδημαϊκού της έργου ο μεγάλος  ανθρωπολόγος Franz Boas, από το Κολούμπια,  ο οποίος την κάλεσε να εργαστεί μαζί του. Κάποια στιγμή εκείνος την ενθάρρυνε να  επιστρέψει στην γενέτειρά της, Eatonville, για να μελετήσει την αφροαμερικανική λαογραφία ως ανθρωπολόγος πλέον. Βρήκε τελικά τα απαραίτητα μέσα για να ταξιδέψει  νότια και να προχωρήσει στη συλλογή του πολύτιμου, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, λαογραφικού υλικού. Οι προσπάθειές της αργότερα οδήγησαν σε δύο συλλογές λαϊκών παραμυθιών με τίτλο ‘Mules and Men’ (1935) και ‘Tell My Horse’  (1938).

Στη δεκαετία του 1930, η Ζόρα Νεάλε Χέρστον ξεκίνησε την πιο πλούσια καλλιτεχνική περίοδο της καριέρας της, όταν άρχισε πια να γράφει μυθιστορήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα ‘Jonah’s Gourd Vine’  κυκλοφόρησε στα 1934,  και επικεντρώνεται στην ζωή ενός Βαπτιστή ιεροκήρυκα που παλεύει με αντιφατικές παρορμήσεις, αφενός ως θρησκευτικός ηγέτης και αφετέρου ως ελεύθερο πνεύμα που έχει όμως εμπλακεί σε παράνομες υποθέσεις. Το δεύτερο μυθιστόρημά της ‘Their Eyes Were Watching God’ (1937),  βασίστηκε στις δικές της εμπειρίες στο Eatonville, όπου μεγάλωσε, και θεωρείται γενικώς ως το αριστούργημα της. Ακολούθησαν τα έργα ‘Moses, Man of the Mountain’ (1939) για έναν σκλάβο ηγέτη, και το ‘Suwanee’ (1948) το οποίο εστιαζόταν στους  φτωχούς λευκούς του αμερικάνικου Νότου.

Επικρίθηκε βεβαίως από άλλους διακεκριμένους αφροαμερικανούς συγγραφείς, όπως οι W. E. B. DuBois, Richard Wright και Alain Locke, με τον τελευταίο να είναι μεταξύ των δασκάλων της στο Πανεπιστήμιο Χάουαρντ, επειδή δεν επέκρινε ανοιχτά και κατηγορηματικά τη φυλετική καταπίεση στο έργο της, αλλά η Ζόρα Νεάλε Χέρστον υποστήριξε ότι η αφροαμερικανική τέχνη θα εξυπηρετούταν καλύτερα χωρίς να χρειαστεί να φτάσει στα όρια της πολιτικής ή όποιας άλλης αντιπαράθεσης. Από την άλλη πλευρά, η Ζόρα Χέρστον ήταν απροκάλυπτα αφοσιωμένη στην παρουσίαση και εξερεύνηση του ποικίλου πλούτου της αφροαμερικανικής λαϊκής ζωής, και τα φυλετικά θέματα ήταν το εστιακό σημείο των γραπτών κειμένων της. Δεν δημοσίευσε άλλα μυθιστορήματα μετά το 1948, όταν κατηγορήθηκε για την κακοποίηση του γιου μιας σπιτονοικοκυράς. Αν και η κατηγορία αποδείχτηκε ψευδής, το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη της και ένιωσε διωγμένη και ταπεινωμένη από τον αφροαμερικανικό Τύπο. Μια τέτοια βλάβη της προσωπικότητάς της, σε συνδυασμό με την ανεξαρτησία του χαρακτήρα της, την οδήγησε να υιοθετήσει συντηρητικότερη πολιτική τη δεκαετία του 1950. Αντιτάχθηκε μάλιστα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, όταν έδωσε εντολή για την άρση των διακρίσεων λευκών και μαύρων   στα δημόσια σχολεία. Σε αυτή την τελευταία περίοδο της ζωής της, η  Ζόρα Χέρστον ασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις εργασίας ως ρεπόρτερ, δάσκαλος, βιβλιοθηκάριος και ακόμη και ως καμαριέρα όταν βρέθηκε σε δεινή οικονομική κατάσταση. Στα 1959, υπέστη ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και τελικά πέθανε στις 28 Ιανουαρίου του 1960. Ο τάφος της παρέμεινε χωρίς διακριτικά μέχρις ότου ανακαλύφθηκε από τη  συγγραφέα Άλις Γουώκερ (1944- ) στη δεκαετία του 1970, και επισημάνθηκε με το   χαρακτικό που ονόμαζε την Ζόρα Χέρστον, ‘μια ιδιοφυΐα του Νότου’. Η σήμανση του τάφου της, συμβόλιζε την αναβίωση του ενδιαφέροντος για το έργο της, δεδομένου ότι σήμερα διαβάζεται συστηματικά στα κολλέγια σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top