Fractal

Για τα “Τα γέλια της Μνήμης”

Γράφει η Νίκη Σκουτέρη // *

 

 

 

Ανδρέας Ηλιόπουλος «Τα γέλια της Μνήμης», εκδ. Διάνοια

 

Η ποιητική συλλογή «Τα γέλια της Μνήμης», των εκδόσεων Διάνοια, περιλαμβάνει 58 ποιήματα, με βαθιά φιλοσοφική διάθεση και εικονοπλαστική δύναμη. Στεκούμενη στον τίτλο της ποιητικής αυτής συλλογής συναισθάνομαι τη δύναμη και τη σημαντικότητα της Μνήμης στη ζωή του ποιητή, γεγονός που υποδηλώνεται με το γράμμα Μ γραμμένο στα Κεφαλαία και τον αυτοσαρκασμό του ήρωα με τα γέλια της Μνήμης. Να θυμηθούμε ότι η Μνήμη είναι θεά της Ποίησης και κόρη της Μνημοσύνης και πολλές φορές οι ποιητές την επικαλούνται προκειμένου να πλέξουν και να προοικονομήσουν συμβάντα και καταστάσεις της ζωής τους. Η επίκληση αυτής της Μούσας είναι σημαντική για τον ποιητή μας, παραμένει πιστή σύντροφός του μέχρι το τέλος των ποιημάτων του. Είναι αυτή που τον οδηγεί σε προσωπικούς ενδότερους, υποσυνείδητους χώρους και αρκετά ποιήματά του αποκτούν πλέον τη δική τους μνήμη. Αναρωτιέται όμως κάποιος «Μα γιατί γέλια;». Ο ίδιος ο τίτλος επομένως, εκπλήττει τον αναγνώστη, προκαλώντας του απορίες για τη σημασία του, κάτι που θα γίνει κατανοητό από τον αναγνώστη κατά τη διάρκεια ανάγνωσης αυτού του άρθρου.

Η ποιητική αυτή συλλογή έχει φιλοσοφικό, στοχαστικό, συναισθηματικό υπόβαθρο με κυρίαρχο θέμα τον Έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του, αλλά και τους προβληματισμούς του ποιητή και την υπαρξιακή του αγωνία, για την πορεία γενικά του ανθρώπου στη γη. Το σύνολο των ποιημάτων είναι ένα κατηγορώ με όχημα τον Έρωτα και την αίσθηση της απιστίας, της μοναξιάς, των αδιεξόδων της ψυχής, τις διαπιστώσεις ολισθημάτων και παρελθοντικών λαθών, την ανάγκη του ποιητή για την ανακάλυψη της αλήθειας. Οι στίχοι είναι μεστοί και βαθυστόχαστοι, αλληγορικοί και με έντονη εικονοπλασία. Με τη χρήση συμβόλων, προσωποποιήσεις και μεταφορές ο ποιητής θέτει τον εαυτό του έναντι του αποδέκτη ενδιαφέροντός του και κατορθώνει να μας μεταδώσει σειρά νοημάτων μαρασμού του έρωτα. Αναμετράται ο ποιητής με το Εγώ του αλλά και με το Εγώ του άλλου ανθρώπου και με αυτοσαρκασμό προβάλει τη δική του προσωπική, υποκειμενική οπτική μέσα από τα γέλια της Μνήμης. Μέσω των στίχων του προβάλλονται τα ατομικά αδιέξοδα, η υπαρξιακή αγωνία, η μεταβλητικότητα του κόσμου του ποιητή. Η γραφή του άλλοτε είναι πρωτοπρόσωπη (απευθυνόμενος στο πρόσωπό του), άλλοτε

τριτοπρόσωπη, σαν να αναφέρεται σε κάποιον άλλο συνάνθρωπό του, που βιώνει ίσως την ίδια ασταθή ισορροπία με τον ποιητή μας ή ακόμη σαν να στέκεται παράμερα ο ίδιος ο ποιητής, ως εξωτερικός παρατηρητής, και καταγράφει τον εαυτό του με τις αυταπάτες του στη ροή του χρόνου και τις ψευδαισθήσεις του. Άλλες φορές πάλι απευθύνεται στο ερωτικό του Υποκείμενο μιλώντας στο β’ ενικό, σαν να επικοινωνεί και συνομιλεί άμεσα μαζί του. Βιώνουμε έτσι την έκρηξη του συναισθηματισμού του ποιητή, την καλλιέπειά του, την κατάθεση εσώψυχης απολογίας του προς τον άλλον τον σημαντικό της ζωής του.

Ο ποιητής ξεδιπλώνοντας την ψυχή του αποκαλύπτει την εσωτερική του διαδρομή, από το παρελθόν μέχρι το παρόν. Ο έρωτας διαπλέκεται με υπαρξιακά ερωτήματα για τον χρόνο. Ο χρόνος στην ποιητική αυτή συλλογή είναι πολυσύνθετη έννοια με φιλοσοφικό και υπαρξιακό περιεχόμενο, που διατρέχει το σύνολο της ποιητικής συλλογής, όπως η μνήμη του διατρέχει τη ζωή του. Στο ποίημά του «αλγεβρικές εξισώσεις» ο χρόνος αποτελεί σημαντικό παράγοντα στα αδιέξοδα της ψυχής καθώς «λένε πώς ο χρόνος είναι γιατρός κι εμείς ο νοσοκόμος των πληγών μας», ενώ στο ποίημα «ο νόθος γιος της αγάπης» μας γράφει: «οι απορίες μας είναι απαντημένες με τα αποσιωπητικά του χρόνου». Για τον ποιητή μας η ζωή είναι μια πανούργα γριά που δεν στέκεται συμπαραστάτρια στους αδύναμους, αλλά τους ποδοπατά, συνεχίζοντας τη βάναυση πορεία της. Κι εκεί ο χρόνος προβάλλεται ως ισοπεδωτής που λεηλατεί μικρές βραχονησίδες αγάπης. Στο ποίημά του «Τα γέλια της Μνήμης» ο χρόνος καλπάζει, φθάνοντας στο πουθενά. Σαστισμένος με το ανελέητο αυτό τρέξιμο ο ποιητής ανοίγει το διακόπτη της Μνήμης κι εκείνη γελάει, από τα ψεύδη της ζωής, από τον κατατρεγμό της αλήθειας. Κι εκεί ο άνθρωπος με την συνεργία χρόνου και μνήμης πραγματοποιεί μια εσωτερική ανάδυση και ανάλυση του εσωτερικού του κόσμου και ίσως αυτό να αποτελεί συνειδητοποίηση πορείας αναθεώρησης, επανεκτίμησης και αυτογνωσίας, ώστε να μπορέσει να ξανά βρει τον πραγματικό του εαυτό και τις δυνατότητες που κρύβονται μέσα του και να βγουν στο φως. Γνωρίζει πολύ καλά ο ποιητής πως λάθη ερεβώδη του παρελθόντος επιστρέφουν και κολάζουν το παρόν του, νιώθει ότι το πάσχον σώμα του και η εγωπαθής βιτρίνα του, αναζητά μάταια νέα ταυτότητα. Στο ποίημά του μάλιστα «ξεχειλωμένες μνήμες» βιώνουμε τα τραγικά αδιέξοδα του ποιητή, καθώς η μνήμη του ανασύρει τη διαδρομή του μέσα στον χρόνο και τότε η φωνή του γεμίζει με υπαρξιακή ανησυχία και διαπίστωση για τη δειλία του ή την αναβλητικότητα σε αποφάσεις του. Στη σελίδα 63 επομένως μας λέει: «Σπαρταρούν από ασφυξία οι ανείπωτες λέξεις μέσα στο στόμα μου. Συντρίβονται οι λαχτάρες μου και πέφτουν μέσα στον ομαδικό τάφο των επιθυμιών. Από την βρύση της μνήμης στάζει πικρό παράπονο». Η μνήμη και

πάλι ανασαλεύεται στα βράδια του ποιητή μας, μεταμορφώνεται σε αιχμηρή βελόνα και τρυπάει όλα όσα θέλει να ξεχάσει. Στο τέλος ο ποιητής μας αντιδρά καθώς θα την χρησιμοποιήσει ως κιβωτό, αντίδοτο στις τόσες πίκρες της ζωής του. Κι αυτό διότι αντιμάχεται με τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του και χρειάζεται θετικές έννοιες να τον αναστηλώσουν. Προσδοκία, ελπίδα, ειρήνη, αλήθεια. Για να φτάσει όμως εκεί χρειάζεται να παλέψει με το ΕΓΩ και τον εγωισμό, τον δικό του και της κοπέλας που έχει ερωτευθεί. Ο έρωτας που βιώνει ο ποιητής μας είναι ανέφικτος, μονομερής τις περισσότερες φορές, ανεκπλήρωτος. Οι πολύτεκνες αγάπες, η εγωπαθής βιτρίνα του εαυτού, ο εγωιστικός οίστρος της αγαπημένης του, ο εγωισμός στον έρωτα, τα δίχτυα του εγωισμού και των δύο Υποκειμένων, η συναισθηματική τυφλότητα και ο εγωπαθής εαυτός, το αμελητέο εγώ οδηγούν στη συνειδητοποίηση ενός ψευδεπίγραφου εαυτού του ποιητή, γεμάτου προσμονές, απογοητεύσεις και δειλία. «Καβαλιέρος στον χορό του εγωισμού σου, γίνομαι δειλός και με τους αβέβαιους στροβιλισμούς μου ποδοπατώ όλες τις αλήθειες που σέρνονται στα πόδια μου» μας γράφει στη σελ. 67 και στη σελίδα 19 μας λέει: «η ένοχη σιωπή σου ο τρόμος μου».

Ο ποιητής μάλιστα ακροβατεί μεταξύ του σκοταδιού και του φωτός, προσδοκίας και απογοήτευσης, ευτυχίας και τρόμου, καθρεφτισμού και ψευδαίσθησης, χαράς και λύπης. Χρησιμοποιώντας επιτυχημένα παρομοιώσεις, μεταφορές και σχήματα επαναληπτικά κατορθώνει να συμβάλλει στην επίτευξη συνειδητοποίησης έκφρασης συναισθημάτων, προσφέροντας ένα δημιούργημα προσωπικό, αυτοαναφορικό στον αναγνώστη. Επίσης η χρήση και η αξιοποίηση συμβόλων, όπως ανέφερα και παραπάνω, μας προτρέπει να εμβαθύνουμε στον εσωτερικό αθέατο κόσμο του ποιητή και να εστιάσουμε στην αλήθεια του. Ένα σύμβολο που χρησιμοποιεί για να μας αποκαλύψει τη συνείδησή του είναι ο καθρέφτης της εξομολόγησης. Ως γνωστόν, ο καθρέφτης αντανακλά τις βαθιές επιθυμίες του ανθρώπου, την ανάγκη κάποιου να προσδιορίσει τον εαυτό του μέσα από αυτόν. Στο ποίημα «είδωλο της νοσταλγίας» ο ποιητής προβάλλει την ανάγκη του να διακρίνει τη φωτεινή πλευρά της αγαπημένης του, λουσμένη από πολύχρωμα φώτα, με ολοφώτεινο χαμόγελο. Η άλλη πλευρά όμως του καθρέφτη στενεύει τον ορίζοντα του ποιητή, τον πνίγει σε μια αυταπάτη και τον καθηλώνει εκεί. Το είδωλο της κοπέλας προβάλει πια με ψεύτικο χαμόγελο, προδίδοντας τα μυστικά της. Και ο ποιητής αντιλαμβάνεται τις ψευδαισθήσεις που ζούσε αναφωνώντας: «Καταλήξαμε σε λάθος ξερονήσια με κοφτερά γυαλιά από σπασμένες ψευδαισθήσεις. Λίγες μέρες ζωής μας είχαν απομείνει, ίσως και κάποιες κλεμμένες ώρες» στη σελ. 43.

Ο κόσμος του ποιητή μεταβάλλεται σιγά σιγά, καθώς οδηγείται σε διαπιστώσεις όπως «ένας ατέλειωτος περίπατος η ζωή από χαρά σε λύπη», «ακριβό και δυσεύρετο το ορυκτό της ευτυχίας», «οι ανεκπλήρωτες αγάπες ουρλιάζουν τις νύχτες μέσα στο δάσος της ζωής μου», «κοιμόμουν τυλιγμένος σε σεντόνια αυταπάτης», «στην αμμουδιά του απολογισμού άπλωσα το μουσκεμένο πάθος να το στεγνώσει ο ήλιος της παρηγοριάς».

Κι εδώ ακριβώς συναισθανόμαστε την μαγεία της χρήσης σημαινόντων επιθέτων και ουσιαστικών που φέρουν φορτίο νοήματος και συναισθηματικού βάθους του ποιητή μας. Επιθέτων που μεγεθύνουν τον εσωτερικό αυτό αθέατο κόσμο του, κάνοντάς μας να νιώσουμε τις ευαισθησίες του, τις ανάγκες του, τις αλήθειες του, τις διαπιστώσεις του, με συναισθήματα κατανόησης και συμπαράστασης. Έρωτας ρακένδυτος, έρωτας μπαγιάτικος, τοκογλύφος ελπίδα, γραμμάρια φωτός, γριά ελπίδα, γριά σερβιτόρα, ουρανός ψευδαισθήσεων, τσόχα της αμαρτίας, σπασμένες ψευδαισθήσεις, ναυπηγείο του μυαλού κ.α. πολλά.

Η κοινωνική ευαισθησία μάλιστα του ποιητή διαφαίνεται και στις δύο τελευταίες σελίδες της ποιητικής του συλλογής, καθώς αφιερώνει τα ποιήματά του με τίτλους «στο κοιμητήριο της καρδιάς» και «η μητριά της νιότης», στους γονείς των παιδιών που επέβαιναν στο μοιραίο τρένο, στο δυστύχημα των Τεμπών, αλλά και στα ίδια τα παιδιά αυτά, που ξοδεύτηκε η νιότη τους σε αποκαΐδια και η μόνη απόδειξη πώς πέρασαν από αυτή τη ζωή είναι τα ονόματά τους στους τάφους του κοιμητηρίου.

 

 

 

Ο Ανδρέας Ηλιόπουλος με τον εύπλαστο λόγο του, με τις συντεταγμένες της αγάπης, με τη διύλιση βιωματικών γεγονότων, μετουσιώνει εμπειρικές στιγμές, ενσαρκώνει τα λάθη και τις αμφιβολίες του, συνειδητοποιεί τις αναβλητικότητες των αποφάσεών του, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες του και με αυτοσαρκασμό κλείνει τα μάτια του και σκέφτεται τα λόγια του ποιητή Οβίδιου: «Τι υπάρχει πιο σκληρό από το βράχο ή πιο μαλακό από το νερό; Κι όμως το μαλακό νερό δημιουργεί κοιλότητα στον σκληρό βράχο», νοηματοδοτώντας ζητήματα ηθικής φύσης στις σχέσεις των ανθρώπων και διεπαφής του ποιητή με τον ίδιο τον εαυτό του. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς στο ποίημά του « Η αλήθεια» μας είπε το εξής: «Αλήθεια, δίψα των σοφών, ονειρευτή παρθένα, που και ποτέ οι στενόμυαλοι δε λαχταρούν για σένα, κι όνειρ’ αν έχουν, δε θωρούν εσένα στα όνειρά τους, για μένα είσαι η Ομορφιά! και μόνη αυτή που νιώθω και μόνη αυτή που κυνηγώ μ’ έναν αιώνιο πόθο σε στίχους αιθερόπλαστους, νου και καρδιά γεμάτους». Και ο κ. Ηλιόπουλος αυτή την αλήθεια αναζητά μέσα από την ποίησή του, την αλήθεια που πλησιάζει τον άνθρωπο, που αγγίζει τα πάθη του, τα λάθη του, τους εγωισμούς του και τον οδηγεί σε πράξεις προσωπικής του τόλμης και σε πορεία καθαγιασμένη ηθελημένης πραγμάτωσης, ισόρροπου σκεπτικισμού και βαθιάς φιλοσοφικής διάθεσης πια.

 

 

Η ψυχοκόρη της λύπης

 

Σβηστοί όλοι οι σηματοδότες της χαράς

στην επικίνδυνη διασταύρωση των οδών

Προσοκίας και Απογοήτευσης.

 

Στο κοιμητήριο των ονείρων όμως,

μικρά καντηλάκια ελπίδας

με τα μισοσβησμένα καρβουνάκια αγάπης

επιμένουν ν’ αχνοφέγγουν

μέσα στην αινιγματική νύχτα της ζωής.

 

Η ευτυχία ανέκαθεν

καθυστερούσε στα ραντεβού της.

 

©Ανδρέας Ηλιόπουλος

 

 

 

Το άδειο πηγάδι των δακρύων

 

Έχτιζα τον κόσμο του μέλλοντος

χωρίς άδεια του κράτους,

με υλικά αγάπης και ονείρων.

 

Αταίριαστος κόσμος

για την εποχή του τώρα.

Στεκόμουν περήφανος και το κοίταζα.

 

Λίγο πριν τα εγκαίνια

εμφανίστηκαν οι μπουλντόζες της εξουσίας.

 

Το κατεδάφισαν ως «ανάρμοστο»

για το περιβάλλον του παρόντος.

 

©Ανδρέας Ηλιόπουλος

 

 

 

Τα σπασμένα τζάμια της λαχτάρας

Θέλησα να ξαναπεράσω το κατώφλι της εφηβείας μου.

 

Μα η πόρτα ήταν στοιχειωμένη

από το πέρασμα των χρόνων.

 

Έσπρωξα δειλά και μπήκα μέσα.

Εκείνο το γνώριμο τρίξιμο στο άνοιγμά της,

λες και ήταν οι φωνές των παλιών ερώτων

που το κατοικούσαν και με καλωσόριζαν.

 

Γερασμένες αγάπες με αχτένιστα μαλλιά

κοιμόντουσαν στους σχισμένους καναπέδες της ελπίδας.

 

Κάθε τόσο ακούγονταν βογγητά πόνου

γιατί η παρουσία μου εκεί μέσα,

έδερνε αλύπητα τους πόθους τους.

 

Η καταφρόνια των γερασμένων μου ερώτων

και τα σπασμένα τζάμια των κρυφών επιθυμιών,

έστεκαν διάσπαρτα στον χώρο

όσο τα διέσχιζα, περνώντας δίπλα σαν

λεπρός ζητιάνος της ελεημοσύνης.

 

 

 

 

Νίκη Σκουτέρη είναι Εκπαιδευτικός ΠΕ60 MSc, Πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων ΙΝΕΔΙΒΙΜ, Συγγραφέας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top