Fractal

«Θα ξέρατε πως η ποίηση εξασφαλίζει μια δεύτερη, παιδική ηλικία, κύριε»

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

[Το ανείπωτο, 51 Εικόνες Νοσηλείας], Marie Pascal  Opplinger, (L’  Indicible -51 Images Nosocomiales), Εκδόσεις Βακχικόν

 

Υπάρχει τρόπος, γλώσσα, ύφος για να μιλήσει κανείς σε λίγες σειρές για ένα βιωματικό βιβλίο; Υπάρχει ασφαλής μέθοδος προκειμένου κάποιος που τίποτε δεν γνωρίζει για το κεντρικό πρόσωπο, που ποτέ δεν βίωσε τις σκληρές συνέπειες μιας αρρώστιας που σε συνοδεύει απ’ τις πρώτες στιγμές της ζωής σου ν’ αρθρώσει λόγο, ν’ αξιολογήσει, -κανείς δεν διαθέτει τέτοια χάρη-, τα καρέ της, ολόκληρα φιλμ από τα πρώτα της βήματα;

Η απάντηση είναι προφανής. Και ίσως με αυτόν τον λυτρωτικό, καταφατικό τρόπο ετούτο το σημείωμα απελευθερώνει αυτές τις λίγες κουβέντες που πασχίζουν να συλλαβίσουν τον εσωτερικό ρυθμό της ποιητικής συλλογής της Marie Pascal Oppliger, με τίτλο L’indicible, 51 images nosocomiales των εκδόσεων Βακχικόν.

Στο σύντομο, βιογραφικό σημείωμα η συγγραφέας παραθέτει δυο τρεις λέξεις για την σκληρή, παιδική μοίρα, την ίδια που την συνόδευσε ως την ενήλικη ζωή της. Η δημιουργός, με καταγωγή από την Ρομανδία της Ελβετίας, που αναγνωρίζει κατοικεί στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, γεννιέται και ζει με το φριχτό σημάδι. Η μεταλλική κούνια του εξωφύλλου αφήνει υπαινιγμούς για τα δύσκολα χρόνια που σημαδεύουν την δημιουργό διαμορφώνοντας ένα παρελθόν πλημμυρισμένο από τρομερές μνήμες. Στα ποιήματά της, δοσμένα στα γαλλικά και τα ελληνικά στ’ αντικριστό σαλόνι των εκδόσεων Βακχικόν καταθέτει την οφειλή της απέναντι σε εκείνους που στήριξαν την προσπάθειά της για ζωή. Το δικό της πρώτο πρόσωπο ζει, ανασαίνει, θυμάται εκείνους που παρέμειναν στο πλάι της παλεύοντας με τα σχέδια της μοίρας για χάρη της μικρής ζωής που αγωνιά να κερδίσει την θέση της στον κόσμο. Η παιδική ηλικία της Marie Pascal χαράσσεται από ιμάντες, λευκές ποδιές, κόσμους φυλαγμένους πίσω από επιστημονικά οδοφράγματα και περιορισμούς. Σε αυτό το περιβάλλον, το διαρκώς σταθερό και ακούραστο, η Marie μεγαλώνει, το σώμα της θεραπεύεται χάρη στην ιατρική και την έρευνα. Όμως η ψυχή της, με τις αμυχές, με το μικρό της όνειρο που ποτέ δεν μεγάλωσε, με τις δύσκολες αγρύπνιες και τις αναμνήσεις των προσώπων γύρω της μονάχα με τα ποιήματα μπορεί να βρει γαλήνη. Με την θαυμάσια οικονομία τους και όσα την φέρνουν πιο κοντά στις σιωπές. Ίσως ο γέρο Έζρα από τον παράξενο πύργο του να΄χε σωστά προφητέψει πως στα χρόνια που μέλλονται ο λόγος θα σιωπήσει και ο άνθρωπος θα ορίσει εντός του για πάντα την ρυθμική του κόσμου του. Ίσως η Oppliger ανακαλύπτει κάτω από στρώματα ζωής τους ατμούς και τις νεφέλες που κρύβουν εκείνο που περισσότερο πόθησε. Και δεν είναι άλλο απ’ την ζωή και την συλλογή των καρπών και την μαγική βόλτα στα χέρια του πατέρα που ποτέ και τίποτε δεν θα τον αποκαλύψει. Αυτοί είναι οι μάγοι που αναπαριστούν τον κόσμο στα παιδικά μάτια της Μαρίας. Γιατί τα μάτια της – αυτή είναι μια αίσθηση που διατρέχει όλα τα ποιήματα και δεν σας την είπα γιατί απόψε την κρατώ μονάχα δική μου-, συνιστούν ολάκερη την μνήμη της, σαν τα παλίμψηστα του δικού μας Γιώργου Χειμωνά όταν μελετά την πολλή των ανθρώπων θλίψη. Γιατί η παιδική μας ηλικία Μαρία διαθέτει την ίδια αμεσότητα με την μουσική και αυτό σημαίνει πως τίποτε δεν χρειάζονται τα ποιήματα για να υπάρξουν πέρα από εσένα την ίδια.

Οι 51 εξομολογήσεις, ίσως τ’ άθροισμα των ετών που έζησε κοντά σ’ αυτές τις μνήμες, ίσως ένα ηλικιακό ορόσημο για τις μνήμες που αναβαπτίζονται μες στα ποιήματα και έτσι μοιράζονται, έκπτωτοι θεοί πια που κανέναν πια δεν τρομάζουν, υπογραμμίζονται από μια αίσθηση αποστειρωμένη. Λέξεις ανάπηρες δίχως τις πρώτες συλλαβές τους φέρνουν στο φως όλη εκείνη την ερήμωση που σημαδεύει τις πιο τρυφερές και αξεδιάλυτες χρονολογίες.

 

 

Επειδή θέλει θάρρος να κάνεις τραγούδι την πιο δική σου πίκρα οι εκδόσεις Βακχικόν μπορούν να υπερηφανεύονται πως προτείνουν στο κοινό μια συλλογή με ποιήματα αληθινά, φορτωμένα προσωπική εμπειρία και αφόρητα πρωινά.

Κρατώ μια ερώτηση για το τέλος.

Υπάρχει ελπίδα στα ποιήματά σας Marie;

Θα προτιμούσα, ξέρετε να με λέτε Μαρία όπως το συνήθισα τόσο καιρό στην Αθήνα σας. Θα προτιμούσα τίποτε από όλα αυτά να μην είχα ζήσει και εκεί απάνω στην κορυφή του τόξου, εκείνες τις πρώτες στιγμές του σύμπαντός μου, να ακούσω το παραμύθι της μητέρας, δυο λόγια να σπάζουν τους ιμάντες, ένα ζευγάρι ολόλευκα γάντια που θα ‘χαναν την θέση τους απ’ το κέντρο του κόσμου. Με ρωτάτε αν υπάρχει ελπίδα στα ποιήματά μου. Μα είναι γνωστό πως όσοι γράφουν για τα βιβλία σπανίως δαπανούν χρόνο σ’ εκείνα. Και εσείς, εσείς ανήκετε σ’ εκείνους βλέπω, τι κρίμα, τέτοια τύχη στα ποιήματά μας. Αν μπαίνατε στον κόπο, θα ξέρατε.

“Κάποτε, μια μέρα θα υπάρξει ένα νησί. Δίχως να το ξέρεις, το έχεις ήδη πλησιάσει. Με το άσπρο του καλύτερο από αυτό εδώ, θαλασσινή κούνια.”1

Θα ξέρατε πως η ποίηση εξασφαλίζει μια δεύτερη, παιδική ηλικία, κύριε.

 

 

1 “Το νησί”, ποίημα της συλλογής “L’indicible, 51 images nosocomiales, Marie Pascal Opplinger, εκδόσεις Βακχικόν

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top