Fractal

Διήγημα: «Τα πρωινά»

Γράφει ο Άγγελος Χαριάτης //

 

 

 

 

 

Τα πρωινά των καθημερινών ήταν πάντοτε τα ίδια. Πρώτη σηκωνόταν η μητέρα, πέντε λεπτά αργότερα βαρύς και κουρασμένος, με μια δόση αλύτρωτης λύπης, ο πατέρας και, είκοσι λεπτά μετά ο αδελφός μου κι εγώ. Καθόμασταν στην κουζίνα, με τη μητέρα σε ρόλο αρχηγού φορώντας ποδιά και κρατώντας την κουτάλα σαν μαέστρος, άλλοτε ανάβοντας το φως κι άλλοτε απολαμβάνοντας τις ακτίνες του ήλιου που διαπερνούσαν με το απαραίτητο προαιώνιο θράσος τις λεπτές μεταλλικές περσίδες του παραθύρου της κουζίνας, δίνοντας μια χρυσίζουσα απόχρωση στα αντικείμενα. Το ψωμί έπαυε να είναι υποκίτρινο κι έμοιαζε σαν χρυσαφένιο, το βάζο με το μέλι αποκτούσε μια γαλάζια απόχρωση, κάτι σαν το χρώμα του ελαφριού κυματισμού των νερών σε αμμουδερή παραλία, ένα απάνεμο καλοκαιρινό μεσημέρι. Το μέλι σαν να πέταγε από πάνω του τη μουντάδα του πρωινού και να αναβαπτιζόταν σε χρώματα που παρέπεμπαν στο κεχριμπάρι.

Ύστερα, ο πατέρας, όπως πάντα αμίλητος, όταν ήμουν πιο μικρός πίστευα πως ένα φάντασμα του έκλεβε κάθε που κοιμόταν τη φωνή για να την ξανακερδίσει λίγο πριν φτάσει στη δουλειά –ήταν πωλητής υποδημάτων–, έχοντας ως φίλο και σύμμαχο τον παγωμένο καφέ που του έδινε στο χέρι κάθε μέρα η μητέρα μου ξεπροβοδίζοντάς τον, λίγο πριν αναχωρήσουμε κι εμείς για το σχολείο – ένα οικοδομικό τετράγωνο πίσω από το σπίτι μας.

Είχα πάντα την ανησυχία μιας διαφορετικής ημέρας. Η συνήθεια αποτελεί τον μπούσουλα της καθημερινότητας κι είναι εκείνη που μας οδηγεί με σταθερά βήματα στην πορεία της ζωής, αφήνοντάς μας πότε πότε χαραμάδες σε παράθυρα ευτυχίας και λίγες στιγμές απέραντης θλίψης.

Δεν άργησε να έρθει εκείνη η ημέρα. Για πρώτη φορά το πρωινό δεν ετοιμάστηκε. Ο πατέρας ήταν πάλι αμίλητος. Η μητέρα δεν φορούσε την ποδιά . Δεν χρειάστηκε να ετοιμάσει τον καφέ του. Θα καθόταν σπίτι. Μάλλον καιρό, χωρίς να πληρώνεται. Κι εμείς, μαθητές χωρίς σχολείο.

Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. Για πρώτη φορά τόσο πρωί. Τα ανήσυχα βλέμματα των γονιών μου μαγνητίζονταν από τα εξίσου ανήσυχα, στο όριο του τρόμου, βλέμματα των παρουσιαστών. Κατάλαβα πως είχαμε πόλεμο. Βιολογικό πόλεμο μ’ έναν αόρατο εχθρό. Ένας νέος, αλλά ταυτόχρονα παλιός γνώριμος της φύσης, ιός είχε έρθει με σκοπό να αφανίσει το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού.

Η κανονικότητά μας έμοιαζε να χάνεται σαν αχλή μέσα στο έρεβος της ανθρώπινης ύπαρξης, κι εμείς τρομαγμένοι σχεδόν εξαϋλωμένοι σαν φαντάσματα παρακολουθούσαμε τον περίπατό της στο βουλεβάρτο των ψυχών.

Ήρθαν μέτρα απαγόρευσης κυκλοφορίας, ήρθε το Πάσχα χωρίς δώρα, αρνί, κόκκινα αβγά, χωρίς την ατμόσφαιρα μυσταγωγίας. Έμοιαζαν όλα χωρίς νόημα, μόνο που… Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Εμείς ως οικογένεια είχαμε ξανακερδίσει τον χαμένο χρόνο. Η μητέρα άοκνα να κρατάει το σκοινί των ισορροπιών ως συνήθως, μόνο που τώρα το τέντωνε όλο και πιο πολύ ήρεμα, απαλά και με τέχνη ώστε να μας φέρει πιο κοντά. Οι μικροί μέσα στην άγνοιά μας, σταματήσαμε να μαλώνουμε για ένα σπασμένο παιχνίδι. Συνειδητοποιήσαμε τη σημαντικότητα των στιγμών, του αγγίγματος, του κοιτάγματος, του βλέμματος γεμάτου κατανόησης. Βρήκαμε τις κρυμμένες σταθερές μας.

Κι ο πατέρας ανάλαφρος, δροσερός θαρρείς ραντισμένος με σταγόνες αισιοδοξίας δεν χρειαζόταν πια καφέ για να μιλήσει τα ηλιόλουστα πρωινά που ακολούθησαν.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top