Fractal

Πάντα θα επιστρέφουμε

Γράφει η Μηλίτσα Πιέτρη- Αυγούστη //

 

Ελένη Γκίκα «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων», εκδ. ΑΩ

 

«Πόση αιωνιότητα μπορεί να περιέχει
αυτή η ασταμάτητη στιγμή»

Ελένη Γκίκα «Εν ύπνω»

 

Το καινούργιο βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Υπέρ κεκοιμημένων, πενθούντων, οδοιπορούντων» είναι αφηγήματα, από τις εκδόσεις ΑΩ, μια καλαίσθητη έκδοση με εξώφυλλο από την ταινία «Ο καθρέφτης» του Αντρέι Ταρκόφσκι.

Ένα συναρπαστικό βιβλίο, ένας φόρος τιμής στους κεκοιμημένους, αλλά και ένα ταξίδι- επιστροφή στο μαγικό κόσμο της παιδικής ηλικίας της συγγραφέως.  Με λόγο άμεσο, ποιητικό, μια ξεχωριστή αφηγηματική γραφή που διασώζει ατμόσφαιρα και συναίσθημα, μια αληθινή κατάθεση ψυχής, σε τέσσερις ενότητες: «Οι Κυριακές του μπαμπά», «Οι Δευτέρες της μάνας μου», «Οι Μεγάλες Παρασκευές μου», «Τα Σαββατοκύριακα στη γειτονιά».

Διασώζει χρόνο και αγαπημένα πρόσωπα, ζώντες και νεκρούς στο διηνεκές, μνήμες εγκλωβισμένες σ’ έναν ακίνητο χρόνο.

Η Ελένη γράφει με τη γλώσσα της καρδιάς, γι’ αυτό είναι αληθινά τα έργα της. Πονάει, συμπάσχει με τους ήρωές της: «Την φοβάται τη ζωή όταν δεν την γράφει». Μιλάει με τις λέξεις, ζει την απώλεια.

Μέσα από την προσωπική της αφήγηση, γεμάτη αναμνήσεις, βιώματα, όνειρα, η Ελένη ξεδιπλώνει το πορτραίτο της ζωής της. Πρόσωπα, εικόνες, που πέρασαν από την παιδική της ηλικία ξεπηδούν σε κάθε στάση. Ενδιάμεσοι σταθμοί, οι άνθρωποι που την καθόρισαν, οι γονείς της, ο αγαπημένος της μπαμπάς, η μάνα της. Με λόγο αυθόρμητο, βαθιά συναισθηματικό, αλλά αληθινό, που πολλές φορές ματώνει, αναδιπλώνει πτυχές της ζωής της, αφού έχει υποστεί στο παρελθόν και πλήγματα και απώλειες. Η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο εκφράζει μια ψυχική αμεσότητα και άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο από κάποια απόσταση.

Τα χρόνια περνούν, αλλάζουν τα συναισθήματα, αλλάζει η σκέψη, όλα αποκτούν την δική τους ακτινοβολία, τη δική τους δύναμη εκτός από την αγάπη για τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Μπορεί η αγάπη να ξεχάσει; Οι δικοί μας άνθρωποι, έστω και απόντες, συνεχίζουν να υπάρχουν δίπλα μας είτε ως θύμηση, είτε ως σκέψη, είτε ακόμα ως ενεργή και ζώσα ύπαρξη στο υποσυνείδητό μας.

Ο μπαμπάς της κυριαρχεί στα αφηγήματα: «Θα ντυθεί Κυριακή», η Κυριακή του μπαμπά της», «θα ντυθεί μνήμη να ξεχαστεί», «Θα ντυθεί κούκλα να ξαναγίνει παιδί» Ελένη Γκίκα «Μεταμφιέσεις».

Με τη φωνή του, με την αγάπη του και την έγνοια που περιβάλλει την κορούλα του, πάντα θα την προστατεύει από ψηλά, «είμαι εδώ, μη φοβάσαι».

Η Ελένη σπάει το κέλυφος της καθημερινότητας, για να βρεθεί και να ζήσει τα παιδικά της χρόνια με τις φίλες της, τις κρατά από το χέρι για να χαθούν στους δρόμους της γειτονιάς «σ’ ένα κόσμο θαυμάτων». Η ψυχή της θέλει να ελευθερωθεί, να δραπετεύσει από την καθημερινότητα, αναπνέει το άρωμα από τις παιδικές φωνές και τα παραμύθι, βυθίζεται στα χρώματα, στο βυσσινί των παιδικών της χρόνων, στις μυρωδιές της Άνοιξης, αναζητά τη ζεστή αγκαλιά του μπαμπά της, ταξιδεύει σε μαγικούς χώρους του παιδικού της παραδείσου. Αναμνήσεις εφηβείας, ντυμένες το χρώμα της παπαρούνας. Περπατά στα τοπία της εφηβείας της και αναζητά τα πρόσωπα που την περιέβαλαν.

Πάντα επιστρέφουμε σε μνήμες της παιδικής μας ηλικίας, είναι το πιο μαγικό κομμάτι της ζωής μας. Εκεί αισθανόμαστε ασφάλεια, θαλπωρή, είναι το καταφύγιό μας. Τα όνειρα χορεύουν ανεξέλεγκτα, ψάχνουν οπές να απελευθερωθούν από τα κλειστά τζάμια του σπιτιού, να ταξιδέψουν, να υποκινήσουν τη μνήμη, να μπει σ’ ένα ταξίδι νοσταλγίας και θύμησης, εκεί όπου η ψυχή ζητάει λύτρωση.

Η μητέρα της παρακολουθεί ανήσυχη τα πρώτα της βήματα, «ένα το έχεις», πάντα μαχητική, χωρίς την παρουσία του πατέρα που λείπει για εργασία, πάντα υπομονετική, αγωνίζεται με όλες της τις δυνάμεις ν’ αναστήσει την παιδική της ψυχή, «θα με κοιτάς από δω». Έτσι την άφηνε «με μια στοίβα από φωτογραφημένο μπαμπά», με αυστηρή πειθαρχία ώστε να αναπτύξει στο μέλλον μια ισχυρή προσωπικότητα.

Τώρα πλέον οι ρόλοι αλλάζουν και η μάνα γίνεται το κοριτσάκι που χρειάζεται προστασία.

 

Ελένη Γκίκα

 

Η Ελένη πατάει γερά στα πόδια της, θωρακίζει την ψυχή της απέναντι στον εχθρό που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό της, γράφοντας και σβήνοντας τα λάθη της κάθε μέρας, τα πρέπει και τα μη.

Γίνεται το κοριτσάκι που παίζει πατώ με τις φίλες της, η έφηβη που αψηφά τον κίνδυνο, διαχειρίζεται το χάος (Τα Ρέμπελα), η γυναίκα που προσπαθεί να κρατήσει τη ζωή στα χέρια της μα πάντα θα της ξεφεύγει, πορεύεται στον παρελθόντα χρόνο που μέσα από τη μνήμη γίνεται ένα ατελεύτητο παρόν.

Τα βιβλία την ασφαλίζουν, την προστατεύουν, ο Μπόρχες στο προσκεφάλι της να την υπόσχεται αιώνια γαλήνη. Δεν είναι εύκολη η κατάκτηση του εσωτερικού μας κενού, εξαρτάται από το πώς βιώνει ο καθένας την κάθε στιγμή με τον εαυτό του και με τους άλλους.

Όσες διαδρομές κι αν κάνουμε, πάντα εκεί να γυρίζουμε για ν’ αναστήσουμε μια ολόκληρη εποχή με τους αγαπημένους μας που δεν βρίσκονται πλέον μαζί μας, όμως μας συντροφεύουν στα όνειρά μας, κεράκια αναμμένα να μας θυμίζουν για πάντα αυτή την εποχή, «την αυλή της γιαγιάς, τη γη της επαγγελίας», αναμνήσεις παιδικές, τετράδια σκονισμένα, πνιγμένα στο πατητήρι από το πάτημα των σταφυλιών, ένα τετράδιο όπου ο χρόνος άφησε εκεί την ανάσα του να ζεσταίνει τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες του χειμώνα, να μας θυμίζουν «την Πέτρα την Μαγική» και τα «Ρέμπελα» που είναι η αφετηρία και οι ρίζες μας και η σταθερά που θα μας δένει μια ζωή «σ’ αυτή τη ζωή και στην άλλη», διότι «ό,τι υπήρξε, δεν γίνεται παρά για πάντα να υπάρχει».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top