Fractal

Διήγημα: “Το τάμα”

Γράφει ο Δρ Πολύβιος Ν. Πρόδρομος  // *

 

 

 

 

 

Το τάμα

 

Χρόνια τώρα ταχτάριζε τα παιδιά του χωριού, αφού δεν είχε αξιωθεί να αποκτήσει δικό της. Τα έπαιρνε στα πόδια της, στην αγκαλιά της, τα έπαιζε κι έκανε πως τα νανούριζε. Αυτόν τον καημό της κουβέντιαζε με τη  Παναγιά του βουνού, τη Γιάτρισσα. Ευλόγησέ με να σκιρτήσει μωρό στη κοιλιά μου. Χάρισέ μου ένα παιδί. Τα δάκρυά της θάμπωναν τα μάτια τής εικόνας, τόσο σφιχτά που την αγκάλιαζε. Άφηνε στη Χάρη Της ένα μελισσοκέρι που είχε φτιάξει κι έπαιρνε πάλι το δρόμο της επιστροφής. Και σερνικοβότανο είχε πιει και χαρές στο Λιώτση έκανε να σμίξουνε όταν το φεγγάρι ήταν σε γέμιση. Όπως γεμίζει το φεγγάρι, έτσι να γεμίσει και η κοιλιά μου με παιδί, έλεγε. Και όλα τα γιατρικά τής κυρα-Φρόσως τηρούσε κατά γράμμα.  Απόκαμε. Το είχε πάρει απόφαση πως δεν θα ‘πιανε παιδί δικό της στα χέρια της. –Και τι τα θέλεις; Παίδεμα είναι τα παιδιά, της έλεγε για να την παρηγορήσει ο Λιώτσης. Όλα τα παιδιά του χωριού, σα δικά σου είναι. Εσύ τα έχεις μεγαλώσει.Σα δικά μου, άντρα μου. Όχι όμως δικά μου, του απαντούσε κι έφευγε να πάει απόμερα, να σκουπίσει τα δάκρυά της και να ανοίξει το γιούκο της, που είχε μέσα όλη τη προίκα του μωρού  κεντημένη με τα χέρια της. Ένα-ένα τα ρουχαλάκια τα ξεδίπλωνε, τα έπαιρνε αγκαλιά απαλά, σα να μην ήθελε να ξυπνήσει το μωρό που κοίμιζε τόσα χρόνια μέσα τους, τους έλεγε ταχταρίσματα και μετά πάλι  τα ξαναδίπλωνε από την άλλη μεριά για να μη μείνει η τσάκιση, και δε θα δείχνει ωραίο  πάνω του. Ο Λιώτσης το είχε πόνο στη καρδιά.  Ξημέρωνε παραμονή της γιορτής Της. Αχάραγα σχεδόν, κρυφά απ’ τη γυναίκα του, κίνησε να πάει στη Γιάτρισσα να τη παρακαλέσει.- Μη με ξεσυνερίζεσαι για τις αμαρτίες μου, Κυρά μου. Εκείνη τη γυναίκα μου, δε τη πονάς; Χάρισε μας ένα παιδί κι εγώ θα Σου φέρω τη πιο όμορφη καραμάνικη από το μαντρί μου.

Άντε, μ’ένα πόνο τής έλεγε το χωριό, η ώρα η καλή. Παιδί θα’ναι, της έλεγε η κυρα-Φρόσω, που είχε ξεγεννήσει κάμποσες, βλέποντας τη κοιλιά της. Γερό να’ναι κι ας είναι και κορίτσι. Εγώ το ίδιο θα το αγαπάω και πιότερο,  έλεγε ο Λιώτσης. Κι έτρεχε να φέρει στη γυναίκα του ό,τι ποθούσε η ψυχή της, για να μη γεννηθεί το παιδί με ζήλεμα. Σαν ήρθε η ώρα η καλή γεννήθηκε το παιδί, αγόρι. Κερνούσε ο Λιώτσης όλο το χωριό και έσφαξε δυο πρόβατα για να γλυκάνει το στόμα των συχωριανών του να μη του το ματιάσουνε γιατί ήταν το πιο όμορφο απ’όλα τα άλλα. Μαύρα μάτια αμυγδαλωτά, μαύρα μαλλιά, όμορφο παιδί, πιασούμενο, ζωηρό. Κι έτσι το μεγάλωνε η Λιώτσαινα, το φιλούσε στα μάτια, του τραγουδούσε, το ταχτάριζε, του φορούσε τα ρουχαλάκια που του είχε φτιάξει. Του μιλούσε για τον ήλιο το πρωί, το χρώμα τ’ ουρανού και της θάλασσας, τα λουλούδια, τα ζωντανά, για τις εποχές που αλλάζουν στη φύση φορεσιές. Κι όσο το φιλούσε κι όσο του μιλούσε, τόσο κείνο ανταποκρινόταν στα χάδια της και στα φιλιά της κι έπιανε με τα χεράκια του το πρόσωπό της και το έψαχνε και κουβέντιαζε μαζί της. Χαρά ανείπωτη. Ξημέρωνε η παραμονή της Χάρης Της. Ο Λιώτσας πήρε από τη στάνη τη καλύτερη αρνάδα του κι ανηφόρισε στη Παναγιά τη Γιάτρισσα. Έβγαλε το κασκέτο του, γονάτισε μπροστά στην εικόνα Της κι έδεσε δίπλα της τη προβατίνα τη καραμάνικη. Στην έφερα, Κυρά μου, σ’ ευχαριστώ. Ευχαριστώ Σε, που μ’ αξίωσες ένα  παιδί, κι ας μου το ‘στειλες να βλέπει όλες τις μέρες, νύχτες.

 

 

 

* O Δρ Πολύβιος Ν. Πρόδρομος PhD(Ed.) είναι Καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top