Fractal

«Τα πάθη και οι χαρές του κόσμου»

Γράφει ο Δημήτρης Μπαλτάς // *

 

 

 

Αθηνά Ιωάννου, «Ιχνηλασία», εκδόσεις Συρτάρι, 2022

 

Ζωή και θάνατος, χαρά και θρήνος, σώμα και ψυχή, αγάπη και απώλεια είναι τα βασικά δίπολα των ανθρωπίνων δεσμών, τα οποία επιλέγει να ιχνηλατήσει η Αθηνά Ιωάννου στη δεύτερη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο Ιχνηλασία (εκδόσεις Συρτάρι, 2022) με λόγο εξομολογητικό, λυρικό αλλά και μεστό. Άλλοτε απευθυνόμενη σε ένα αγαπημένο πρόσωπο και άλλοτε με λόγο περισσότερο αποφθεγματικό και αποφατικό η ποιήτρια προσπαθεί να απαντήσει σε ερωτήματα, να γεφυρώσει το χάσμα αφενός με τον ίδιο της τον εαυτό και αφετέρου με τους οικείους της, ακόμα και με το αντικείμενο του έρωτά της. Η ερωτική χροιά στα ποιητικά κείμενα της συλλογής είναι διακριτική και βασικό της  γνώρισμα αποτελεί η επικοινωνία, η αμοιβαία ανταπόκριση που για διαφόρους λόγους δεν ευοδώνεται· οι συνθήκες δεν είναι ευνοϊκές. Μην πεις πως δε σε κοίταξα με το σπινθηροβόλο βλέμμα/ των ματιών που ολότελα αγαπούν, που ξέρουν.[1] Καθυστέρησέ τον. Πες του να περιμένει. Να περιμένει να/ έρθεις εσύ. Έλα κοντά μου. Μου ʼχεις λείψει […][2]. Ο έρωτας δύει και, όπως το αλεξίσφαιρο αποτρέπει τις σφαίρες και τον τραυματισμό του σώματος, έτσι το ‘αλεξικάρδιον’ – λεξιπλασία της ποιήτριας – αποτρέπει τον τραυματισμό της καρδιάς, τις πληγές της ψυχής.

Η συναισθηματική αποτελμάτωση είναι έκδηλη σε αρκετά από τα ποιητικά κείμενα της συλλογής, ωστόσο έχει ενδιαφέρον και η αντίληψη που φαίνεται να έχει η ποιήτρια για τη γλώσσα και τις λειτουργίες της. Η γλώσσα χρησιμοποιείται με τη διττή υπόστασή της: αφενός ως έναρθρος λόγος/ φωνή και αφετέρου ως σημασία/ νοηματοδότηση του περιεχομένου των λέξεων. Ετούτη τη λανθάνουσα που τ’ αληθή λέγει/ κάπου την έχασα, κάπου την ξέχασα./ Κάπου θα χάθηκε, κάποιοι την κλέψαν./ Κάποτε άλλαζε. Και σήμερα ακόμη.[3] Το ποιητικό υποκείμενο ενδιαφέρεται για τις μεταβολές στον λόγο – προφορικό και γραπτό – αλλά και τις συνεπαγόμενες αλλοιώσεις που επέρχονται από γενιά σε γενιά στην ελληνική γλώσσα. Η γλώσσα ως ζωντανός οργανισμός αναπτύσσεται αλλά αυτή η ανάπτυξη δε λειτουργεί πάντοτε προς όφελός της. Από την άλλη η ποιήτρια βλέπει τη γλώσσα των ενηλίκων ως ξένο σώμα μέσα στη δική της ύπαρξη και τη θεωρεί αλλοτριωτική. Η γλώσσα των ενηλίκων δεν μπορεί να μιλήσει./ Περιγράφει με εξαιρετική ακρίβεια,/ επικρίνει με μοναδική σκληρότητα,/ αναλύει σε βάθος./ Η γλώσσα των ενηλίκων ενδύει με χρυσόσκονη τα παιδικά όνειρα,/ καταβαραθρώνει τις συνειδήσεις.[4] Η γλώσσα λειτουργεί ως μέσο έκφρασης συναισθημάτων με ψυχοθεραπευτική ιδιότητα (Να σταματήσω να κλαίω/ και να μου λυθεί η γλώσσα./ Ίσως έτσι μάθω κι εγώ να μιλάω.[5]) αλλά και ως άθυρμα, καθώς παίζοντας με τις λέξεις μπορεί κανείς να απαλύνει τον πόνο και να δημιουργήσει ένα εύφορο κλίμα στη συνείδησή του (Το φευγιό, επειδή δε μ’ αρέσει,/ τ’ ονόμασα «το φεύγος»./ Έτσι που πότε με το φέγγος/ να το μπερδεύω/ και πότε με το ζεύγος.[6])

Την Ιωάννου απασχολεί ιδιαίτερα η φθαρτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και συχνά ταλαντεύεται μεταξύ ζωής και θανάτου. Ένας θάνατος είναι μια γέννηση και το αντίστροφο. Όσα κι αν δω δε συνηθώ/ την του θανάτου γνώση,/ πως σάμπως κάποιος γεννηθεί,/ κάποτε θ’ αποσώσει.[7] Γι’ αυτό ένα φιλάσθενο βρέφος μπορεί να είναι θνησιγενές[8], ακριβώς τη στιγμή εκείνη που ένα σπλάχνο παίρνει ανάσα και ζωή[9]. Το ποιητικό υποκείμενο θρηνεί για την απώλεια αγαπημένων προσώπων και αυτός ο κοπετός μεταστοιχειώνεται δημιουργικά σε ποιητικό λόγο γυρεύοντας τη λύτρωση στο χαρτί. Ακόμα η φωνή σου ηχεί, μπαμπά./ Μα, ο στοχασμός σου λείπει. Χάος.// Μα, γιατί μπαμπά;// Το χάδι το απαλό, πατέρα, το γλυκό, σαν το κλειδί σου ίδιο.[10] Το καλύτερο ποίημα που θα γράψω,/ θα ʼναι για σένα μάνα, για να σου πάρει τον πόνο, να γιατρευτείς, να σου λειάνει το παράπονο, ν’ αναπαυθείς.[11]

Η Ιωάννου αναφέρεται, επιπλέον, στο ανθρώπινο σώμα εξιδανικεύοντάς το και δημιουργώντας μια αψεγάδιαστη εικόνα αυτού και της δυναμικής του. Η αρμονία του γυναικείου σώματος έγκειται στην ομορφιά της συμμετρίας και τη γοητεία της τελειότητας. Η γυναίκα είναι πλασμένη για τον έρωτα και ανήκει σε αυτόν («εκείνες», σ. 23). Χρησιμοποιούνται η «Ελένη» (σ. 25) και η «Εκάβη» (σ. 26) ως σύμβολα δύναμης και πάθους, ευαισθησίας και σθένους. Ο άντρας διακρίνεται για τη ρώμη, την ικανότητα, σφριγηλότητα και είναι υπεύθυνος για την καθυπόταξη του έρωτα, την εξημέρωση και την τελεσφόρησή του («εσείς», σ. 24). Σε αντιδιαστολή με το σώμα, η ποιήτρια υμνεί με λόγο αυτοαναφορικό και την ανθρώπινη ψυχή: Η ψυχή μου είναι σαν τη γη που κατέχω,/ τη γη που σπέρνω, τη γη που χτίζω./ Θέλει καλή σπορά και φροντίδα για καλή σοδειά.[…] Η ψυχή μου είναι η περιουσία μου.[12]

 

Αθηνά Ιωάννου

 

Από την Ιχνηλασία δε λείπει το σύντομο αλλά και αψύ κοινωνικοπολιτικό σχόλιο με έντονη τη διάθεση αλλαγής των πραγμάτων. Η πολιτική ηγεσία οδηγεί τον λαό, ο οποίος παρομοιάζεται με έναν τυφλό πένητα, τον οποίο δαγκώνουν τα σκυλιά της πολιτικής αλλά εκείνος μη μπορώντας να διακρίνει ποιος τον δάγκωσε, τους φιλά τα χέρια.[13] Εύστοχη, αιχμηρή και, δυστυχώς, διαρκώς επίκαιρη παρατήρηση για την πολιτική και ηθική διαφθορά. Ο αγώνας για την ειρήνη που συνάδει, ως έναν βαθμό, με τα χρόνια της νεότητας δεν είναι απαρχαιωμένο ούτε κατάλοιπο του παρελθόντος. Είναι παρών. Το αίτημα για ειρήνη παραμένει διαχρονικό και από το μέλλον δε θα λείψουν οι αγώνες για την ικανοποίηση και εμπέδωσή του.

Δε θα ήταν παράτολμο ούτε άτοπο να χαρακτηρίσουμε την ποίηση της Ιωάννου ανθρωποκεντρική εντός, φυσικά, της προσωπικής της διάστασης. Τα πάθη και οι χαρές του κόσμου αποτελούν το υλικό της ποιήτριας εμποτισμένο από τις δικές τις σκέψεις και τα βιώματά της, τις αναμνήσεις και τις ιδέες της. Και η ποίηση έρχεται να περισώσει όλα αυτά, για να μη χαθούν. Η ποιήτρια μάς δηλώνει ξεκάθαρα την επιθυμία της: Τα γραπτά μου να γίνουν μια σχεδία πολυταξιδεμένη./ Μην και σφαλίσουν τα μάτια χωρίς δάκρυα, μη φύγει η ψυχή/ χωρίς αγάπη./ Μήπως κι ακούσει κανείς τι έχω να πω, όταν δε μιλώ./ Και πιο πολύ για σένα που έπαψες να με πιστεύεις, όταν σου/ έλεγα ότι μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο.[14] Κι εμείς δεν μπορούμε παρά να της ευχηθούμε καλή τύχη στον στόχο της.

 

 

* Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

 

__________

[1] Από το ποίημα «ποτέ σου δε με ονόμασες», σ. 13.

[2] Από το ποίημα «πριν το τέλος», σ. 51.

[3] Από το ποίημα «τη γλώσσα μου την ξέχασα», σ. 30.

[4] Από το ποίημα «εγώ», σ. 32.

[5] Από το ποίημα «ανάγκη», σ. 34.

[6] Από το ποίημα «φυγή», σ. 37.

[7] Από το ποίημα «θρήνος», σ. 21.

[8] Αναφορά στο ποίημα «θνησιγενές», σ. 15.

[9] Αναφορά στο ποίημα «γέννηση: ένα αίσιο τέλος», σ. 19.

[10] Από το ποίημα «μνήμης δώρο», σ. 52.

[11] ό.π., σ. 54.

[12] Από το ποίημα «το γράμμα ψ», σ. 28.

[13] Αναφορά στο ποίημα «διαφθορά», σ. 29.

[14] Από το ποίημα «απάντηση», σ. 50.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top