Fractal

✔️ Ποίηση με βηματισμούς ψυχής. Συνομιλία με τον ποιητή Χρήστο Κεραμίδη

Συνέντευξη στη Διώνη Δημητριάδου //

 

-Διαβάζοντας την ποίησή σας, όπου πολύ συχνά αναφέρεται η θάλασσα περισσότερο ως βίωμα και όχι μόνον ως τοπίο, σκέφτεται κανείς ότι έχετε πολύ ταξιδέψει. Ισχύει αυτό;

Δεν ισχύει αυτό. Δεν έχω ταξιδέψει πολύ. Ταξίδεψα μέσα από τις ονειροπολήσεις μου! Ωστόσο, έχω μια ιδιαίτερη εμμονή με τη θάλασσα και με τον συμβολισμό της στα ποιήματά μου. Όταν γράφω πως αγαπώ τη θάλασσα, δεν εννοώ τη φυσική αυτή μάζα του πλανήτη. Εννοώ τα πέλαγα, τους πόντους, που πάνω τους, ιχνογραφούνται οι θαλάσσιοι δρόμοι του πόνου, της περιπέτειας και του άγνωστου. Εκεί, όπου «τα ωκεάνια κύματα δεν δέχονται άλλους ήχους εξόν απ’ τους δικούς τους».

 

-Ανάμεσα στη σιωπή και στην κραυγή υπάρχει η ταπεινότητα των χαμηλών τόνων. Η ποίησή σας πώς μιλάει;

Η σιωπή είναι ο καμβάς που πάνω του εγγράφεται ο ποιητικός λόγος. Η εγγραφή αυτή γίνεται με τρόπο τέτοιο, ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Στη γραφή μου υπάρχει η κραυγή· υπάρχει και η ταπεινότητα των χαμηλών τόνων. Όλα αυτά εναρμονίζονται πάνω στον σκοτεινό τοίχο της σιωπής, για να μπορούν να γίνουν ποίημα.

 

-Ας δούμε και την αποδοχή του ποιητικού αποτελέσματος. Γράφετε κάπου: [η ποίηση] απευθύνεται πρώτα σ’ αυτούς που τη χρειάζονται και μετά σ’ όλους τους άλλους που τη βλέπουν σαν παιχνίδι. Μιλήστε μας για τον διαχωρισμό αυτό.

Η ποίηση αφορά τον καθημερινό άνθρωπο, από τη στιγμή που αγαπά αυτό που ακούει ή βλέπει, χωρίς να αισθάνεται την έντονη ανάγκη να το κατανοήσει. Όμως, δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, δεν μπορεί να παραμείνει ουδέτερη. Ξέρω ότι στο παρασκήνιο πάντα συμβαίνει μια θυσία. Μια θυσία που δεν ομολογείται και δεν θέλουν να αποκαλυφθεί. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η σιωπή μοιάζει με συνενοχή. Η ποίηση δεν μπορεί να παίζει μόνο παιχνίδια μουσικής υποβλητικότητας και να ερωτοτροπεί με τον εαυτό της. Η αυτόματη και η ακατανόητη γραφή δεν θεωρείται πλέον μοντέρνα γραφή. Αφορά μόνο αυτόν που την έγραψε και μία «ελίτ» αναγνωστών που βλέπουν ως ξένο σώμα οποιαδήποτε άλλη ποιητική απόπειρα. Η ποίηση σήμερα, προσανατολισμένη σ’ έναν άγονο εκλεκτικισμό, δεν απευθύνεται πλέον στον μέσο αναγνώστη που είναι και ο φυσικός της αποδέκτης. Αντίθετα τον απωθεί. Όμως, σ’ ένα ωραίο ποίημα, πάντα θα παραμένει ένα κομμάτι μουσικής, πάνω από τη συλλογιστική του. Για τον λόγο αυτό, θα έλεγα ότι ο ήχος (μουσική) και το νόημα θα πρέπει να συνυπάρχουν και να μην αντιμάχονται. Τότε μόνο ο ποιητής έχει το προνόμιο να κρατά το τρομερό πηδάλιο της δημιουργίας, μεταμορφώνοντας την ποιητική πράξη σε αριστούργημα. Η ποίηση μπορεί να είναι το όχημα της πιο βαθιάς πνευματικότητας, έχει όμως την υποχρέωση να συγκινεί τους αναγνώστες, να έχει βηματισμούς ψυχής! Δεν νομοθετείται. Είναι μια τέχνη μυστηριώδης όπως και η μουσική και ίσως περισσότερο.

 

 

Βηματίζοντας στην προκυμαία τις νύχτες, έβρισκε συνοδοιπόρους της ίδιας διαδρομής. Ποιοι είναι οι «συνοδοιπόροι» σας στην ποίηση; Από ποιους ίσως επηρεαστήκατε και ποιους θεωρείτε λογοτεχνικά οικείους με εσάς;

Έμαθα από μικρός να σέβομαι την Τέχνη και τους υπηρέτες της κι όσο μεγάλωνα συνέχεια μελετούσα έργα πεζά και ποιητικά, αρχίζοντας από τη λεγόμενη Νέα Αθηναϊκή Σχολή με τον Παλαμά και τους συγχρόνους του και συνεχίζοντας με Βάρναλη, Ρίτσο και τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της γενιάς του ’30. Επηρεάστηκα από την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου, του Μανόλη Αναγνωστάκη και του Κώστα Καρυωτάκη. Αρκετοί φίλοι μού έχουν πει ότι μοιάζει η ποίησή μου περισσότερο με του Καρυωτάκη. Εγώ δεν έχω μιμηθεί κανέναν. Πιστεύω ότι έχω ένα προσωπικό καθαρά ύφος και ας το καθορίσουν οι άλλοι.

 

-Αν έπρεπε να δώσετε το στίγμα της γραφής σας, πώς θα προσδιορίζατε τις αφορμές της, τους στόχους της (αν συμφωνείτε με τον όρο), τα βασικά της χαρακτηριστικά;

Η αγάπη για τον πατέρα μου που τον έχασα σε ηλικία πέντε χρονών. Ήξερα ότι αγαπούσε τη μουσική και τη λογοτεχνία και ήθελα κι εγώ να μη διαψεύσω την επιθυμία του αυτή. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες που με ανάγκαζαν να γράφω αυτό που αισθανόμουνα και μετά να το σκίζω. Τα συχνά ταξίδια μου στο νησί της Σαμοθράκης, στους ιερούς βράχους των οραμάτων, όπως το χαρακτήρισα στο πρώτο δημοσιευμένο μου ποίημα με τίτλο «Επιστροφή στα χαμένα οράματα». Αν και με χαρακτήρισαν «ποιητή της θάλασσας», γιατί συχνά αναφέρομαι σ’ αυτήν, ποτέ μου δεν έπαψα να προσβλέπω στα κοινωνικά μου οράματα για μια άλλη ζωή Δικαιοσύνης. Στα ποιήματά μου υπάρχει μια μουσικότητα καθαρά προσωπική, που βγαίνει μέσα από την ψυχή μου και στην οποία υπακούω. Δεν ακολουθώ αυστηρά τη ρίμα. Γράφω απλά και ξέρω πότε αγγίζω αυτή τη μουσική και πότε μου διαφεύγει.

 

-Μια που αναφερθήκατε στα κοινωνικά οράματα, αν και όχι συχνά υπάρχουν ωστόσο στα γραπτά σας κοινωνικές αναφορές, κυρίως όταν μιλάτε για τους «ηττημένους» της ζωής. Έχει η λογοτεχνία περιθώρια παρέμβασης στην πάσχουσα κοινωνία;

Πράγματι, το επισημαίνω συχνά, γιατί μπαίνουμε πλέον σ’ ένα επικίνδυνο σύστημα ζωής. Η ομορφιά εξαντλείται. Ο τόπος ερημώνεται. Τον πρώτο λόγο έχουν τώρα οι άσχετοι και οι καιροσκόποι. Τα παιδιά μας είναι παιδιά εξόριστα, λυπημένα και οι φωνές τους χάνονται μέσα στη σιωπή. Στην εποχή αυτή, η ποίηση, έχει την υποχρέωση να καταγγείλει τη χυδαιότητα, τη μιζέρια, την εξαθλίωση, το πολιτικό ψεύδος και την υποκρισία. Να μην παραμείνει παθητική και ουδέτερη. Να επαναστρέψει τη ζωή στην αληθινή της κοίτη, να σταματήσει το φαρμάκωμα των «καθαρών» νερών και την αδίστακτη υπονόμευση του πολιτισμού στην πατρίδα μας. Η ποίηση «δεν μπορεί να ανατρέψει την πραγματικότητα, ανατρέπει όμως τις λογικές που τη στηρίζουν», επειδή είναι η μόνη ανθρώπινη, δημιουργική πράξη που προσεγγίζει, σε βαθμό επικίνδυνο, τον κόσμο που δεν μπορεί να ειπωθεί. Για τον λόγο αυτό είναι πολύ πιο κοντά στη σιωπή των ηττημένων ή στον Θεό, ομοούσια με την άρρητη δύναμη της Δημιουργίας.

 

-Πόσο προσωπική είναι η γραφή σας; Γράφετε: Βρήκα τη δύναμη να φύγω/ γλιστρώντας σε ποταμούς / που κύλησαν δίπλα μου αμίλητοι. Το πρώτο πρόσωπο, που συχνά χρησιμοποιείτε, απηχεί τον εαυτό σας;

Οι στίχοι που συνήθως γράφω, είναι εξομολογητικοί. Δεν θα μπορούσα να αναφέρομαι σε άλλο πρόσωπο.

 

-Μέσα στα γραπτά σας, ποιητικά και πεζά, ανιχνεύεται η μνήμη του πατρογονικού τόπου. Πώς σας διαμόρφωσε η προσφυγική μοίρα των γονιών σας;

Είμαι Πόντιος δεύτερης γενιάς και η αναπόληση αυτή παραμένει μέσα μου ζωντανή από άμεσες διηγήσεις. Διαμορφώνουν μέσα μου εκείνο το συναίσθημα που με βοηθά να πιστεύω ότι τα αγαπημένα πρόσωπα, που έφυγαν από τη ζωή μου, θα εξακολουθούν να ζουν μαζί μου μόνον όταν τα ενθυμούμαι και αναφέρομαι σ’ αυτά. Άλλες φορές, η επιθυμία αυτή πραγματώνεται με τη συγκίνηση που νιώθω ακούγοντας την τρίχορδη λύρα, που με φέρνει τόσο κοντά στα βασανισμένα πρόσωπα του πατέρα και της μάνας μου και μ’ αναγκάζει να θέλω να χορέψω, ν’ ανασηκώσω το βαρύ μου πέλμα και να το υψώσω στα ουράνια!

 

 

-Φυσικά η Καβάλα έχει μεγάλο μερίδιο σε όσα γράφετε. Μιλήστε μας για την πόλη σας, όπως εσείς τη βλέπετε, όπως σας έχει επηρεάσει σε ό,τι κάνετε.

Ας μου επιτραπεί να μη μιλήσω, αλλά να καταθέσω στους αναγνώστες ένα ποίημα από τις Παράκτιες διαδρομές κι ένα μικρό πεζό από το Βόρεια ακρωτήρια, το καινούργιο βιβλίο που ετοιμάζω. Είναι ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσω αυτό που νιώθω για την πόλη μου.

Η δυσκολία να τη βλέπεις όλη

Είναι οι γιρλάντες από φώτα, που απλώνονται

από τη μια άκρη της στην άλλη.

Όπου κι αν σταθείς, δεν μπορείς να τη δεις όλη.

Είναι οι χερσόνησοι,

οι κάβοι που σ’ εμποδίζουν να βλέπεις.

Είναι η δυσκολία που σε κάνει να φαντάζεσαι

πως η άλλη μισή είναι πιο γοητευτική.

Δεν είναι ίδια

 

Φθάνοντας ψηλά, στην κορφή του Άγιου Σίλα, βλέπεις την πόλη να ξανοίγεται. Στο γαλάζιο να πνίγεται της θάλασσας και τ’ ουρανού. Μια πόλη που τόσα χρόνια μέσα σου κρατούσες. Όμως δεν είναι ίδια. Ποτέ δεν είναι η ίδια. Ποτέ δεν επιστρέφεις σε ό,τι η παιδική σου μνήμη χάραξε.

 

-Έχοντας επιλέξει, λοιπόν, να ζείτε και να δημιουργείτε στον γενέθλιο τόπο σας, ποια γνώμη έχετε διαμορφώσει για τη λογοτεχνική κίνηση στην περιφέρεια;

Είχε και έχει, ακόμα, σπουδαίους δημιουργούς και μια ανταπόκριση από τους πολίτες αρκετά σημαντική. Ακόμη και σήμερα πιστεύουν στο πανελλήνιο ότι η προσφορά της πόλης μας στον πολιτισμό υπήρξε μεγάλη και σοβαρή. Εκείνο που τους χαρακτηρίζει ιδιαίτερα είναι, δυστυχώς, η μοναχική πορεία τους. Μόνο με την αγάπη και την καλή συνεργασία όλων νομίζω ότι τα αποτελέσματα θα γίνουν ακόμη πιο θεαματικά.

 

-Σας έχει αποδοθεί ο τίτλος «ποιητής του καπνού» από επιστήμονες νεοελληνιστές, της πόλης σας. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό για εσάς;

Το όνομά μου δεν προστίθεται στα ονόματα των ποιητών, που στα ποιήματά τους το καπνικό ζήτημα της πόλης κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό. Αναφέρομαι με συμπληρωματικό τρόπο στο πεδίο της έρευνας πάνω στο ζήτημα αυτό. Η αναφορά, όμως, αυτή είναι για μένα ιδιαίτερα τιμητική. Αισθάνομαι μεγάλη συγκίνηση, όταν κάποιο ποίημα μου εγγράφεται στη μεγάλη και αγωνιστική ιστορία αυτής της πόλης.

 

-Στο πιο πρόσφατο βιβλίο σας (Παράκτιες διαδρομές) μοιράζεστε ανάμεσα στην ποίηση και την πεζογραφία. Στα ποιήματά σας κυριαρχεί η λιτή μορφή, η μικρή έκταση, η αποφυγή λυρικών εκφράσεων. Στα πεζά σας, από την άλλη, διαφαίνεται η ποιητική επίδραση στην υπαινικτικότητα, τη συμπύκνωση του λόγου. Τελικά μία είναι η γραφή, ασχέτως της μορφής που παίρνει κάθε φορά;

Και στις δύο απόπειρες κυριαρχούν οι ίδιες αισθητικές μορφές, τις οποίες και δεν μπορώ να αποφύγω. Η ποίηση με ακολουθεί παντού. Το έχουν διαπιστώσει οι αναγνώστες μου και μου το υπενθυμίζουν κάθε τόσο.

 

 

-Ένα από τα χαρακτηριστικά σας είναι ο στοχασμός, που συμβαδίζει με την ποιητική και με την πεζογραφική εκδοχή σας ως δημιουργού. Θα λέγατε ότι ο στοχασμός αυτός εμπεριέχει και κάποιο διδακτισμό;

Οι στοχασμοί μου δεν έχουν επιστημονικό υπόβαθρο. Προβληματίζουν μόνο και είναι βγαλμένοι μέσα από την εμπειρία της ζωής μου. Δεν εμπεριέχουν διδακτισμό ή κάποια άλλη σωτήρια πίστη.

 

-Και ο έρωτας; Πώς δένει με την υπόλοιπη θεματική των γραπτών σας;

Η νοσταλγία για κάποιον απραγματοποίητο έρωτα μπορεί ν’ αναδημιουργεί τα συναισθήματα, και να τα επαναφέρει στην ένταση μιας πρώτης καταγραφής. Βοηθά τον ποιητή να «αγγίζει» την Τάξη των λέξεων που είναι μόνο μία και μοναδική, υπακούοντας μ’ αυτόν τον τρόπο στο μυστήριο και τη μουσικότητα της δημιουργίας. Στα ποιήματά μου, πράγματι, υπάρχει ένας ερωτισμός που, όμως, απευθύνεται περισσότερο στον έρωτα παρά στο ερωτικό αντικείμενο.

 

-Σ’ ένα ποίημά σας, «Θαλάσσιες γραμμές» από τη συλλογή Ένα ποτάμι φως γράφετε: […] ταξίδεψα με ποντοπόρα πλοία / στην ακατανίκητη γεωμετρία /οριζόντων και ωκεανών. /Διέσωσα όμως /το πρόσωπο της ψυχής μου! Πώς μπορεί κανείς να διασώσει την ψυχή του; Με τη φυγή των ταξιδιών ενδεχομένως; Με τη γραφή και την ποίηση;

Ισχύουν και οι δύο εκδοχές. Είναι τίμιοι και άδολοι άνθρωποι οι ναυτικοί, ιδίως εκείνοι που ταξιδεύουν με ποντοπόρα πλοία. Στη στεριά νιώθουν άβολα, δεν μπορούν να αντέξουν τη μικροπρέπεια και τους ψυχρούς υπολογισμούς των στεριανών. Γι’ αυτό, κάθε τόσο ψάχνουν για νέα μπάρκα. Στη δεύτερη εκδοχή, οι ποιητές —και πάνω σ’ αυτό επιμένω— είναι από τα πιο ευαίσθητα και απροστάτευτα άτομα στον λογοτεχνικό χώρο. Η τέχνη της γραφής λειτουργεί λυτρωτικά· διασώζει την ψυχή τους.

 

-Ναι, γράφετε άλλωστε: Διευρύνοντας τα όριά μου/ ξέφυγα από τις γραμμές/ που με κλείνουν. Τι δρα δεσμευτικά και τι απελευθερωτικά για εσάς, εκτός από τη γραφή;

Δρα δεσμευτικά οτιδήποτε επαναλαμβάνω στη ζωή μου από εξαναγκασμό και άγονη συνήθεια. Νιώθω απελευθερωμένος μόνο όταν σπάω τους κανόνες της υποταγής και της δουλοπρέπειας, και ας είναι το τίμημα βαρύ. Είναι αυτό που έλεγε ο μεγάλος μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης «το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας».

 

 

 

Ο Χρήστος Κεραμίδης γεννήθηκε στην Καβάλα, στη χερσόνησο του συνοικισμού της Παναγίας, στην οποία συχνά «επιστρέφει» και αναφέρεται. Μεγάλωσε σ’ ένα από τα παλιά τούρκικα σπίτια των προσφύγων, τα ανταλλάξιμα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο. Έχασε τον πατέρα του στην πολύ μικρή ηλικία των πέντε ετών, γεγονός που τον σημάδεψε στη μετέπειτα ζωή του. Τελείωσε την Αριστοτέλειο Σχολή Υπομηχανικών Θεσσαλονίκης (Μικρό Πολυτεχνείο). Από το 1975 ζει μόνιμα στην Καβάλα. Εργάστηκε στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με την ιδιότητα του μελετητή και επιβλέποντα μηχανικού. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1995 με την ποιητική συλλογή Ταξιδευτές. Το 1996 εκδόθηκε η ποιητική του συλλογή Στα πέλαγα του ονείρου. Απόσπασμα από το ποίημα «Το όνειρο», δημοσιεύτηκε, ως προμετωπίδα, σε περιοδικό προβολής της πόλης του, μεταφρασμένο σε τρεις γλώσσες. Το ποίημα «Αόρατοι στόχοι» (από τη συλλογή Δρόμοι της βροχής 1998) τιμήθηκε από τη Νέα Κίνηση Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης (1999). Το ποίημα «Ερωτικό» (από τη συλλογή Ο Αύγουστος που περιμένω) ανθολογήθηκε στο Ποιητικό Ημερολόγιο 2018 των εκδόσεων Ιωλκός. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο Παλίμψηστο Καβάλας 2009 (επιμέλεια και ανθολόγηση των Ευριπίδη Γαραντούδη και Μαίρης Μικέ) με το ποίημα «Χαμένες μουσικές», που γράφτηκε για τη μεγάλη πυρκαγιά που έκαψε το περιαστικό δάσος της πόλης, το 1985. Το ποίημα «Αναζήτηση» ανθολογήθηκε στο Καλλιτεχνικό Ημερολόγιο 2020. Έχει επιλεγεί, ιστορικά, από επιστήμονες νεοελληνιστές, ως ένας από τους «ποιητές του καπνού» της πόλης του (1ο Επιστημονικό Συνέδριο- Πρακτικά συνεδρίου, Καβάλα Δεκέμβριος 2018). Έχει γράψει κυρίως ποίηση. Ποιήματα αλλά και πεζά κείμενά του έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες.]

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top