Fractal

Διήγημα: “Στο τέλος όλα είναι υπέροχα”

Του Γιάννη Καψάλη // *

 

 

 

 

 

 

“Όλα είναι υπέροχα, σαν ένα πανηγύρι όλο εκπλήξεις”, ο τρελό-Αντωνάκης της τα έλεγε αυτά με όλη του τη βεβαιότητα.

Δεν ήταν πάντοτε ο ίδιος. Από το θάνατο της μάνας του και έπειτα όλο και περισσότερο τον βλέπανε να τριγυρνά στις εκκλησίες. Ακολουθούσε τους διακόνους, σε αυτούς έδειχνε πιο πολύ εμπιστοσύνη, και άναβε διαδοχικά κεριά μπροστά σε όλες τις εικόνες, ενώ στεκόταν πιο πολύ στην εικόνα της Αποκάλυψης. Εκεί μουρμούραγε δυο προσευχές και έφευγε ήσυχος.

Με τους παπάδες δεν είχε την ίδια στάση. Ο ιερέας της ενορίας του ήταν αυστηρός και τον μάλωνε τον Αντωνάκη. Όμως φρόντιζε πάντοτε ώστε δυο γεύματα τη μέρα από το συσσίτιο να κρατιούνται για τον τρελό. Έτσι κι αλλιώς ο Αντωνάκης δεν δούλευε, πιο πολύ βοηθούσε από εδώ και από εκεί σε διάφορα θελήματα και του δίνανε κάτι για τον κόπο του, κάνα μεσημεριανό, κάνα χαρτζιλίκι, μέχρι και ζαχαρωτά.

Η μάνα του ήταν μια τρυφερή γυναίκα που είχε χάσει το άντρα της σε ένα εργατικό δυστύχημα όταν ήταν ακόμα νέα. Ζούσανε με μια μικρή σύνταξη από τον συγχωρεμένο, και κανένα συμπλήρωμα όταν καθάριζε κανένα σπίτι στη γειτονιά. Ο Αντωνάκης δεν είχε άλλο άνθρωπο στον κόσμο για να στηριχτεί.

Λίγους μήνες αφού είχε πεθάνει η μάνα του όμως, ο Αντωνάκης χάθηκε εντελώς από τη γειτονιά για μέρες. Μερικοί από τους γείτονες ανησύχησαν όταν είδαν το σπίτι κλειστό για δυο εβδομάδες. Το ανέφεραν στην αστυνομία και ξεκίνησε τότε η έρευνα. Ψάχνανε για περαστικούς που τον είχανε δει και είχαν αρχίσει πια να ανησυχούν και για τη ζωή του, σε περίπτωση που είχε χαθεί ή είχε μπλέξει πουθενά χωρίς να το θέλει.

Όταν τον βρήκαν παραξενεύτηκαν. Σε μια γωνιά, δίπλα στο οστεοφυλάκιο του νεκροταφείου, αρκετά κοντά στα μνήματα, πεσμένος κάτω στο έδαφος, κάτι μουρμούριζε. Πήρανε ξανά την αστυνομία να τον πάει σπίτι. Ο Αντωνάκης εκεί, με κλειστά τα μάτια του, κρατούσε μια μικρή φωτογραφία σφιχτά κλεισμένη στο χέρι του και συνέχιζε να μουρμουράει μόνος του. Καθώς δεν φαινόταν να αντιδρά με τους γύρω του, οι αστυνομικοί τον σήκωσαν και τον μετέφεραν στο κοντινότερο ψυχιατρικό ίδρυμα. Εκεί τον κράτησαν για καμία εβδομάδα οι γιατροί και έπειτα τον άφησαν ελεύθερο με την οδηγία να παίρνει τα φάρμακα του.

Γυρνώντας πίσω ο Αντώνης δεν κάθισε και πολύ στο σπίτι. Αντίθετα ξαναπήρε τους δρόμους, όχι για να πάει μακριά αυτή τη φορά. Πήγαινε και ερχόταν στις γειτονιές, τον πειράζανε τα παιδιά, άκουγε καμιά βρισιά επειδή χαλούσε το μεσημεριανό ύπνο των κατοίκων και μετά άναβε κάνα κερί στο παρεκκλήσι του Αγίου Νικόλα.

Ο παπά-Ανδρέας τον είδε μια από εκείνες τις μέρες που γυρνούσε από το ψυχιατρείο με τα φάρμακα του και τον κοίταξε λοξά. Τον λυπόταν τον καημένο αλλά φοβόταν κιόλας μην πάει και κάνει κάτι τίποτα επικίνδυνο. Του άφησε το γεύμα της ημέρας και λίγο τσίπουρο, ένα ποτηράκι, να καλμάρουν τα νεύρα του νεαρού.

Τον είδε και η παπαδιά από μακριά και τον πλησίασε. Ήταν καλή γυναίκα, πονόψυχη και με υπομονή αν και λίγο αυστηρή. Ότι της έλλειπε σε φαντασία το είχε κερδίσει σε καρτερία, “έτσι μοιράζει ο Θεός τα τάλαντα” έλεγε αυτή. Την είδε και ο τρελό Αντώνης να τον πλησιάζει και σταμάτησε να τρώει. Την κοίταξε μετά που ήρθε και στάθηκε δίπλα του η γυναίκα, και της πρότεινε το ποτήρι με το τσίπουρο.

“Παρ’ το κυρά Σοφία, μου είπαν οι γιατροί να μην πίνω τέτοια, τώρα που πίνω και τα φάρμακα μου”.

Η Σοφία το άφησε στην άκρη το ποτήρι και τον ξανακοίταξε. Κάτι της είχε φανεί διαφορετικό πάνω του, τώρα που τον έβλεπε ξανά. Δεν ήταν μόνο το κουρασμένο πρόσωπο της νοσηλείας του, τα λιγότερα κιλά, αλλά κάτι άλλο. Κάτι που είχε ίσως στα μάτια του; Το αφελές παιδικό σχεδόν βλέμμα του, όμως αυτό το είχε πάντα, ή τα χέρια του, έτσι όπως έτρωγε με σιγουριά, παρά το τρέμουλο από τα φάρμακα, το φαγητό του; Είχε κάτι που έμοιαζε σαν να τον βυθίζει στο έδαφος όσο πιο βαθιά γινόταν, και δεν μπορούσε να το προσδιορίσει καλύτερα

“Η Αθανασία γελούσε πολύ με τα όσα έκανες!” του εξομολογήθηκε ξαφνικά η παπαδιά ελαφρά χαμογελαστή και ανέμελη για μια στιγμή, χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε με κάποιον ξένο σε αυτό τον τόνο για την κόρη της. Αν και είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε που την είχαν χάσει, το πένθος τη βάραινε το ίδιο, όπως και τότε. Με τον παπά-Ανδρέα σπάνια και αν βγάζανε κουβέντα για αυτήν. Ήταν και γι’ αυτόν ίδια η πληγή όσο και γι’ αυτή.

Μαζεύτηκε αφού το ξεστόμισε αυτό, και το χαμόγελο στο πρόσωπο της μετατράπηκε αμέσως μετά σε μια παραμορφωμένη γκριμάτσα, καθώς της ήρθε στο μυαλό ξανά η νεκρή κόρη της. Ήρθε σε συστολή, δεν είχε ξεστομίσει ποτέ τόσο ανυπόμονα λέξεις ασυλλόγιστες που είχαν σαν αποτέλεσμα να την ταράξουν. Λες και πρόδιδε κάτι που ήταν ιερό μυστικό για την ψυχή της. Έκανε να σηκωθεί να φύγει, η καρδιά της όμως, παρά το χτυποκάρδι της, σαν να ενέργησε στο κορμί της, και γύρισε τότε προς τον τρελό Αντώνη. Με συγκρατημένο τότε τόνο του ξαναμίλησε:

“Δε μπόρεσα να σε συλλυπηθώ για τη μάνα σου Αντώνη τόσο καιρό!”

“Ευχαριστώ κυρά Σοφία! Μην ανησυχείς γι’ αυτήν, μας κοιτά τώρα από επάνω γαλήνια.”

“Το ξέρω Αντώνη, ήταν καλή γυναίκα”.

“Έτσι είπε και για την Αθανασία, είναι καλά”.

Η παπαδιά πάγωσε τότε. Της ήταν ξαφνικό αυτό να το ακούσει τώρα. Δεν ήξερε πως, αλλά κανονικά θα της φαίνονταν σαν μια αναίσθητη ευχολογία αυτά τα λόγια ή σαν μια κακόγουστη πλάκα. Γύρισε προς τον Αντώνη έχοντας σε όλο το πρόσωπο της την ένταση ενός αναποφάσιστου ανθρώπου, μεταξύ πίκρας και προσδοκίας. Πίκρα εμπρός σε τόσα άκαρδα ψέματα που τα είχε πια μπουχτίσει, όπως και την παγωμένη σιωπή του συζύγου της μετά το χαμό της κόρης τους, και μιας τρελής προσδοκίας από την άλλη, τόσο τρελής και αναπάντεχης που ήταν αδύνατο να τη δεχτεί.

Λες και ήταν η φρίκη η ίδια προσωποποιημένη δεν τόλμησε να πει τίποτα. Το ρίγος της κρίσης είχε διαπεράσει κάθε κομμάτι της συνείδησης της. Δεν θα άντεχε παραπάνω στιγμή ζωντανή σε αυτή την κατάσταση η παπαδιά, αποκομμένη όπως έμοιαζε να πάει να γίνει η ψυχή της από το σώμα της. Τέτοιος ήταν ο διχασμός της ανάμεσα σε αλήθεια και ψέμα. Όμως άκουσε τότε:

“Στο τέλος όλα θα είναι φανταστικά! Κυρά Σοφία μην στεναχωριέσαι”.

Το πρόσωπο της αστραπιαία φώτισε, λες και πετάρισε μακριά από το κεφάλι της ο δαίμονας που της έβαζε την αμφιβολία και την κρατούσε στην ταραγμένη σιωπή της.

“Που το ξέρεις αυτό;” Του ξεστόμισε τότε με μια παρορμητική αυστηρότητα ενώ μια ελπίδα ετοιμαζόταν να διατρέξει όλο το κορμί της.

Τον κοίταξε καλύτερα και είδε τότε τη φωτογραφία των γονιών του Αντώνη που κρεμόταν από το σκισμένο πορτοφόλι του, μουλιασμένη παλιότερα και στεγνή τώρα. Τα πρόσωπα των γονιών του ίσα που διακρίνονταν στο χαρτί, μόνο ένα περίγραμμα τους να φαίνεται με τα χαρακτηριστικά τους δυσδιάκριτα, ξεπλυμένη καθώς ήταν από τα παλιά δάκρυα.

Της σκοτείνιασε την καρδιά της κι άλλο για μια στιγμή αυτό της κυρά Σοφίας, έτσι όπως έβλεπε να έχει χαθεί η εικόνα τους, ακόμα και από τη φωτογραφία. Της θύμισε προς στιγμή το δικό της σπίτι όπου είχε κάνει το αντίθετο. Είχε κρύψει όλες τις πιο χαρούμενες φωτογραφίες της κόρης της, ίσως για να τις διατηρήσει για πάντα αλλά και να μη τις βλέπει.

“Είδες κυρά Σοφία, που ούτε τα πρόσωπα τους δε φαίνονται; Έσβησαν από τα δάκρυα μου”, της απάντησε ο Αντώνης.

Σαν να της μιλούσε κάποιος βαθιά μέσα από τον τάφο που τον είχε αγγίξει ο ουρανός, της φάνηκε εκείνη την ώρα της κυρά Σοφίας. Κανονικά θα ήθελε να πει τόσες και τόσες κουβέντες ψεύτικης παρηγοριάς αλλά σεβάστηκε το μυστήριο. Ούτε ερώτηση ήθελε να του κάνει, ούτε κάποια εξήγηση ήθελε να έχει.

“Όλα είναι υπέροχα, σαν ένα πανηγύρι όλο εκπλήξεις”, ο τρελό-Αντωνάκης της τα έλεγε αυτά με όλη του τη βεβαιότητα.

 

 

 

 

Γιάννης Καψάλης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από τη συγγραφή διηγημάτων ασχολείται και με τη ζωγραφική.

 

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top