Fractal

Η έννοια της αντικειμενικότητας στον ποιητικό λόγο

Γράφει ο Αντώνης Χαριστός // *

 

 

Έχουμε αναφερθεί κατ’ επανάληψη στα ζητήματα που άπτονται του δημόσιου χώρου τον οποίο οφείλει διακριτά και αυτοτελώς να ρυθμίζει η λογοτεχνία της έκφρασης και δη ο ποιητικός λόγος. Στο πλαίσιο αυτονομίας του λογοτεχνικού επαγγελματισμού ρόλων και ιεραρχικών δομήσεων μίας ταυτότητας απομονωμένης από την αλλοτρίωση της καθημερινής σύμβασης συναλλαγών και μεταβολών, ο λογοτέχνης, ως δρων υποκείμενο μίας υποκειμενικής ερμηνείας οπτικών μορφοποιήσεων του χρόνου συμβάντων και γεγονότων, μετακινείται αποφασιστικά μέσα στα συντεταγμένα όρια τα οποία αυτο-ρυθμίζονται υπό την ανάγκη σχηματοποίησης του λόγου, ως εντεταλμένης εργασίας με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, οικοδομώντας μία συνολική ταυτότητα κοινωνικής παρουσίας με αυστηρή προσέγγιση ως προς την αποδοχή των όρων αναπαραγωγής τόσο του ιδίου (ως ρόλου) όσο και της επαγγελματικής τάξης των λογοτεχνών εν συνόλω. Με αυτό το δεδομένο, της αναγκαιότητας καθορισμού ευδιακρίτως των αναλογιών μέσα στις οποίες ο λογοτέχνης θα φιλοτεχνήσει την υποκειμενική του δράση, ο «λόγος», όχι ως έκφραση αλλά ως δομικό συνθετικό στοιχείο του κοινωνικού στρώματος των επαγγελματιών της τέχνης, αυτο-προσδιορίζεται από τις παραδεδεγμένες αλήθειες ενός νοητού αλληλοπροσδιορισμού προτεραιοτήτων. Με άλλα λόγια, ο εξ επαγγέλματος λογοτέχνης (Έχουμε αναλύσει επαρκώς σε πρώτο βαθμό τον ορισμό της εννοίας του.

 

 

 

 

Υπογραμμίζουμε συνοπτικά πως δεν αφορά το πρώτο συνθετικό του κοινωνικού ρόλου την αναζήτηση οικονομικής ανταμοιβής για την παρουσία του στα εκδοτικά πράγματα αλλά μία αυστηρή προσέγγιση ως αυτόνομης αναγωγής της λογοτεχνίας όχι στο πεδίο ελεύθερης έκφρασης αλλά σε αυτό της συντεταγμένης παρέμβασης στο δημόσιο λόγο έχοντας ως γνώμονα την καταγραφή οριοθετημένης αντίληψης της παρουσίας του ως πολιτιστικό φορέα στα συλλογικά πρότυπα) κινείται και ισορροπεί ανάμεσα στο τρίπτυχο αντικειμενικότητα συνθηκών, υποκειμενικότητα ερμηνειών και υιοθέτησης στάσης ζωής ως πυξίδα παρέμβασης στο δημόσιο λόγο.

Σε αυτό το σημείο είναι καίριας σημασίας ζήτημα η αναγνώριση της αντικειμενικότητας στην λογοτεχνίας της έκφρασης μέσα από την οποία το δρών υποκείμενο οφείλει να διαπιστώσει και παράλληλα να διατυπώσει τις αποστάσεις που χωρίζουν την αποδοχή του ρόλου από τον αξιακό παράγοντα θεσμοθέτησης αυτού που δεν είναι άλλος από την αντιστοιχία βιωμένης εμπειρίας και αποστεωμένης καταγραφής του υλικού αυτής καταρτισμένο στην κορύφωση συγκεκριμένων θεάσεων του ιδίου αυτού γεγονότος. Ο εξ επαγγέλματος ποιητής μεταχειρίζεται τον λόγο μέσα από τις εικόνες. Οι τελευταίες συνθέτουν το έδαφος πάνω στο οποίο ο λόγος μετασχηματίζεται σε δομημένη έκφραση μίας συνεχούς εναλλαγής σκηνικών του ενός και μοναδικού συμβάντος προτού αυτό επεκταθεί αναλυτικά στο σύνολο των στίχων. Προφανώς αυτού του είδους η μονομέρεια στην ανάγνωση του εν λόγω στοιχείου ισοδυναμεί με την πρώτη πρόσληψη του έργου, αρχής γεννωμένης από τον τίτλο αυτού. Ειδικότερα, στον τίτλο του εκάστοτε ποιήματος εντοπίζεται η υποκειμενική θεώρηση της ποιητικής πραγματικότητας και όχι στο κυρίως σώμα που αναπτύσσεται από κει και πέρα. Αυτού του είδους η ανάγνωση δεν ακυρώνει ούτε υπονομεύει την υποκείμενη οργάνωση του λόγου σε εικόνες. Αντίθετα, είναι η πρώτη εικόνα αποτυπωμένη στον τίτλο (ακόμα και στην περίπτωση των άτιτλων έργων το κενό οριοθετεί την ατομικότητα του δημιουργού ως φέρουσα το βάρος συνείδησης αυτού) η οποία νομιμοποιεί την διακριτή περιφρούρηση του ποιητού μέσα από την διαδικασία έκφρασης εξαιρετικά αυτονομημένης σε διακριτά πεδία νοηματοδότησης πέραν του ουσιαστικού περιεχομένου του ποιήματος. Επομένως, η υποκειμενικότητα του τίτλου σε ένα έργο ποιητικής αναφοράς συμπυκνώνει αλλά και εξαντλεί την υπαρκτή παρέμβαση του δημιουργού με αποκλειστική αρμοδιότητα ερμηνείας άνευ περιορισμών. Είναι το πρώτο και το τελευταίο σημείο υποκειμενικότητας.

Με την εξαίρεση του τίτλου, η στιχοποιία των εικόνων μετουσιωμένων σε λόγο εναλλαγών και επαναληπτικών απολήξεων μίας συγκαταβατικής αναίρεσης του εκπεφρασμένου σκοπού του δημιουργού (ο ποιητής δεν εκκινά την διαδικασία σύνταξης ποιήματος με το τελευταίο ως αυτοσκοπό επιβίωσης στα γράμματα αλλά ως επιβεβαίωση της εθελούσιας παρουσίας του στον κόσμο των τεχνών, διατηρώντας αναλλοίωτη την ατομική προσέγγιση της πραγματικότητας) μετατρέπεται σε αναμέτρηση με την αντικειμενική αναφορά ανάλυσης που ακολουθεί ως επιδιωκόμενη συστοιχία τίτλου-περιεχομένου. Πράγματι, το ποίημα δεν είναι σε θέση να αποτυπώσει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα την οποία βιώνει ο ποιητής παρά μονάχα τεκμηριώνει την αφαίρεση αυτής στην θελκτική αποδοχή του δημόσιου λόγου. Επεξηγηματικά, η υιοθέτηση εκ μέρους του δημιουργού μίας ρεαλιστικής ανάγνωσης της συλλογικής ηθικής του λόγου μέσα από τα πρότυπα και τους κανόνες που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις, στο πλέον ταπεινό παράδειγμα αυτών των ερωτικών σχέσεων, δεν καταλογίζεται στον ποιητικό λόγο με τη ρέουσα δομή μίας πραγματικής, εν τω γίγνεσθαι, πρακτικής εφαρμογής. Αντίθετα, ως απομακρυσμένη και εν πολλοίς κριτικά προσεγμένης μεταφοράς στα όμματα των υποψήφιων αναγνωστών, προκειμένου ο δημόσιος λόγος εκπεφρασμένος μέσα από την στιγμιαία καταγραφή μίας νέου τύπου ατομικής ηθικής (η πράξη στην ιδιωτική της μορφή υπό οποιαδήποτε ενημέρωση και αποκωδικοποίηση δεν παύει να επενεργεί επί της δημόσιας εικόνας του δρώντος υποκειμένου) να μετατραπεί σε άξονα υποκειμενικής ερμηνείας, ο ποιητικός λόγος αποβάλει οριστικά από το πεδίο αναφοράς του οτιδήποτε κρίνεται ως ανεπαρκές στην αποτύπωση της ατομικότητας προς όφελος της αντικειμενικότητας. Όσον αφορά την τελευταία δεν τίθεται ζήτημα αναγνώρισης των ορίων της καθώς, επί της ουσίας, δεν υφίσταται παρά μόνο ως νοητή κατηγορία στις οδηγίες τις οποίες θεσπίζεται και θεμελιώνεται ο κύκλος εργασιών μίας συλλογικής κατανομής ρόλων και κοινωνικών πεπραγμένων με διάρκεια στο χρόνο. Η χρήση της έννοιας «αντικειμενικότητα» στον ποιητικό λόγο ισοδυναμεί με την υποκειμενική μεταφορά ενός πολλαπλάσιου στίγματος του εξωτερικού περιβάλλοντος σε χρόνο ενεστώτα. Δηλαδή, το δρών υποκείμενο και το σύνολο των εικόνων που εμπεριέχονται στους στίχους ενός ποιήματος καθρεφτίζονται στην αναλογία μίας εξωτερικής σύμβασης προκειμένου ο λόγος να αναγνωριστεί στην ποιητική του μορφή από τρίτα πρόσωπα. Για το λόγο αυτό ο δημιουργός, τόσο στην πεζογραφία όσο και στην ποίηση, παραμένει αποκλειστικά αρμόδιος να ορίσει και να αποτυπώσει τη μία και μοναδική ερμηνεία του εκάστοτε έργου. Είναι τραγικά άστοχη και στο τέλος της διαδρομής επικίνδυνη η αντίληψη και η αφηρημένη δύναμη η οποία μετακυλίεται στον αναγνώστη (αθέατος και ανώνυμος) ως αποκλειστικά υπεύθυνο για νέες νοηματοδοτήσεις του ιδίου έργου, το οποίο εξακολουθεί να διέπεται από συγκεκριμένους κανόνες πρόσληψης και συγγραφής.

Είμαστε στην κορύφωση της άρνησης τόσο του υποκειμενικού λεξιλογίου μίας άνομης και άναρχης μετάφρασης των εξωτερικών συστατικών της προσλαμβανομένης ποιητικής όσο και της αντικειμενικής κριτικής προσέγγισης και παραδοχής αδυναμίας του ποιητού όπως καθορίσει το περιεχόμενο της ίδιας αυτής ποιητικής ονοματολογίας. Με άλλα λόγια ούτε αντικειμενικότητα ούτε υποκειμενικότητα όρων και δεδομένων συμβάλλουν στην σχηματοποίηση της λογοτεχνίας της έκφρασης. Επρόκειτο για την στιγμιαία αντανάκλαση της πράξης, αυτονομημένη καθώς λογίζεται στην στρατευμένη τέχνη, στα συγκολλητικά υλικά της ταυτόχρονης παρουσίας μίας παροδικής θεώρησης των πραγμάτων δίχως την αντοχή διαρκούς αναπαραγωγής του ποιητικού λόγου στο δημόσιο χώρο. Η εξωτερική πραγματικότητα τεκμαίρεται την ευθυγράμμιση του χρονικού διαστήματος ανάμεσα στην παρέμβαση του δημιουργού μέχρι την εσωτερίκευση του χωρικού πλέγματος ιδιαιτεροτήτων μέσα από τα οποία η λογοτεχνία της έκφρασης κερδίζει την αναγνώριση την οποία οφείλει στην αυτονομία του ρόλου της. Η στιγμή της βιωμένης εμπειρίας, όπως καταγράφεται σε στίχους και φόρμες τεχνικής κατασκευής, μετουσιώνεται σε χωρική και χρονική αποβολή της αιτίας ύπαρξης του ποιήματος αυτούσιου και ενεργούντος στην όψη της ρηματικής ενεργοποίησης των εικόνων. Μόνο σε αυτή την περίπτωση η εικόνα (εν συνόλω) ή οι εικόνες (ανά στίχο) του ποιήματος αποκτούν υλικότητα κι επομένως δύναται το έργο να καταστεί προσβάσιμο στην ταύτισή του με τον δημιουργό, όταν η ενέργεια των εικόνων αντανακλάται σε ρηματικές απογραφές της σκοπιμότητας του έργου. Σε κάθε άλλη περίπτωση ο δημιουργός παραμένει ξένος ως προς το πνευματικό του δημιούργημα διότι αδυνατεί να μεταμορφώσει την παρουσία του εντός αυτού μεταδίδοντας την ροή του σε χρόνο πέραν του ενεστώτα, διαρκώς εκτεινόμενο σε κατευθύνσεις αυτοπροβολής.

Ούτε η έννοια της αντικειμενικότητας ούτε αυτή της υποκειμενικότητας οφείλει να συναπαντάται στην λογοτεχνία της έκφρασης και δη την στρατευμένη τέχνη. Μονάχα η στιγμιαία δομή μίας εκπεφρασμένης εμπειρίας, σε ρυθμό ενεργητικής παρέμβασης στο δημόσιο λόγο, αντέχει στο χρόνο των εναλλαγών υποθηκεύοντας, από τη μία πλευρά, την ατομικότητα της πράξης στην αποθέωση, από την άλλη πλευρά, της συλλογικότητας του ρόλου ως εξ επαγγέλματος λογοτέχνη.

 

 

* για την Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top