Fractal

Διήγημα: “Oδός Παπαδιαμαντοπούλου”

Tου Γιώργου Λιόλιου //*

 

 

 

Oδός Παπαδιαμαντοπούλου

 

Παραμονή Χριστουγέννων. Αεροδρόμιο Θεσσαλονίκης. Μόλις η αυτόματη πόρτα ανοίγει ευγενικά στο πέρασμα του, μια ζέστη τον τυλίγει. Με μια μηχανική κίνηση, χαλαρώνει το φουλάρι και ξεκουμπώνει το παλτό του την στιγμή που αντικρίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο να στέκει κομψά στο κέντρο των γκισέ. «Κοίτα με, πετώ να σε βρω», τραγουδούσε ο Κραουνάκης την ώρα εκείνη μέσα από τα ακουστικά του. Κοντοστάθηκε στο άλλο δέντρο, μπροστά στο κατάστημα της WHSmith. Ρίχνει ένα ερευνητικό βλέμμα γύρω του και προχωράει προς την πύλη. Του είναι γνωστή, χρόνια τώρα. Τον ερεθίζει ο θόρυβος από το σύρσιμο της αποσκευής στο λείο δάπεδο. Περνάει τον τυπικό έλεγχο και αφού κάνει μια στάση στο κατάστημα με τα αρώματα, δοκιμάζοντας ένα από αυτά, παραγγέλλει ένα ποτήρι κρασί σε μια φιλόξενη κομψή μπάρα δίπλα στις πύλες, όπου μπορεί να παρατηρεί αδιάκριτα τους ταξιδιώτες.

Ακολουθεί τους επιβάτες της πτήσης της Olympic Air για την Αθήνα, βολεύεται στο κάθισμα του αεροπλάνου και αφήνεται στην αισθαντική φωνή της προϊσταμένης του πληρώματος καμπίνας Ελένης Πνάκα, που εκφωνεί από το μικρόφωνο τις οδηγίες ασφάλειας. Δεν παρακολουθεί την επίδειξη. Κοιτάζει από το παράθυρο το τοπίο που σε λίγο θα είναι παρελθόν, ακούγοντας την αεροσυνοδό. Ξέρει τα μάτια της. Του αρκεί. Την έχει ξανασυναντήσει σε μια πτήση προς το Βερολίνο.

Προσγειώνεται. Βαδίζει βιαστικά με την αποσκευή προσπερνώντας τις πύλες άλλων ταξιδιωτών μέχρι την έξοδο όπου δεν τον περιμένει καμιά ανθοδέσμη, κανένας ανυπόμονος υπάλληλος ξενοδοχείου. Προσπερνάει και τις ανθοδέσμες και τους υπαλλήλους. Ανάβει τσιγάρο στον πνιγηρό αέρα της στεγασμένης αποβάθρας του αεροδρομίου. Ξαναπαίρνει μια ανάσα. Καλύτερα τώρα. Βγάζει τις κάρτες που έχει τακτοποιημένες σε έναν φάκελο στην εξωτερική θήκη του σακ-βουαγιάζ, τις ξανακοιτάζει, τις βάζει πάλι πίσω, τραβάει το φερμουάρ και συνεχίζει τον δρόμο του, καπνίζοντας, προς το μετρό.

Ο κυλιόμενος διάδρομος δεν λειτουργεί, αλλά τον αποζημιώνει ο ερεθιστικός ήχος που βγάζει η αποσκευή του στον λείο διάδρομο μέχρι να σταθεί μπροστά στο γκισέ εισιτηρίων. Κατεβαίνει στην αποβάθρα του μετρό. Ευτυχώς, ο συρμός αργεί. Εξερευνά τον κόσμο που περιμένει. Κανείς και καμιά δεν του κινεί το ενδιαφέρον. Τους είχε αποκλείσει έτσι κι αλλιώς προκαταβολικά αυτούς τους επιβάτες, πλην των υπαλλήλων του αεροδρομίου. Η πόρτα του συρμού έχει ανοίξει και μόλις πρόλαβε να επιβιβαστεί μια εργαζόμενη, κρατώντας το κινητό της τηλέφωνο στο χέρι και έχοντας κρεμασμένο στον ώμο της έναν σάκο. Ίσα που ξεκίνησε ο συρμός με τελικό προορισμό το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και η υπάλληλος σωριάστηκε σε ένα κάθισμα κοιτώντας την οθόνη του κινητού της. Γύρω στα 35-40, με βαμμένο ξανθό μαλλί και άβαφη ρίζα, φορούσε ένα τζιν παντελόνι που τόνιζε την ανοιχτή λεκάνη της. Αδιάφορη για ό,τι συνέβαινε γύρω της, είχε μόνη έγνοια την απάντηση στην κλήση που επιχειρούσε ξανά και ξανά.

Αυτή η γυναίκα κέντρισε τελικά την προσοχή του. Σηκώθηκε από την θέση του, τραβώντας την αποσκευή του, και στάθηκε στο διάκενο, πίσω από το τζαμωτό χώρισμα. Έβγαλε τον φάκελο με τις κάρτες και με συνωμοτικό τρόπο έχωσε μια κάρτα στον σάκο που είχε ακουμπισμένο η γυναίκα στο διπλανό της κάθισμα, την στιγμή που αυτή κοίταζε με απλανές βλέμμα κάπου αδιάφορα έξω από το παράθυρο.

Οι προσπάθειες της να μιλήσει έπεφταν στο κενό. Τερμάτιζε την αναπάντητη κλήση με εκνευρισμό, γεγονός που τον χαροποιούσε όλο και περισσότερο. Χαιρέκακη διάθεση δεν είχε, αλλά τον ικανοποιούσε που το ένστικτό του δεν τον πρόδιδε. Αυτή κατέβηκε στον Χολαργό. Την ώρα που ο συρμός ξεκινούσε, ελάχιστα πρόλαβε να την βλέπει να συνωστίζεται στο πλήθος, βιαστική να προλάβει για να φθάσει άραγε σε αυτόν ή αυτήν που δεν απαντούσε στις κλήσεις της;

Ο ίδιος κατέβηκε στην στάση του Μεγάρου Μουσικής. Βγήκε στο φως και τράβηξε για το ξενοδοχείο. Είχε ακόμη αρκετές ώρες για να τελειώσει το έργο που είχε σχεδιάσει. Μισή ώρα μετά, επιστρέφει στην στάση του μετρό. Χώνεται ξανά στα έγκατα της γης. Αυτή τη φορά αλλάζει συρμό στο Σύνταγμα. Με προορισμό την Ανθούπολη, θα βρει πιο πολλά υποψήφια θύματα – ειδικά μετά την Ομόνοια. Τέτοια μέρα, ο κόσμος που μετακινείται είναι πολύς και οι συρμοί ασφυκτικά γεμάτοι. Ακούει δίπλα του μια γυναίκα να μιλάει ψιθυριστά στο τηλέφωνο, απολογούμενη μάλλον στην μητέρα της: «Μα πώς να έρθω, σου είπα… Δεν καταλαβαίνεις ότι τα λεφτά δεν φτάνουν; Δεν θέλω να μου δώσεις εσύ. Θα μείνω στην Αθήνα. Δώσε φιλιά στον μπαμπά. Καλά Χριστούγεννα μαμά». Η γυναίκα γύρω στα 40 με τα μαλλιά της πιασμένα σε κοτσίδα, εξακολουθεί να κρατά το τηλέφωνο της στο χέρι. Μια ριπή μελαγχολίας διακρίνει στα μάτια της. Αυτός μετακινείται όσο πιο αθόρυβα και διακριτικά γίνεται όλο και πιο κοντά της. Από την πλευρά που κρατάει η γυναίκα την χειρολαβή, βλέπει αυτός την ανοιχτή τσέπη του μπουφάν να χάσκει. Με μια γρήγορη κίνηση γλιστράει στην τσέπη της την κάρτα που κρατούσε στη χούφτα του. Παραμένει ωστόσο στο ίδιο σημείο. Δυο στάσεις πιο μετά, η γυναίκα αποβιβάζεται. Σπεύδει και αυτή μαζί με πολλούς άλλους προς την έξοδο. Πρόσεχε να δει αν θα έβαζε το χέρι της στην τσέπη, μέχρι που αυτή χάθηκε. Ένας άνδρας γύρω στα 45 καθόταν έχοντας ανάμεσα στα πόδια του δύο υφασμάτινες τσάντες. Μιλούσε συνέχεια στο τηλέφωνο του. Έλεγε σε κάποιον ότι τα παιδιά θα μείνουν τα Χριστούγεννα με την μητέρα τους και αυτός θα τα έπαιρνε για την Πρωτοχρονιά. Και ότι δεν είχε κανονίσει κάτι για το βράδυ της παραμονής και ότι η παρέα του είχε φύγει από την Αθήνα και ότι… και ότι… Μόνος του θα ήταν τελικά, κατάλαβε ξεκάθαρα από το δυσαρεστημένο ύφος του άνδρα. Εξακολουθώντας να μιλάει στο τηλέφωνο, σηκώθηκε από την θέση και κοντοστάθηκε ξυστά δίπλα του περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα του συρμού. Βρήκε την ευκαιρία. Η κάρτα βυθίστηκε στην μισάνοιχτη υφασμάτινη τσάντα που κρατούσε χαμηλά με το ένα χέρι.

Στον Αγ. Αντώνιο κατέβηκε και αυτός για να ξαναβγεί για λίγο στο φως. Επέλεξε ένα ήσυχο καφέ στην γωνία του δρόμου. Ένας άνδρας γύρω στα 40, καθόταν παραδίπλα του. Οι προσπάθειες του να πείσει κάποιους από τους φίλους του για βραδινή έξοδο, έπεφταν η μία μετά την άλλη στο κενό. Έκλεινε το τηλέφωνο απογοητευμένος μέχρι την επόμενη προσπάθεια για κάποιον άλλο. Σε καμία δεν στάθηκε τυχερός. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε στην τουαλέτα. Στο τραπέζι είχε ακουμπισμένα το κινητό του τηλέφωνο και κάτι σαν πορτοφόλι. Μόλις είδε τον υπάλληλο απασχολημένο, έχωσε την κάρτα σε μια θήκη αυτού που έμοιαζε με πορτοφόλι, και επέστρεψε στο τραπέζι του. ΟΙ δυο τους αποχώρησαν από το μαγαζί σχεδόν ταυτόχρονα. Αυτός για να βυθιστεί και πάλι στον υπόγειο, και ο άνδρας για άγνωστο προορισμό, κρατώντας σφιχτά στην παλάμη του το πορτοφόλι και το κινητό.

Στην Ομόνοια άλλαξε συρμό. Πήρε τον Ηλεκτρικό. Μια εμφανώς διαλυμένη από την κούραση γυναίκα, σωριάστηκε βιαστικά σε ένα από τα καθίσματα της αποβάθρας. Έβγαλε το κινητό της και άρχισε να γράφει. Αυτός βρήκε την ευκαιρία να καθίσει δίπλα της μόλις άδειασε η θέση. Αυτή δεν σήκωσε καν το βλέμμα της. Έγραφε νευρικά στο viber. Μόλις που πρόλαβε να διαβάσει αυτό που έγραφε, ίσως σε κάποια φίλη της, ότι «οι γιορτές είναι γι΄ αυτούς που έχουν λεφτά». Θα μπορούσες να την χαρακτηρίσεις και όμορφη, αλλά η ομορφιά της υποβαθμιζόταν από την ταλαιπωρία στο πρόσωπο της. Δεν ήταν παραπάνω από 40-42. Την ακολούθησε στο τρένο. Την ακολούθησε μέχρι την Καλλιθέα, προσπαθώντας να βρει τρόπο. Τον βρήκε όταν αυτή άνοιξε την τσάντα της για να βγάλει ένα πακέτο χαρτομάντιλα για να σκουπίσει την μύτη της που έτρεχε. Και όσο αυτή ήταν απασχολημένη, έχοντας γυρίσει το πρόσωπο της προς το παράθυρο, μία ακόμα κάρτα έβρισκε τον προορισμό της.

Με τέτοιο τρόπο κατόρθωσε να ξεφορτωθεί όλες τις κάρτες που είχε φυλαγμένες. Οι ηλικίες που τον ενδιέφεραν ήταν 35-50 και φρόντιζε να υπάρχει ισορροπία μεταξύ ανδρών και γυναικών. Δεν πήγαινε σε παρέες. Μοναχικές και μοναχικούς αναζητούσε, και κυρίως ανθρώπους που θα περνούσαν σχεδόν με βεβαιότητα μόνοι το βράδυ εκείνο.

Αφού ολοκλήρωσε το έργο του, βγήκε ξανά στο φως, και περπατούσε αμέριμνος, χαζεύοντας και φωτογραφίζοντας πόρτες εγκαταλειμμένων σπιτιών του Μεσοπολέμου. Ήταν μεσημέρι. Πριν καταλήξει σε κάποιο καλό εστιατόριο, έσπευσε να πάρει ένα δώρο για τον εαυτό του. Παπούτσια, τι άλλο… Από τότε που γυρνούσε στο χιονισμένο Μόναχο με τρύπιο παπούτσι, αναζητώντας σπίτι, είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, πως, ό,τι και να γίνει στη ζωή του, δεν θα στερεί τον εαυτό του από πολλά ζευγάρια παπούτσια. Βρήκε το ζευγάρι της αρεσκείας του, και ικανοποιημένος από την αγορά, αναζήτησε με το ένστικτο που έχει σε τέτοιες περιπτώσεις ένα καλό εστιατόριο, πριν επιστρέψει στο ξενοδοχείο για λίγη ξεκούραση πριν την βραδινή έξοδο.

Στον δρόμο της επιστροφής, δεν πήρε το μετρό, αν και τον βόλευε. Πήρε ταξί. Ήδη το φως άρχισε να λιγοστεύει και τα πρώτα φώτα από τα σπίτια και τα καταστήματα του προκαλούσαν μια νωχελικότητα. Από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, λίγες ώρες αργότερα, έβλεπε τον Παρθενώνα να λάμπει στο φως του. Άνοιξε το μίνι μπαρ και τράβηξε από μέσα μια ατομική συσκευασία κονιάκ. Το καπάκι στριφογύρισε πάνω στο τραπέζι και αναπαύθηκε ειρηνικά στην άκρη της κάρτας ευχών του ξενοδοχείου. “Merry Christmas”, έγραφε και χαμογέλασε γλυκόπικρα, σηκώνοντας και πάλι το βλέμμα του προς τον Παρθενώνα που έλαμπε στο φως του, με τον ίδιο τρόπο όπως είκοσι πέντε χρόνια πριν.

Ζήτησε να του φέρουν ένα ακόμη κονιάκ. Αυτή τη φορά σε ποτήρι, όπως άρμοζε στην περίσταση. Είχε μετακινήσει την πολυθρόνα προς το παράθυρο και κοίταζε τον Παρθενώνα, πίνοντας και καπνίζοντας (παρά τις σχετικές συστάσεις). Είχε ανοίξει όμως το παράθυρο για να μπαίνει δροσερός αέρας σε πείσμα των συστάσεων.

Το τηλέφωνο του την ημέρα εκείνη δεν είχε χτυπήσει καθόλου. Κάποια τυπικά μηνύματα ευχών τα προσπέρασε δίχως να απαντήσει. Όλα πήγαιναν όπως το είχε φανταστεί και επιθυμήσει.

Στις 10.30 το βράδυ, σπρώχνει την πόρτα ενός μπαρ στην οδό Παπαδιαμαντοπούλου. Προηγουμένως, και αφού είχε αφήσει στο τραπέζι του δωματίου, σε ένα βάζο δίχως άνθη, έναν φάκελο με χρήματα και οδηγίες, ανέβηκε με ταξί ως την Κηφισίας για να δει στολισμένες βιτρίνες καταστημάτων με έπιπλα κουζίνας. Ανέκαθεν τον γοήτευαν αυτές οι βιτρίνες που έδειχναν χαρούμενες οικογένειες δίπλα σε μια ηλεκτρική εστία. Στην Παπαδιαμαντοπούλου, οι φωτεινές προθήκες του θεάτρου Ιλίσια, φέγγιζαν στην άσφαλτο. Στο μαγαζί την ώρα εκείνη ήταν μόνον δυο μικρές παρέες που μιλούσαν φωναχτά. Τις προσπέρασε και ακούμπησε στην μπάρα, μπροστά σε μια χιονόμπαλα. Κοίταξε προς τον δρόμο. Ένα vintage χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα στην τζαμαρία, τον πήγε πολλά χρόνια πίσω, στα χρόνια του ’70, και ανακάλεσε τα ζεστά παιδικά του Χριστούγεννα, τότε που η μητέρα έβαζε για χιόνι βαμβάκι στα κλαριά. Επέστρεψε το βλέμμα του στην χιονόμπαλα και σ΄ ένα ποτήρι κονιάκ που ακούμπησε βελούδινα μπροστά του η σερβιτόρα. Κούρδισε την χιονόμπαλα μέχρι τέρμα και αυτή έβγαλε μια χριστουγεννιάτικη μελωδία, ενώ το χιόνι αιωρούνταν γύρω από έναν φωτισμένο Άη-Βασίλη. Την κούρδισε ξανά και ξανά, αδιαφορώντας για τα αδιάκριτα βλέμματα των θαμώνων, οι οποίοι με την ευκαιρία έπαψαν να φωνασκούν. Αυτή η βραδιά του ανήκε. Ανήκε όμως και σε άλλους, όπως φαίνεται.

Πρώτα μπήκε μια γυναίκα. Η σερβιτόρα την πρόφθασε στην είσοδο και μετά από μια σύντομη στιχομυθία, της υπέδειξε το ρεζερβέ τραπέζι δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Πολύ σύντομα, μια δεύτερη γυναίκα κατέφθασε, στην οποία η ευγενέστατη υπάλληλος πρόθυμα υπέδειξε το ίδιο τραπέζι. Αυτός παρακολουθούσε από το μπαρ τις νέες αφίξεις, σιγοπίνοντας το ποτό του και κουρδίζοντας την μπάλα. Τρεις άνδρες εμφανίστηκαν μετά από λίγα λεπτά, σχεδόν ταυτόχρονα. Φαίνονταν σαν μια παρέα. Δεν ήταν όμως. Η σερβιτόρα ένωσε ένα τραπέζι ακόμα και οι άνδρες βολεύτηκαν στις αναπαυτικές καρέκλες. Μια ακόμη γυναίκα εμφανίστηκε κάπως καθυστερημένα και προστέθηκε στην ίδια παρέα. Κανείς τους δεν κίνησε να φύγει, και το πρώτο μούδιασμα ολονών διαδέχτηκε λίγη ώρα μετά μια θορυβώδης ανταλλαγή συστάσεων μεταξύ τους. Και αυτός πότε τους παρατηρούσε, πότε έπινε καμιά γουλιά και άλλοτε κούρδιζε την μπάλα, αλλά κανείς δεν ενοχλούνταν πλέον από το επαναλαμβανόμενο κούρδισμα και την ξεψυχισμένη μελωδία. Η σερβιτόρα αφού ακούμπησε ένα δεύτερο κονιάκ μπροστά του, μετέφερε πάνω σε έναν δίσκο την παραγγελία της παρέας, η οποία άρχισε να ζωηρεύει. Μικρά πηγαδάκια σχηματίστηκαν μεταξύ τους, κάποιοι άλλαζαν και θέσεις διότι μάλλον κάτι κοινό θα είχαν ανακαλύψει ή κάποιο ερωτικό ενδιαφέρον να σχηματιζόταν. Πέρασε περισσότερο από ώρα όταν οι πρώτες παρέες αποχώρησαν, αφήνοντας μόνους στο μπαρ αυτόν και την παρέα δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δένδρο.

Η σερβιτόρα δεν φάνηκε να ενοχλείται από τον μυστηριώδη τρόπο του άνδρα. Αντιθέτως. Για κάποιον λόγο που δεν θα μάθουμε ποτέ, της άρεσε αυτή η σιωπηλή του παρέα. Μάλιστα, τόλμησε να του προτείνει να πάρει την μπάλα μαζί του ως δώρο. Αυτός αρνήθηκε. Της απάντησε ότι θα θελε να την ξαναβρεί του χρόνου στην ίδια θέση. Από κείνη τη στιγμή έπαψε να τον ενοχλεί. Δεν της είχε αφήσει ούτε χαραμάδα για να καταδυθεί στον εσωτερικό του κόσμο. Βολεύτηκε σε μια γωνιά και περιστασιακά εξυπηρετούσε τις παραγγελίες των πελατών οι οποίοι είχαν αναθαρρήσει πια, γελώντας και μιλώντας δυνατά για πράγματα απολύτως αδιάφορα στον τύπο του μπαρ. Ρώτησε την σερβιτόρα αν την περίμενε κανείς. Εκείνη προς στιγμή ενθουσιάστηκε από το ενδιαφέρον του. Απάντησε αρνητικά. Την ξαναρώτησε, αν μένει σε κάποιο δρόμο, οποιοδήποτε δρόμο, στον αριθμό 23. Τον κοίταξε με απορία. Δεν απάντησε αλλά κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Γνωρίζεις μήπως αν κάποιος από την παρέα μένει; Απάντησε και πάλι αρνητικά, βγάζοντας την φορά αυτή και ένα γάργαρο γέλιο. «Δεν ξέρω που μένουν, θα μπορούσαμε όμως να πάμε για ένα ποτό μετά, αν θέλεις, διότι, όπως κατάλαβα, και σένα δεν σε περιμένει κανείς απόψε. Μπορούμε να πάμε στο Μπρίκι, στην Πλ. Μαβίλη», του πρότεινε. Ήταν η σειρά του να απαντήσει αρνητικά: «Ευχαριστώ για την πρόσκληση, αλλά με περιμένουν στο 23», και το προσωπάκι της κοπέλας συννέφιασε απογοητευμένο, ενώ την ίδια στιγμή η παρέα κανόνιζε να συνεχίσει την διασκέδαση της στο Γκάζι.

Η σερβιτόρα σηκώθηκε από την θέση της, βλέποντας την χαρούμενη παρέα να ετοιμάζεται για να φύγει. Στην ερώτηση ενός από τους άνδρες, η κοπέλα απάντησε πως όλα είναι πληρωμένα. Η παρέα σιώπησε προς στιγμήν και αλληλοκοιτάχτηκαν. Φόρεσαν τα πανωφόρια τους, πήραν τσάντες και κινητά, και πριν αποχωρήσουν ένας-ένας, άφηναν πάνω στο τραπέζι καθένας τους και μία κάρτα. Δέκα λεπτά μετά, και ενώ η σερβιτόρα συμμάζευε το τραπέζι και τον χώρο, ο άνδρας άφηνε συνωμοτικά κάτω από την χιονόμπαλα 200 ευρώ, και αφού σηκώθηκε, φόρεσε το παλτό του και σήκωσε από το πάτωμα μία από τις κάρτες που είχε παραπέσει: «Σας προσκαλώ σε χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν, στο μπαρ «Κόκκινη κλωστή» (οδός Παπαδιαμαντοπούλου, αρ. 10), απόψε στις 11 μ.μ. Στην σερβιτόρα, θα επιδείξετε απλώς την κάρτα. Τα ποτά σας είναι πληρωμένα. Μην ανησυχήσετε από την περίεργη πρόσκληση. Θα είστε ανάμεσα σε κόσμο. Αν νιώσετε κάποιο φόβο, μπορείτε απλώς να αποχωρήσετε. Σας εύχομαι Καλά Χριστούγεννα, Υγεία και Ευτυχία στη ζωή σας».

«Καλά Χριστούγεννα», φώναξε στην σερβιτόρα, η οποία την στιγμή εκείνη κατέβαζε τους διακόπτες, κοιτώντας αινιγματικά τον άγνωστο αυτόν άνδρα.

«Καλά Χριστούγεννα και σε σένα άγνωστε», ψέλλισε με μια δόση απογοήτευσης αυτή, την στιγμή που η εξώθυρα έκλεινε μαλακά.

Ήταν ξημερώματα 25ης Δεκεμβρίου, όταν βγήκε από το μαγαζί. Ένας φρέσκος, τρυφερός αέρας δρόσισε το πρόσωπο του. Τα φώτα πίσω του έσβηναν ένα-ένα. Έστρεψε το βλέμμα του στη χιονόμπαλα που έμεινε μόνη να φωτίζει στη μπάρα. Στον δρόμο μια υγρασία έγλειφε την άσφαλτο ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Λαμπιόνια αναβόσβηναν στα πορτοπαράθυρα των οικοδομών μέχρι την Βασ. Σοφίας. Από ένα διαμέρισμα ακούγονταν χαρωπές φωνές των Χριστουγέννων. Στράβωσε τα χείλη του. Έβγαλε τα ακουστικά βιαστικά, τα στρίφωσε στα αυτιά του και σκέπασε το κεφάλι του με την κουκούλα του πανωφοριού του. Θυμήθηκε προς στιγμήν τις νύχτες του στα Εξάρχεια της δεκαετίας του ’90. Η μουσική λειτούργησε ευεργετικά. Τύλιξε τον λαιμό του με το φουλάρι της μανούλας που έφυγε. Η Σαβίνα Γιαννάτου ερμήνευε Y una madre. Ηρέμησε. Τώρα μπορούσε να ταξιδέψει στη λεωφόρο, στα νησιά του Αιγαίου, στη Μεσόγειο της καρδιάς του, στα μάτια δηλαδή των γυναικών που τον αγάπησαν ή τα αγάπησε: «Κοίτα μητέρα πόσο πόνο ανακάτεψα στα μάτια μου». Κατάφερε να σταματήσει ένα ταξί την ώρα που η Σαβίνα αποτελείωνε στα χείλη του. Έβγαλε τα ακουστικά, άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθισε αποφασιστικά στο πίσω κάθισμα. Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ζήτησε από τον οδηγό να τον πάει σε οποιοδήποτε δρόμο με τον αριθμό 23. Ο οδηγός διάλεξε έναν δρόμο στου Ζωγράφου. Από τότε δεν τον ξανάδε κανείς, ούτε στην Παπαδιαμαντοπούλου, ούτε κάπου αλλού. Σα να τον κατάπιε η Σεράλια στη Σίφνο.

 

 

 

 

Γιώργος Λιόλιος γεννήθηκε στη Βέροια, όπου ζει και εργάζεται ως δικηγόρος. Σπούδασε δημοσιογραφία και νομικά. Κυκλοφορούν τα βιβλία του: Ίχνη εβραϊκής παρουσίας στη Σίφνο (εκδ. Ευρασία), Σκιές της πόλης-Αναπαράσταση του διωγμού των Εβραίων της Βέροιας (εκδ. Ευρασία), Η Σίφνος του Νίκου Μουτσόπουλου-Η ποίηση στην αρχιτεκτονική (εκδ. Ευρασία), Η Βέροια των περαστικών (εκδ. Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας), Σιδηρόδρομος σφυρίζων εις την πεδιάδα (εκδ. Θίνες) και η νουβέλα του Ο αλλόκοτος κόσμος του Γιόνας Τρέσνι (Εκδόσεις του Φοίνικα). Υπό έκδοση η νουβέλα του Μανταλού (εκδ. Θίνες).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top