Fractal

Λιγομίλητες και ξερακιανές οι λέξεις

Γράφει η Μαρία Μαραγκουδάκη //

 

Τάσος Μάντζιος «Τα οξέα του ποιήματος», εκδ. Έλευσις και Υδράνη

 

Όπως, παλιός τεχνίτης πέτρας

Ηπειρώτης,

που ‘χε μεράκι

και κριτήριο αυστηρό

κι όλο τις λεπτομέρειες

με προσοχή και μ΄ επιμέλεια,

δούλευε,

έτσι,

να τις μεταχειρίζεσαι τις λέξεις.

Έτσι να τις διαλέγεις….

Με τους στίχους αυτούς ανοίγει αυλαία ο Τάσος Μάντζιος, συστήνεται και συστήνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα οξέα του ποιήματος». Δίνει με ακρίβεια κατευθείαν το στίγμα του. Είμαι τεχνίτης, δηλώνει. Και πράγματι πρόκειται για ένα τεχνίτη που με εξαιρετικά αυστηρό κριτήριο διαλέγει προσεχτικά την κάθε λέξη,  γιατί, όπως λέει η Μαρία Λαϊνά σε μια συνέντευξη «η ποίηση είναι μόνο γλώσσα, ούτε ιδέες ούτε συναίσθημα· η ποίηση είναι γλώσσα, τα υπόλοιπα είναι ενδιάμεσα κενά».

Οι λέξεις του ποιητή είναι «λιγομίλητες και ξερακιανές», γράφει ο ίδιος, τις μεταχειρίζεται με σεβασμό και φειδώ, σχεδόν με ιερότητα, τις λαξεύει με ευλάβεια και τις τοποθετεί επιδέξια για να χτίσει. Και χτίζει με τον τρόπο του και μαστοριά μεγάλη μια ποίηση ελλειπτική και μινιμαλιστική. «…Είμαστε των στιγμών μας/λιθοξόοι».

Τίποτα δεν περισσεύει, ούτε ένα άρθρο, ούτε μια πετρούλα, δεν εξέχει από το οικοδόμημά του. Χειρίζεται και ελέγχει και την παραμικρή λεπτομέρεια. Με φράσεις κοφτές επιδιώκει ακρίβεια, ευστοχία και στο τέλος έκπληξη. Η παιδεία και τα βιώματα είναι το έρμα του λογοτέχνη. Οι επιρροές του Τάσου Μάντζιου από τις Γραφές είναι εμφανείς «…Οι κήποι φρύγανα,/ κυρά. /Χάμω σπασμένα,/ τα ωσαννά./ Και τ’ αλληλούια» ή «…Αψηλάφητοι/ την ήλων οι τύποι…», επίσης ακούγεται διακριτικά, σαν μουσική υπόκρουση, η φωνή του Καβάφη «…Κι αρχίζεις πάλι/να σχεδιάζεις/και να προγραμματίζεις/και να ιεραρχείς προτεραιότητες./Κι αρχίζεις πάλι/να ονειρεύεσαι./Κι αφήνεσαι./Και δεν ακούς/-μα κι αν ακούς/καμμιά δε δίνεις σημασία..». Επίσης ο ποιητής συχνά ανατρέχει και στη Μυθολογία ή σε πρόσωπα από αρχαίους τραγικούς, κάνοντας τη δική του ανάγνωση με το φακό του σήμερα. Αποδομεί και αναδομεί γνωστές μορφές. Γράφει στο ποίημα «Αυλίδα»

…..

Έτσι κι αλλιώς

οι διαθέσεις των θεών

πάντα, φριχτά ευμετάβλητες.

Έτσι κι αλλιώς

ο Κάλχας

όλο εμπόδια στους οιωνούς

και δυσκολίες θα βλέπει.

Όμως εσύ, μη μείνεις άπραγος.

 

Μήτε θεούς να καρτεράς,

μητ΄ εύνοια 

ν΄ απαντέχεις.

…..

Η ποίηση του Τάσου Μάντζιου δεν κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Κινείται μεταξύ πραγματικότητας και πραγματικότητας, για την ακρίβεια κινείται στις ρωγμές της πραγματικότητας, απ’ όπου και αντλεί εικόνες και μεταφορές αναπάντεχες. «….πάντα ελπίζεις/πως κάποτε,/μέσα στην οιμωγή/των λεωφόρων,/καθώς θα σκύβεις/για να δέσεις τα κορδόνια σου,/θα βρεις/έτσι απρόσμενα/το Μίτο,/θα βρεις/έτσι αναπάντεχα/το Νόημα…».

Ο ποιητής έχει μια βαθιά κρυμμένη τρυφερότητα και πόνο δυσδιάκριτο πίσω από τις γραμμές. Ίσως γιατί, ως άντρας παλαιάς κοπής με καταγωγή Ηπειρώτικη, δεν επιτρέπει στον εαυτό του τον καλλωπισμό, απορροφά τους κραδασμούς του πόνου και δεν αφήνεται σε πολυτέλειες σαλονιού. «…Δεν έχει /ούτ΄ ένα απάγκιο/για να κουρνιάζουν οι αγκαλιές…» γράφει, ή λίγο παρακάτω «…Είναι, που εντός μου/ράγισα» ή γιατί «τον έφθειραν/οι χρεωκοπημένες Κυριακές…».

Έχει βρασμό, μα είναι τόσο εσωτερικός, σχεδόν άηχος. Εξωτερικεύεται με λέξεις στεγνές από δάκρυα, γι’ αυτό και τόσο δυνατές. Δεν βοά, δεν θορυβεί για να μπορέσουμε εμείς να ακούσουμε τη σιωπή. Και για να το καταφέρει αυτό γραδάρει, μετράει δηλαδή, την πυκνότητα όπως μας αποκαλύπτει στο ποίημα το ομώνυμο με τον τίτλο της συλλογής:

…Και μόνο εγώ

ωσάν αλχημιστής

μέσα στη νύχτα,

γραδάρω με τις ώρες

τα οξέα του ποιήματος.

Αγγίζει διαχρονικά υπαρξιακά θέματα. Συνδιαλέγεται με τον απέναντι, παρατηρεί, διεισδύει εντός και ταυτόχρονα διαπερνάται από κείνον, σαν δυο τεμνόμενες ευθείες. Ακούγεται ένας διάλογος ανάμεσα στον άλλο και στη δική του εσωτερική φωνή συνείδησης. Προσπαθεί να αποκομίσει ένα συμπέρασμα. Υπάρχει ένας στοχασμός που βρίσκεται πέραν του φιλοσοφικού. Αναζητά μια αλήθεια που συνεχώς γλιστράει και του ξεφεύγει. Είναι η δραματική φωνή ενός ανθρώπου που τελικά αναζητά την ύπαρξη του. Γράφει στο ποίημα Η θλίψη του Δία

 

Την ευτυχία των θνητών, μακάρισεν ο Δίας.

Της άγνοιάς τους

το προνόμιο.

Των γεγονότων τη ροή μονάχα

αντιλαμβάνονται.

Για τα μελλούμενα, γνώση δεν έχουν.

Την ολοκληρωμένη εικόνα

δεν μπορούν να δουν.

Της λιγοστής χαράς τους

τις στιγμές,

αιώνιες τις φαντάζονται.

Βασίζουν την ζωή τους

στης ζωής το αβάσιμο.

Τις ανελέητες Μοίρες

δεν γνωρίζουν.

Τις ανελέητες Μοίρες

και τις αποφάσεις τους….

Όλα τα ποιήματα είναι θραύσματα ζωής. Υπάρχει κάτι κρυφό που ταυτόχρονα είναι ιερό και ανίερο. Αναζητά στο φαινομενικά ασήμαντο το πολύ σημαντικό. Εστιάζει στο επουσιώδες, στο ελάχιστο. Διαφαίνεται μια απόχρωση ειρωνική λεπτή και οδυνηρή. Από το ταπεινό πηγάζει μια ποιότητα. Σημασία έχουν αυτά που δε λέγονται και μένουν στη σκιά. Ο έρωτας δεν κραυγάζει, δεν είναι σε πρώτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο είναι η απουσία του έρωτα, ίσως γιατί ο έρωτας υπάρχει στην απουσία του και συνυπάρχει με τον πόνο «έβρεχε/ καρατομημένες ελπίδες./Φεύγοντας/μαζί μου, έτρεμε/το ‘σ’ αγαπώ’/ανίσχυρο». Συχνά το περιβάλλον είναι ο χαρακτήρας στον οποίο προβάλλει συναισθήματα, όπως στο ποίημα Το Δρομάκι

 

Ήταν μικρό

των συναντήσεών μας 

το δρομάκι.

Πάροδος.

Είχε μια απότομη στροφή ,δεξιά

ένα τεράστιο “no parking”

όπου με περίμενε

ένα περίπτερο

συνήθως κλειστό…

Απεχθάνεται το μελό. Ο λυρισμός του είναι υλικός, έχει σωματικότητα.

…Έβρεχε,

είχε ποδοπατήσει την φωνή μου.

Ψάχνοντας για ταξί,

φεύγοντας,

επισήμανα

την επαιτεία των χειλιών….

 

Αν και σπάνια γίνεται αυτοαναφορικός έχει μια ιδιαίτερη χροιά στη φωνή όταν μιλά σε πρώτο πρόσωπο το ποιητικό «εγώ». Μιλάει χαμηλόφωνα, σταθερά, δίχως ακκισμούς, και εξομολογητικά.

…Όλες μου

οι μεγάλες οι συγνώμες,

όλες

ασθμαίνουσες.

Οικτρά ,αργοπορημένες.

Ολότελα ,άκαιρες.

Κατάκοπες αφίξεις

σε μια παράσταση

που τέλειωσε.

Τέλος αν μου ζητούσαν να χαρακτηρίσω σε περίληψη την ποίηση του Τάσου Μάντζιου θα έλεγα τέσσερις λέξεις: ήθος, αλήθεια, στοχασμός, βάθος.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top