Fractal

«Ένας αφηγηματικός μονόλογος της Ψυχής – Ύπαρξης»

Γράφει ο Βασίλης Δ. Παπαβασιλείου //

 

 

 

 

Χρήστος Τζανάκος: «Αείζωον», Ιωλκός, 2024, σελ.54

 

«Ποιο δώρο των θεών ωραιότερο για τον θνητό

από το να κρατάει το χέρι νικηφόρο

και για πάντα να διεκδικεί την αθανασία στη θνητότητά

του;»

 

Στη διαδρομή των αιώνων, όλοι οι μεγάλοι δάσκαλοι της Σοφίας, όλοι οι ολοκληρωμένοι Μύστες, φιλόσοφοι, ασκητές και Άγιοι, συγκλίνουν στην κοινή Αρχή ότι Αυτογνωσία είναι η ένωση του νου με την προαιώνια Πηγή της Αλήθειας, της Γνώσης και της Ευτυχίας που κατοικεί μέσα μας. Η Αλήθεια δεν ορίζεται, μόνο βιώνεται. Στην παράδοση της Βεδάντα ο Εαυτός δεν μπορεί να γίνει γνωστός ούτε μέσω της μάθησης, ούτε μέσω της διάνοιας, μπορεί να γνωριστεί μονάχα μέσω του εξαγνισμένου εαυτού.

‘’Αφού ποτέ κανένα μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο, αν δεν ήταν ηλιόμορφο, ούτε η ψυχή μπορεί να δει το ωραίο, αν δεν έχει γίνει πρώτα ωραία η ίδια’’ λέει ο Πλωτίνος στις Εννεάδες του.

Ο Τζνιάκα Γιόγκα προτείνει επτά πλευρές για την προσέγγισή της. Η αποκάλυψή της γίνεται σταδιακά στις διάφορες βαθμίδες της. Όχι μεμιάς. Διαφορετικά ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε ν’ αντέξει τη λάμψη Της. Ο Χρήστος Τζανάκος ‘’Νεύει ένδον’’·  σε ένα υποβλητικό, σχεδόν χιμαιρικό εγχείρημα ανέλιξης από τα «χάη του απύθμενου» διαπλάθει και στερεώνει σε μια προσωπική αισθητική περιοχή, έξι αυτοτελή ποιητικά αντικείμενα, έξι ‘’αιώνες’’, σε πλατιά και εναλλασσόμενα όρια, για να διερευνήσει τη θεμελιακή έννοια της αλαφροϊσκιωτης Ψυχής και της Ύπαρξης. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας κι ωσότου ολοκληρωθεί το κείμενο-ποίημα, επιτρέπεται στον αναγνώστη, παίρνοντας σιγά σιγά μια στάση αναπαυμένης συνείδησης, να παρακολουθεί τη βαθμιαία προσαρμογή των ψυχολογικών συσχετίσεων,το δε πολυπόθητο Τέλος να στέκει και να διαμορφώνεται εκεί μπροστά μας, όπως θα το βλέπαμε να κατασκευάζεται στο εργαστήρι αρχαίου γλύπτη, διδαγμένου πολλά από τον Σωκράτη μα και από τον Αλκιβιάδη.

Η απώλεια της Αγάπης ενισχύει το βλέμμα με εικόνες ομοούσιες με το αγωνιακό τής έλλειψης συναίσθημα. Σε κάθε «σταθμό» διαισθάνεται η Ψυχή αυτή την οδυνηρή εντύπωση του ανέκκλητου τέλους. Η εντύπωση ενός κάτι πρωταρχικού που χάθηκε, ενός λαμπρού κόσμου που βούλιαξε ή που ετοιμάζεται να βουλιάξει, δίνει στο κείμενο τον κυρίαρχο τόνο. Μονολογεί η Ψυχή –σαν να μην υπάρχει κανείς να την ακούσει- εμπρός στο όραμα της τραγικής αστάθειας των ανθρωπίνων:

 

«Ο θάνατος του Ον-ντος και του Εν-ός με ψύχει για τελευταία φορά στη μήτρα της Αυτογνωσίας».

 

Με χαμένο το Εν-Αγαθό, δηλ. το καθαυτό Φως, την ουσία του Όντος, χάνονται για την Ύπαρξη και οι ενδιάμεσοι σταθμοί, με τους οποίους ξεδιπλώνει την δύναμή της προς την ολοκλήρωση: ο Νους, η Ψυχή, η Φύση και η Δημιουργία. Είναι η σιωπηλή, η μοναχική περίοδος της υπομονής αλλά και της επιμονής:

 

«… Σε αυτό το κατώφλι περιμένω πάντα να μου ανοίξουν την Πύλη, σε αυτό το κατώφλι έχασα την αθωότητά μου, όταν μου αιχμαλώτισαν τον Έρωτα στην αδυναμία. Εδώ παραμένω σιωπηλή, ανέγγιχτη μα ανυπάκουη».

 

Καρφωμένη η Ψυχή σε μια όχθη, βλέπει απέναντι τα ερείπια της ‘’άλλης ζωής’’,  ζει με τους ίσκιους της, μέχρι που δεν γνωρίζει ποια είναι η ‘’άλλη’’ και ποια η τωρινή, αφού αυτά τα χαλάσματα συνυπάρχουν μέσα και γύρω της. Επιβλητικές εικόνες μεγαλείου και ερήμωσης ξετυλίγονται με συνεχείς βυθομετρήσεις και βυθοσκοπίσεις της χαμένης συναισθηματικότητας. Αυτές τις εικόνες βαστάζει ο ποιητής μεταφέροντας τα συναισθήματά του από την μια κατάσταση στην άλλη. Η ζυγαριά της μοίρας, όμως, που συνήθως εμείς την κρατάμε, γέρνει κατά το μέρος του χαμού κι αυτός ανατρέχει στα σταθερά σχήματα της ζωής, στη Θέληση, στη Νεότητα, στον Έρωτα, στο αυγινό ξεκίνημα και δείχνει με δραματικότητα αυτό που τα χωρίζει από την πραγματικότητα της καταστροφής, του εξαφανισμού.

Ο νους είναι διπλός καθρέφτης που αντανακλά τον έξω κόσμο και τις ενυπάρχουσες τάσεις της ψυχής. Η Γνώση δεν είναι ζήτημα απόκτησης, είναι πρόβλημα ανάκτησης. Παράγοντας σημαντικός για την προσέγγισή της είναι η προηγούμενη συντριβή της πλασματικής εικόνας που έχουμε για τον εαυτό μας. Είναι η συγχώνευση του ατομικού Εγώ μέσα στο καθολικό Ον, την αδιαφοροποίητη θεότητα. Η Ψυχή αντιλαμβάνεται πως η Αλήθεια είναι το αιώνιο σταθερό σημείο, πέρα από την αδιάκοπη αλλαγή της επιθυμίας, που απάγει τον νου από το παρόν. Ερευνώντας την Αλήθεια, διανύει μια τροχιά από τη

Λήθη στη Γνώση, οδοιπορώντας, ματώνοντας, βουλιάζοντας.

Ερευνώντας διδάσκεται. Ο κόσμος των αισθήσεων δεν προηγείται, έπεται. Το χαμένο λευκό Φως της νιότης, η κλειδωνιζόμενη Πίστη, αναζητά έναν τόπο πέρα απ’ τον κόσμο των αισθήσεων και της πεπερασμένης λογικής, όπου να ερμηνεύεται στην ανούσια καθημερινότητα το νόημα της Ύπαρξης.

Ποιητικές εταστικές σφήνες αποκαλυπτικού λόγου, χαραγμένες ανάμεσα σε στείρα, πλατιά στρώματα δραματικών σιωπών ή αποσιωπήσεων, διατρέχουν από τους πρώτους σταθμούς το κείμενο μέχρι και λίγο πριν το τέλος, όπου αρχίζουν να ξεπροβάλλουν οι πρώτοι βλαστοί στο εαρινό Φως.

………

 

Χρήστος Τζανάκος

 

[Στην παράδοση των Πυθαγορείων οι μαθητές της σχολής διακρίνονται σε ακροαματικούς και μαθηματικούς. Οι πρώτοι υποχρεώνονται σε τριετή σιωπή, μέχρι ν’ αξιωθούν τον χαρακτηρισμό του μαθηματικού].

Η Οδύσσεια της Ψυχής ξεκινάει στη Σιωπή.

Ο νους διανοείται στη Σιγή, το αίσθημα μένει σταθερό· ενώ το σώμα κινείται στη Δημιουργία με ακρίβεια, η Ψυχή προετοιμάζεται. Σαν την νέα ζωή που μεγαλώνει και δεν την χωράει το κέλυφος του αυγού.

Στιγμή σιωπής, στιγμή αναμονής κάτι νέου. Η πρώτη, μουδιασμένη αίσθηση του κόσμου, τα πρώτα βήματα στην ουσιοκρατία [την Πίστη της εγγενούς προϋπαρξης σκοπού] είναι χωρίς πόνο, αλλά εκλείπουν παντελώς οι αισθήσεις κι αυτή ζητά απεγνωσμένα να αισθανθεί, έστω την έρημο που την περιβάλλει, να συνδεθεί ξανά με την Ύπαρξη. Σαν κόρη αρρηφόρος, προσπαθεί να καταργήσει με τη σκοτεινή πλευρά των μυστηρίων ό τι δεν είναι του κόσμου τούτου, όλα τα φανταστικά αναχώματα που αναστέλλουν το βήμα της. Ο παντοδύναμος, εξουσιαστής Νους αποπροσανατολίζεται από τις συνεχείς περιηγήσεις. Κατανοεί αστρονομικά το σύμπαν και ζει εκστατικά ανάμεσα στις μέγαιρες της ουτοπίας. Ενώ η Ανάγκη αναισθητοποιεί τις επαφές, εκείνος συζεί αξεχώριστα με το Λόγο και με το πράγμα κι έτσι η Ψυχή πρέπει διαρκώς να τον ‘’επανακουρδίζει’’ να επαναπροσδιορίζει το «σύμψυχες κέντρο» με την συμπόρευση της ενσυνείδησης δηλ. της προσήλωσης.

Ο ποιητής ακούει τον Σωκράτη που προσπαθεί να ξυπνήσει την Ψυχή και να «ζέψει Υάδες» για να τη μεγαλώσουν όπως τον Απόλλωνα, αυτή όμως παλεύει ν’ αναχαιτίσει τη Φυγή, την παραίτηση και να συμπορευτεί με τους στοχασμούς του Αναξαγόρα, να αρνηθεί δηλαδή τη Γέννηση και τη Φθορά, να θυμηθεί ότι τίποτα δεν χάνεται.

Αντικρίζει μπροστά της -σαν θλιβερή υπενθύμιση του πρόσκαιρου- μια Αγάπη γερασμένη, μαραγκιασμένη, που την εκλιπαρεί για ένα φιλί. Αλλά, αποτρεπτική η ενθύμιση του πόνου και η ερημιά που προκάλεσε. Ο δρόμος μπροστά, η Αρχή, φαντάζει «σαν σταλαγμίτης που τρυπάει την επιφάνεια του νερού» και ο Φόβος,

 

«δεσμοφύλακας στα τάρταρα γκρεμίζει την ενόραση, μα η καρδιά παραμένει η μόνη αισθητήρια οδός. Φορτωμένη στην πλάτη με ένα σακίδιο γεμάτο Ποίηση ξεκινάω το ταξίδι».

 

Η στιγμή της Ποίησης! Αυτές οι ‘’δεύτερες αισθήσεις’’ οι ακέραιες ποιητικές μονάδες που αποσπά τμηματικά από μέσα της η Ψυχή, διατηρούν την αισθητήρια οδό της καρδιάς και αποκωδικοποιούν τα βαθύτερα μυστικά· αυτά που δίδαξαν οι αρχαίες Ελληνικές θρησκείες, ο Ορφισμός, ο Διόνυσος Βάκχος, ο Απόλλων, είναι οι κολόνες που στηρίζουν το έτοιμο να καταρρεύσει οικοδόμημα, η οδός προς την απόλυτη πνευματική θεώρηση του κόσμου, αλλά, πλέον, μέσα και από την εντατική λειτουργία των αισθήσεων.

……………………………..

 

Ο Φόβος σχίζει οροσειρές και κάμπους κατακρημνίζοντας τις στράτες, χτίζει ουρανομήκεις φράχτες στα σύνορα του Φωτός, ζωγραφίζει κοπτήρες και κυνόδοντες στο πρόσωπο του ήλιου με έναν στόχο· την σύνθλιψη της Ευδαιμονίας. Δίνει επιτηδευμένες συμβουλές με αντάλλαγμα τους «αμφιδέτες» τους συνδετήρες της ευδαιμονίας που κρατούν όρθιο το σώμα. Στο μυθικό, σκοτεινό και αποτρόπαιο κράτος του, διεκδικεί την Ολότητα, στα δίχτυα του περαματάρη των ψυχών σιγάζουν οι Σεραφείμ και Χερουβείμ δοξολογίες. Δεν ενδιαφέρεται ο

Φόβος για το σώμα· σημαδεύει την όραση, τη πυγμή, τη νόηση, μέχρι η αμυγδαλή [το ένστικτο, η έδρα της ψυχής και της φαντασίας] να στερέψει πεποιθήσεως:

 

«παίρνει μόνο την κάρα μου μαζί του, χωρίζοντας το νου από την καρδιά […]Πάντα μετά την εκκαμίνευση πτωμάτων [ο Φόβος]με ταϊζει λίπος άπλετο για να επιβιώνω. Οι νίκες φαντάζουν ανίκητες…»

 

Η επι-βίωση με αντίτιμο την ελάχιστη ζωή, την χωρίς αισθήσεις κι «ελαφρότητα». Η μεγαλύτερη πρόκληση του Φόβου είναι τα ορφανοτροφεία κι ο μεγαλύτερος φόβος του η Αγνότητα με το εύθυμο κι αδιάπτωτο της νιότης πνεύμα. Εκεί, με την συνδρομή του αδελφού του Δείμου-Τρόμου, ξεγελά την άγουρη κι άδολη σκέψη με μειλιχιότητα, δημαγωγία, μηχανορραφία, αβεβαιότητα, την μπολιάζει με «εξισώσεις σεβασμού και πειθαρχίας» πλασάροντας το πρόπλασμα μιας πολικής σιγουριάς:

 

«Δεν καταλαβαίνεις ότι η αξιοπρέπεια είναι ψεύτικη; -Λέει ο Φόβος στη Ψυχή- Να μη σε νοιάζει η ζωή, συγκεντρώσου και θα είσαι αήττητη, δεν θα υπάρχει θάνατος για σένα, δεν θα υπάρχω εγώ».

 

Εκείνη, μένει κουλουριασμένη στην ασφάλεια της ανήλιαγης μήτρας «αγναντεύοντας το ουράνιο απ’ τον ομφάλιο λώρο.»

Αδηφάγα η «λιγνή, άμεστη, αποκλεισμένη ελπίδα, καταβροχθίζει το δάκρυ»· με την ψύχωση και την κάθιδρη επιμονή του ξυλοκόπου επικεντρώνεται στο να παραιτήσει, να αποκόψει την Ψυχή από  την ουσιότητα της Μίας ουσίας. Ένα κατακκόκινο τριαντάφυλλο στον τάφο του Ομήρου στην Ίο, μεταγγίζει λίγο απ’ το αίμα της Αγάπης, δυναμώνοντας στιγμιαία τον σφυγμό:

 

«Στο βράχο μπροστά του στέκομαι και ατενίζω το Φως να πηγάζει μέσα από τον Ζόφο· τον βλέπω να βυζαίνει τις χαρές και να χύνει τη θάλασσα με κρασί».

 

Τότε ανάβει, έστω για λίγο, «το ένφωτο των πιστών, αγαπημένων ενδοεκκρίσεων» η λαμπηδόνα της κρυφής, της αέναης συντρόφου, της γλυκαπαντοχής.  «Μια στιγμή αμεριμνησίας στο ημίφως» προκαλεί τη στιγμιαία ένωση με το αποκομμένο και παγωμένο σώμα.

…………..

Η αυτοψυχανάλυση κινητοποιεί την αναπτυγμένη πνευματικότητά του Χρήστου Τζανάκου. Με συνεχείς καταδύσεις στη γλώσσα και στη λέξη, αλιεύει κάτω από τη λάσπη του χρόνου τη στίλβη των χαμένων τιμαλφών, των νεκρών συναισθημάτων. Η μνήμη ανακαλεί την πηγή όπου γεννήθηκε το σύμψυχο της  Ψυχής και του Έρωτα. Όπως, όμως, τα σαρκοβόρα μαζεύονται να κατασπαράξουν τα κουφάρια,

 

«εσμός ζώων γύρω πίνει τον άλφα του α-πέθαντου, τη ζήση να χαλινώσει».

 

Aυτή η αντίθεση κλιμακώνεται σε μια πλατύτερη κλίμακα, πάει να γίνει θεωρία ζωής, ένας μη διαχωρισμός του τραγικού και του όμορφου, της ζωής και του θανάτου.Το κώνειο, σαν Μιθριδατισμός, μετατρέπεται σε αντίδοτο που ξετυλίγει «το νήμα της ουσίας». Η αιώνια ροή του Ηράκλειτου είναι πλέον εντός και σηματοδοτεί το ανα-σήκωμα, την ανέλιξη του βλέμματος. Η ασάλευτη παράκληση [η προσευχή] αφορίζεται και παραμερίζεται από το αέναο ρέον, η Ψυχή αναθυμάται αποκόπτοντας τα δάκρυα της θνητότητας,

 

«όπως ο Αμνός βουρκώνει στο άγγιγμα της λόγχης, όπως ο Φέρων το Φως σαστίζει στο θέρος της Αγαλλίασης, όπως το Είναι ξεψυχάει σε αυτήν τη στιγμή. Τη στιγμή της Πτώσης».

………………

Έτσι μπροστά μου, λέει η Ψυχή, εμφανίζεται αυτός που στο όνομά του χίλιους εαυτούς εμβάπτισα…-

 

Και ποιος είναι Αυτός; Ο Ποιητής! Αυτός γονατίζει και χαράσσει στο χώμα το tilaka [ή tika] την Πύλη για το πέρασμα στην άλλη διάσταση. Είναι η στιγμή της αναγέννησης, της επιβίβασης σε μια νέα κιβωτό. Μετά τη Στιγμιαία Σιωπή, μέσα από το όνειρο αφικνείται η στιγμή της αφύπνισης, της ανάπλασης και της Μετουσίωσης. H εκβολή της συνείδησης μέσα στην αίσθηση, σαν εωθινό, προδρομικό προμήνυμα, σαν κατεύθυνση, σαν σκοπός, σαν επιφοίτηση, διαφωτίζει τα πιο μύχια, τα πιο σκοτεινά σημεία της. Συμπυκνώνει συναίσθημα και τραγική σκέψη σε ουσίες ψηλαφητές, ένβιες. Περιπλανιέται σε Σπηλιές, πηγάδια, ηφαίστεια, για να αγγίξει τα σύμβολα και τις παραστάσεις που αναδεικνύουν το θαύμα της ανάσας, τη λιγοστή λάμψη ανάμεσα στα σκότη, στα αναπότρεπτα χάσματα, στα μεγάλα διαλλείματα της Ύπαρξης.

……………….

Προσπαθώντας να συνταιριάξει τους τρεις κόσμους, τον υλικό, τον νοητικό και τον φυσικό, η Ψυχή, ανέρχεται πάνω απ’ το όριο του μεταφυσικού, πάνω απ’ το ψύχος της τροπόπαυσης, πάνω απ’ το φανερό αποτέλεσμα, εκεί όπου το αισθησιοκρατικό γίνεται ποίηση και φιλοσοφία. Η έρευνα μεταλλάσσεται σε ιεροπραξία:

 

«Ο κύκλος με ταξίδεψε και οκλαδόν με παράτησε στην ολοκλήρωση της Μονάς, στο σημείο που οι φιλοσοφίες προσκηνούν τη φύση στην προφητεία» λέει ο ποιητής λίγο πριν την επανεκκίνησή του. [Μονάς είναι ο όρος που έδωσαν οι Πυθαγόρειοι για τον θεό, το πρωταρχικό Ον, το σύνολο όλων των όντων.]

 

«Ο χρόνος στο υπεραισθητό των λεπτών φαντάζει κύκλος με διάμετρο ίση με τη λίκνιση της σελήνης στο αρχέγονο animus» λέει ο ίδιος λίγο μετά τα μισά της διαδρομής.

 

Ο χρόνος -πάντα- φαντάζει κύκλος λέει ο Χ. Τζανάκος, με σταθερό κέντρο όπου -ας υποθέσουμε- και η σιδερένια αιχμή ενός διαβήτη. Η ζωή κινείται στο άλλο σκέλος, στη μύτη από γραφίτη που, διαγράφοντας την περιφέρεια, επιστρέφει πάντα στο σημείο της Αρχής. Η διάμετρος και το μέγεθος του κύκλου, το άνοιγμα του διαβήτη, μοιάζει να εξαρτάται από τις ταλαντώσεις της σελήνης [το ότι η σελήνη επηρεάζει τη ζωή στη γη, είναι γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια] κι από τη βασική παρόρμηση, το ένστικτο, που κυβερνά τις πράξεις του ατόμου.

……………..

Για λίγο, μια ρυτιδιασμένη Αγάπη ανθίζει στο βλέμμα. Τα φρυγμένα, ξεραμένα της άνθη ιριδίζουν σαν encore αίγλης, στις νοσταλγικές κόρες των ματιών. Σαν σε όνειρο ξυπνημένο, ένας μίσχος στη νεκρή ζώνη ανάβει τις πρώτες, ιερές φλόγες. Ο δρόμος της επιστροφής περνάει πλάι απ’το ποτάμι της αμφισβήτησης, της φθοράς, του γερασμού των πάντων, μπροστά από ιδρύματα παραιτημένων σκιρτημάτων, συνοδεία μπερδεμένων, υμνωδιακών και συγχρόνως ελεγειακών αποήχων.

Σφραγισμένο μένει και το Ιδαίον άντρο λέει ο ποιητής, το Αρσένιο σπήλαιο στη Κρήτη όπου ανατράφηκε ο Δίας. Το ένστικτο μπερδεμένο, με διφορούμενες εντολές στρέφεται κατά της ίδιας της Ύπαρξης κι ο προσωποπαγής, ο ανελέητος θηρευτής, ο θάνατος, κάνει την έσχατη κίνησή του προσφέροντας, σαν τελευταίο Πειρασμό,

 

«την θαλπωρή μιας θνητής, συμβιβασμένης ζωής, λαμπαδιασμένης από συναισθήματα απτά, ένστικτα μητρικά, έρωτες ψυχασθενήματα, έχοντας στόχο να μην εννοηθεί η ουσιότητα της ολότητας, βιασμένης από αμαρτήματα προπατορικά».

 

‘’Οι μαυρίλες που φαίνονται στο φεγγάρι είναι το δένδρο που βαστά τη γη [λέει ο Νικόλαος Πολίτης]. Ούλον το χρόνο πολεμάει να το κόψει ο Πειρασμός’’.

Το κείμενο σε καίρια σημεία,  αναπτύσσεται με δύο παράλληλες φωνές,  ένα είδος παράλληλου μονόλογου-αντίλογου, με αποκορύφωμα εκείνον της Μίας, της Ύπαρξης, ή αν θέλετε της Αγάπης, της Ευδαιμονίας, με την Πυθία και  τον χορό, τον ‘’ιδανικό θεατή’’ κατά τον Αύγουστο Σλέγκελ. Κατά την περίοδο αυτής της παράξενης συνομιλίας, που είναι σαν να ξετυλίγεται μέσα από τα ανα-θερμασμένα εσώψυχα, εξιψώνεται η Ψυχή στη στρατόσφαιρα του στοχασμού, ανακτώντας την χαμένη διορατικότητα. Εξεικονίζεται, τότε, βαθμηδόν αύξουσα και με δραματική κινητικότητα, η απόφαση για αντίδραση:

 

«Το ταξίδι, λοιπόν, θα συνεχίσω μιας κι αυτό προστάζει η εξουσία της καρδιάς…»

…………………

Ατενίζει ο ποιητής τους ανέγγιχτους, τους χωρίς άγγιμα και θαλπωρή κορμούς των δένδρων και, ιστορώντας την προέλευση της Μοναξιάς, αφηγείται μια παραβολή για την ισότητα της Αγάπης.

Κάποτε, μας λέει ο ποιητής, η Αγάπη, με την αγαλλίαση της έξαψης, έθρεφε δύο κορμούς σε μία ρίζα. Ο ανύπαρκτος Φόβος γεννούσε το αέναο της ανεξέλεγκτης Στοργής, αλλά η σταδιακή εκμηδένιση του

Ενός ξεχώρισε τη Μία σάρκα και «στην ενηλικίωση το δένδρο κατέληγε με δύο συντρόφους». Στην ανθοφορία της ανισότητας των δύο εραστών, έπαψε η μεταξύ τους επισίτιση της Στοργής, οι αχώριστοι σύντροφοι μετέτρεψαν σε φυλακή την κοινή τους ρίζα κι έτσι άρχισε να ξηλώνεται το ‘’κέντημα της Δημιουργίας.’’

Μέσα σ’ αυτό το νευτώνειο νεφέλωμα, σαν Όαση η θεία έμπνευση ενεργοποιεί την επίφυση της αφύπνισης να δώσει μορφή στην δυαδικότητα. Το δάκρυ της ερημιάς πέφτοντας στην πανοπλία του έρωτα δημιουργεί «πυρωμένο θάμπος» που σβήνει τις πληγές και οδηγεί την καρδιά,

 

«…εκεί στον Ωρίωνα να προϋπαντήσει

αυτήν που με μια σπονδή

οι προπάτορες ονοματίζουν τώρα

τω παντί και όλον

και στο χυτήριο φασκιώνουν τη σεπτή Μητέρα

Μία

ως Αγάπη».

………………

Ο καθένας φυλάττει έναν ΄΄περινέφελο’’ [κυκλωμένο από μαύρα σύννεφα] αέρα, όπου γεννιέται το Έρεβος λέει ο Αριστοφάνης. Η κάθαρση θριαμβεύει με τη «γυμνή» από τα βάρη Ψυχή, την στιγμή ακριβώς που εκείνη  αφουγκράζεται το πέταγμα του Πήγασου πάνω στον οποίο ο Βαρρελεφόντης σκοτώνει τη Χίμαιρα. [Ησίοδος] Η Θεογονία σβήνει κάθε ίχνος φιλαυτίας κι αδιαφορίας. Μια χαραμάδα εμφανίζει τα χρώματα της Αρετής, στη μορφή που είχε πριν την φυγή της. Έτσι επανέρχεται η Φρόνηση [η αιτία του πράττειν ορθώς τα πράγματα κατά τον Αριστοτέλη]. «Σφήκες μύστες» επικονιάζουν «το χρίσμα της Νέας Ηκουμένης» που σαν βέλος μπαίνει σε κάθε πνοή.

Το χρίσμα της αείροης Αγάπης. Το ανεπαίσθητο «ηχόχρωμά της» ενεργοποιώντας την επίφυση αναστέλλει την μελατονίνη, δικαιώνει την Ιώβειο καρτερία και εγείρει, τελικά, το νεκρικό ύπνο της Ύπαρξης.

………………………

Το βιβλίο τελειώνει με έναν χρησμό για τον σπόρο της ζωής που «ενέπει» [διηγείται] η Μούσα στους απείρητους ερωτώντες, τους αιώνια έφηβους « μαντευτές κύκνους»  [οι κύκνοι, σύμβολο θνητής ομορφιάς κι αιώνιας Αγάπης, ζευγαρώνουν μ’ έναν σύντροφο ισόβια].

Σε ελεύθερη απόδοση του γράφοντος:

Στο σπαρνάγωμα [στο ξεκίνημα] της ζωής οι θεοί φυσούν σκότη στους ανθρώπους.

Ο άνθρωπος δεν έχει παρά την ευπρεπή πίστη [εκείνη που πηγάζει απ’ τον φόβο της θνητότητας]

Μα στη σοφία του σύθαμπου [του σούρουπου]

Η Γνώση πρέπει να ενστερνιστεί την σοφία της Μίας ουσίας

κι Εκεί, μέσα στο Αειφώς [το αιώνιο Φως] να ενωθεί με την Ψυχή

Τότε, η ακροτελεύτια [η πιο ψηλή] κορυφή, η κεφαλή της Ολότητας, η Αγάπη

Μέχρι το απομεσήμερο

Δεν θα αργήσει στην όμορφη, την ευ-πλαστη Πλάση

Να γευτεί και να εκφράσει

Το αιώνιο [το αείζωον, αυτό που ζει Πάντα].

……………..

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το τελευταίο έργο του Χρήστου Τζανάκου είναι μια εμπεριστατωμένη ανάλυση της ανθρώπινης υφής.  Ένας αφηγηματικός μονόλογος της Ψυχής – Ύπαρξης, μετ’αποκαλυπτικών εσωτερικών διαλόγων του Όντος-Νου, με τους λαβωμένους, ναρκωμένους αισθητήρες, μέχρι τη μετατροπή του σε Εν, σε καθαυτό Φως. Πεζόμορφοι στίχοι ξεπετάγονται σαν μίσχοι μέσα από τον κορμό της διαιώνιας Ελληνικής Φιλοσοφίας· από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μέχρι τον Πυθαγόρα, από τον Παρμενίδη και τους άλλους Ελεάτες φιλοσόφους μέχρι τον Αναξαγόρα, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη,  τους δειπνοσοφιστές, τον Πλωτίνο…Η αναχωνεμένη Ψυχή, από το παγωμένο περιθώριο αναζητεί τη Μία ουσία, αυτή που εμπεριέχει τα πάντα· προσεγγίζει, αγγίζει, καταγράφει, προσπαθεί να ερμηνεύσει την Αλήθεια με τις εκβολές των ανακαλύψεών της να παραναλώνουν τον πυρήνα των πραγμάτων. Ένας άμβικας κάθαρσης η πορεία, συντελείται μετά κλυδωνισμών κι αμφιβολιών αλλά, μοιάζει να ωθείται από ένα

Αρχέτυπο, ένα αρχαίο στόμα Αιόλου που φυσάει τον Καθαρμό. Έτσι εμφανίζεται το ολόγραμμα μιας χαμένης διαφάνειας, που κάνει το λαχάνιασμα και το βόγγο της Ύπαρξης ανεπαίσθητη ανάσα,αποκοιμισμένη μέσα στην ευδαιμονία του Φωτός της συνείδησης.

Ο ποιητής, αφού περιγράφει λεπτομερειακά κάθε έναν από τους έξι σταθμούς της διαδρομής προς την ευδαιμονία, καταλήγει, ανακεφαλαιώνοντας την ποιητική του μετάπλαση με Μία λέξη: Αγάπη. Με ορμή θαυμαστού στοχαστικού, ο Χρήστος Τζανάκος σχεδιάζει τη στράτα της από το τέλος προς την αρχή κι αυτό για να σχηματοποιήσει και να προβάλλει τη μορφή και το φως του Τέλους, που είναι η Αρχή·  και το όνομα Αυτού, Αυτής

Εντελέχεια!

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top