Fractal

«Δεν είναι σκόπιμο να ξοδεύει κανείς άκαιρα το δικαίωμα στο παράπονο»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Θανάσης Διαμαντόπουλος «Ο δικαστής», εκδ. Μεταίχμιο

 

Ο υπέργηρος πρώην δικαστής Άγις Αγιοπετρίτης, ένας άνθρωπος δύσκολος, αντικοινωνικός, αυταρχικός και προσβλητικός, ακραία υπερόπτης, υπερσυντηρητικός και απόλυτος, αποφασίζει να υπαγορεύσει τις αναμνήσεις του εν είδει απομνημονευμάτων, σε μια πρόσχαρη, ευειδή και υπομονετική διδακτορική φοιτήτρια.

Παρά τις πάμπολλες δυστροπίες του, διαθέτει τερατώδη μνήμη, εξαιρετική διαύγεια, ευθυκρισία και οξυδέρκεια, σπάνια πνευματική καλλιέργεια αλλά και ευαισθησίες καλά κρυμμένες πίσω απ’ την επίφαση της ανθρωποδιωκτικής κακίας του, πιθανώς συνδεδεμένες μ’ ένα ανεπούλωτο τραύμα, ένα μεγάλο μυστικό. Όμως,

«Πόσο βαθιές μπορεί να είναι άραγε οι ενοχές που βασανίζουν αυτό το ανθρωπάκι που προσπαθεί να τις κρύβει προβάλλοντας ένα τρομακτικό και τρομοκρατικό πρόσωπο:»

 

Γρήγορα διαφαίνεται πως η αιτία της απόφασής του δεν είναι η προφανής. Αν και ο ίδιος αναφέρει πως

«…Ο λόγος που θα σ’ τα πω και θα σε βάλω να καταγράψεις τις αναμνήσεις και τις σκέψεις μου- χωρίς καν να έχω ακόμα αποφασίσει αν θα αφήσω κάποιο κληροδότημα για να εκδοθούν – είναι να γαντζωθώ για λίγο ακόμα από τη ζωή. Μέσα από το γάντζωμά μου από το παρελθόν – μιας και  παρόν δεν έχουν οι άνθρωποι της ηλικίας μου – να βρω κάποιο κίνητρο για επιμήκυνση της θλιβερής παρουσίας μου. Η ζωή των γέρων, πρέπει να ξέρεις δεσποινίς Σούτσου, δεν σφραγίζεται τόσο από την έλλειψη απολαύσεων όσο από την έλλειψη ελπίδων…»

οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτήν την αφήγηση θα φανερωθούν μέσα από μια εξαιρετική ανατροπή μόλις λίγες σελίδες πριν από το τέλος.

 

Με έξοχη χρήση της γλώσσας, με αφήγηση μεστή και ρέουσα, ο συγγραφέας, μέσα από την διήγηση του δικαστή, μιλά για τις φρικτές καταστάσεις των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων, για την «ζωή χωρίς Ζωή», την μόνη γυναίκα που αγάπησε με όλη τη δύναμη του δύσμορφου σαρκίου του και έχασε με τρόπο αποτρόπαιο, για την δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου,  για την προνομιακή του πρόσβαση  σε πληροφορίες απόρρητες, για τον αγώνα του να μην δικάσει βασανιστές.

Εντύπωση προκαλεί η κατακεραύνωση του δικαστικού συστήματος από έναν άντρα που το έζησε εκ των έσω για πολλές δεκαετίες. Με λόγο σαφή, σκληρό, απόλυτα ορθολογιστικό, με αυτοκριτική έντονη και πόνο αλλά και με λυγμικές εκφάνσεις ενίοτε, αποκαλύπτεται χωρίς δισταγμό η κατάχρηση εξουσίας, η ιδιοτέλεια και οι σκοπιμότητες που μπορεί και να εξυπηρέτησε, από έναν δικαστή που πορεύτηκε γενναία και έντιμα, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του :

«… Και βεβαίως, δύναμη είναι η δυνατότητα των δικαστών να «ερμηνεύσουν» τους νόμους όπως βολεύει και τους ίδιους – αυτό το βλέπουμε πολύ τα τελευταία χρόνια, που έπεσαν τα προσωπεία και καταργήθηκε η συστολή – ή όπως εξυπηρετεί άτομα, ομάδες ή κοινωνικές κατηγορίες κατά κανόνα του κρατικοδίαιτου κατεστημένου, πάντως «προσφιλείς» στο δικαστικό σώμα. Ολόκληρη η νομική επιστήμη, παιδί μου, – χρειάστηκε ελάχιστος χρόνος για να το συνειδητοποιήσω -, θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στη φράση αυτή, πως Might is Right. Και όλα τα συγγράματά της κατά τα λοιπά φλυαρούν και απεραντολογούν ακατάσχετα. Και υποκοριστικά…».

 

Πάμπολλα τα θέματα που θίγονται μέσα στις σελίδες αυτού του υπέροχου βιβλίου: ο κοινωνικός αποκλεισμός, ο εμφανισιακός ρατσισμός και τα απότοκά του, η προσπάθεια ένταξης της διαφορετικότητας στο κοινωνικό σύνολο, οι αιτίες και οι αφορμές μιας αποκλίνουσας συμπεριφοράς, οι οικογενειακές σχέσεις, η φιλία, ο έρωτας.

Δευτερεύοντες ήρωες πολύ σωστά δομημένοι, δεν υπολείπονται των πρωταγωνιστών. Με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο, μέσα από την περιγραφή τους, αναδύονται και οι απόψεις του πρωταγωνιστή δικαστή, άρτια ενωμένες μεταξύ τους:

 

«…Μια από τις απειροελάχιστες εξαιρέσεις φοιτητή αριστερού και στη συνέχεια επονίτη, αφανάτιστου και αντιδογματικού όμως, με ανοιχτό μυαλό και κριτική σκέψη, ήταν ο Μίστος. Ένα πολύ γλυκό και ευαίσθητο παιδί από την Θεσπρωτία, γιος του τοπικού εκεί υποθηκοφύλακα, τρυφερό, ευαίσθητο, βαθιά καλλιεργημένο. Αυτός τουλάχιστον είχε ακούσει και δεν ωραιοποιούσε τις σταλινικές εκκαθαρίσεις της προπολεμικής περιόδου, οι άλλοι αντίθετα, ή τις αγνοούσαν ή τις δικαιολογούσαν. Με τον Μίστο κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις, χωρίς φανατισμό, χωρίς πατερναλισμό ή έπαρση  από μέρους του και χωρίς ένταση. Ποτέ δεν μου έδωσε την εντύπωση πως επεδίωκε να με διαφωτίσει ή να με χειραγωγήσει ή να με διαπαιδαγωγήσει. Αντίθετα, ήθελε να αναζητήσει μαζί μου πράγματα, δρόμους, διεξόδους, μέσα από ανταλλαγή σκέψεων, ιδεών ή επιχειρημάτων. Ήταν νομίζω περισσότερο ανθρωπιστής και λιγότερο αριστερός, μόνο που τα χρόνια εκείνα, αλλά και για πολλά τέρμινα ακόμα, οι δυο αυτές έννοιες συγχέονταν και συμπλέκονταν στα μυαλά και τις συνειδήσεις των ανθρώπων».

 

«Καμία απειλούμενη εξουσία δεν παραδίδεται αμαχητί».

 

Θανάσης Διαμαντόπουλος

 

Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ο παλμός των διαδηλώσεων, τα ήθη της κάθε εποχής, εικόνες που διατρέχουν το βιβλίο, σελίδα τη σελίδα, πότε με άκρατο λυρισμό, πότε με λόγο σκληρό αλλά ειλικρινή.

«…Ο βρυχηθμός της μάζας ήταν έντονος, η κραυγή της παλλόμενη και στεντόρεια, τα συνθήματα επαναλαμβανόμενα και αρκετά ευρηματικά. … με το πλήθος να μετατρέπει την κηδεία του Παλαμά σε αυθόρμητη αντικατοχική διαδήλωση… με το έθνος ολόκληρο να ακουμπά πάνω στο φέρετρο του ποιητή…Οι συγκεντρωμένοι έγιναν κινούμενη άμμος, ορμητικό ποτάμι, παφλάζων χείμαρρος με ακατάσχετη ορμή….ετερόκλητοι αλλά ενωμένοι από το αντιστασιακό πάθος…ξεχύθηκαν ασυγκράτητοι προς τη Βουλή αναζητώντας το πρωθυπουργικό γραφείο. Με διάθεση φαντάζομαι, ελάχιστα φιλική για τον φορέα του αξιώματος…»

 

Μυθοπλασία και πραγματικότητα, μπλέκονται αρμονικά, για να αναδείξουν τα πιο αγνά από τα ανθρώπινα αισθήματα, αυτά της αληθινής φιλίας, της συντροφικότητας, του έρωτα αλλά και τον δρόμο που μπορεί να ακολουθήσει η ανικανοποίητη ενοχή. Πρόσχημα κατά τη γνώμη μου ο μύθος, για να αναδειχτούν τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα (όπως ο Εμφύλιος, η υπόθεση Μέρτεν, η δικτατορία των συνταγματαρχών, τα αρνητικά για τη χώρα μας στερεότυπα σε σχέση με τα ανθρώπινα δικαιώματα που εξακολουθούσαν για χρόνια μετά την λήξη της στρατοκρατίας να την ακολουθούν πανευρωπαϊκά). Αναφορές που θα δώσουν στον συγγραφέα το δικαίωμα να ταχθεί υπέρ ή κατά αλλά και να δώσει το στίγμα του σε σχέση με την πασίδηλη ευαισθησία και αγάπη του στην ελληνική γλώσσα. Απόψεις εκφρασμένες με εκείνο το είδος καυστικής ειρωνείας που μόνο ευφυή άνθρωπο υποδηλώνουν.

Όλοι οι ήρωες δεν είναι παρά άνθρωποι που κάπου έχουμε συναντήσει, όλοι κινούνται σε πραγματικό ιστορικό πλαίσιο, σε υπάρχουσα κοινωνική συνθήκη, ξεκινώντας από τα χρόνια της Κατοχής και φτάνοντας ως την καταστροφική φωτιά στο Μάτι, ρεαλιστής και αληθινός, ανάλγητος όπου χρειαστεί, με λόγο – νυστέρι, τέμνει για να «θεραπεύσει», μέσα από διαρκείς ανατροπές. Το βάθος της έρευνας και των γνώσεων του συγγραφέα δε, εντυπωσιακά εμφανές φράση τη φράση.

Αμφισβητήσεις και αναρωτήσεις διαρκείς, συχνός αποφθεγματικός λόγος, εναλλαγές αφηγηματικών τεχνικών, πλούσια σε εικόνες περιγραφική δεινότητα, εγκιβωτισμοί, πάμπολλες μεταφορές, πλοκή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πληθώρα πολιτικών και φιλοσοφικών θεωριών, σε «αναγκάζουν» σε εμβριθή ανάγνωση, σε μελέτη. Ένα γοητευτικό ιστορικό – πολιτικό – ερωτικό νουάρ, που το ρουφάς απνευστί, από τα καλύτερα δείγματα νεοελληνικής λογοτεχνίας που έπεσαν στα χέρια μου τα τελευταία χρόνια. Το συνιστώ ανεπιφύλακτα και θα χρησιμοποιήσω μια φράση του ίδιου του συγγραφέα ως κατακλείδα απόλυτα ενδεικτική για την πραγματική ουσία του βιβλίου:

 

«Δεν είναι σκόπιμο να ξοδεύει κανείς άκαιρα το δικαίωμα στο παράπονο».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top