Fractal

Ο Καβάφης και η φύση της ψευδαίσθησης: Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Του Αντώνη Χαλιακόπολου // *

 

“Ο Καβάφης”, 1948, Νίκος Εγγονόπουλος

 

 

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

 

Άρεσε γενικώς στην Αλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Αριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Αγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

 

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ’ οι Αλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

 

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

 

Κ. Π. Καβάφης

 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης έγραψε αυτό το ποίημα το 1928. Κατατάσσεται στα λεγόμενα ψευδοϊστορικά έργα του ποιητή, αν και μάλλον στα λιγότερο γνωστά του. Το ποίημα καυτηριάζει την ματαιοδοξία όσων προσποιούνται κάτι που δεν είναι, αλλά και ταυτόχρονα την ευπιστία ενός κόσμου που γίνεται έρμαιο του «φαίνεσθαι».

Ο Καβάφης φαντάζεται την επίσκεψη ενός ηγεμόνα της Δυτικής Λιβύης στην αρχαία Αλεξάνδρεια, τον κατ’ εξοχήν χώρο στον οποίο δρουν τα υποκείμενα της καβαφικής ποίησης. Το ποίημα είναι διαχρονικό. Ο ηγεμόνας, ονόματι Αριστομένης, έχει κατορθώσει να πείσει του κατοίκους της Αλεξάνδρειας να πιστέψουν πως είναι «μετριόφρων» και «βαθύς στες σκέψεις». Η άποψη των Αλεξανδρινών για τον Αριστομένη βασίζεται σε μία σειρά παρατηρήσεων, που καταγράφονται στην α’ στροφή ως εξής:

α) το όνομα «Αριστομένης, υιός του Μενελάου» και η περιβολή του είναι κοσμίως ελληνικά, β) ο Αριστομένης δεν αποζητά τις τιμές αλλά τις δέχεται με ευχαρίστηση, γ) ο Αριστομένης αγοράζει ελληνικά βιβλία φιλοσοφίας και ιστορίας, δ) ο Αριστομένης είναι λιγομίλητος, απ’ όπου προκύπτει πως θα ναι «βαθύς στες σκέψεις» αφού έτσι συνηθίζουν οι άνθρωποι των γραμμάτων.

Βασιζόμενοι σε αυτά τα στοιχεία οι Αλεξανδρινοί εμφανίζονται πεπεισμένοι πως την πόλη τους επισκέφθηκε ένας Έλληνας Φιλόσοφος. Ωστόσο, αυτή η πρώτη εντύπωση είναι εξαιρετικά εύθραυστη, αφού δεν υποστηρίζεται από καμία πράξη του Αριστομένη.

Οι Αλεξανδρινοί παραμένουν αιχμάλωτοι του «φαίνεσθαι» και αδυνατούν να το ξεπεράσουν. Ο Αριστομένης μπορεί να κάνει όσα θα έκανε ένας Έλληνας σοφός, αλλά δεν κάνει εκείνα τα καθοριστικά για την ταυτότητα του. Με λίγα λόγια πληροί τις προδιαγραφές του «φαίνεσθαι», αλλά όχι του «είναι» του ρόλου. Αυτή η πραγματικότητα γίνεται προοδευτικά σαφής στην β’ και αποκορυφώνεται στην γ’ στροφή του ποιήματος. Ο Καβάφης δεν είναι καθόλου διακριτικός. Η αποδόμηση της εικόνας του Αριστομένη γίνεται ήδη με το πρώτο δίστιχο της β’ στροφής: «Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε./Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος».

Γιατί όμως είναι τυχαίος και αστείος; Επειδή πήρε ελληνικό όνομα, ντύθηκε σαν Έλληνας και ως τέτοιος έμαθε να φέρεται. Ο ίδιος έτρεμε από φόβο μήπως οι Αλεξανδρινοί καταλάβουν τα ψεύδη του από τα βαρβαρικά του ελληνικά και «τον πάρουν στο ψιλό». Προκειμένου λοιπόν να συντηρήσει τον τίτλο του Έλληνα φιλοσόφου, ο Αριστομένης καταφεύγει στην σιωπή και την προσεκτική χρήση των κλίσεων και της ελληνικής του προφοράς.

Η εικόνα του λακωνίζοντος φιλοσόφου καταρρέει κάτω από την εκκωφαντική κενότητά της. Ο Αριστομένης μπορεί να έχει καταφέρει να ξεγελάσει τους Αλεξανδρινούς αλλά ο ίδιος υποφέρει και πλήττει λόγω της αδυναμίας του να εκφραστεί. Ο επίλογος του ποιήματος αφήνει ένα ανάμικτο συναίσθημα, καθότι η αντιδιαστολή μεταξύ της εικόνας που έχουν σχηματίσει οι Αλεξανδρινοί για τον Αριστομένη και της πραγματικότητας, ενέχει ένα κωμικό στοιχείο, το οποίο εξισορροπείται με την τραγική διαπίστωση πως το μεγαλύτερο θύμα του ηγεμόνος εκ Δυτικής Λιβύης είναι ο ίδιος ο Αριστομένης.

Όπως ο γνωστός πίνακας του Magritte δεν είναι μία πίπα, αλλά η εικαστική απεικόνιση της, έτσι και ο Αριστομένης δεν είναι ένας φιλόσοφος αλλά η θεατρική αναπαράσταση ενός φιλοσόφου. Μία καλύτερη παρομοίωση θα μπορούσε να γίνει και με το έργο του αρχαίου ζωγράφου Ζεύξιδος, ο οποίος λεγόταν ότι ήταν τόσο ικανός, ώστε όταν ζωγράφιζε σταφύλια, τα πουλιά μπερδεύονταν και ορμούσαν να τα φάνε. Στην περίπτωση αυτή όπως και του Αριστομένη, η επιτυχία της ψευδαίσθησης συνίσταται στην επιτυχή απομίμηση ορισμένων στοιχειωδών ιδιοτήτων του πρωτοτύπου. Ο Ζεύξις θα χρησιμοποιούσε χρώματα που θα μιμούνταν την απόχρωση των σταφυλιών και την αλληλεπίδραση τους με τον χώρο και το φως, όπως ο Αριστομένης αγόραζε ελληνικά βιβλία και κατέφευγε στον λακωνικό λόγο. Η ψευδαίσθηση ωστόσο, στερείται των θεμελιωδών ιδιοτήτων του πρωτοτύπου. Για παράδειγμα τα σταφύλια του Ζεύξιδος υφίστανται μόνο σε δύο διαστάσεις και ο Αριστομένης μιλάει τα ελληνικά με βαρβαρισμούς.  Προκειμένου να πετύχει η ψευδαίσθηση, πρέπει κρατηθεί μία απόσταση μεταξύ του αντικειμένου και του θεατή/δέκτη. Τα πουλιά δεν πρέπει να ακουμπήσουν τα σταφύλια και οι Αλεξανδρινοί δεν πρέπει να μιλήσουν με τον Αριστομένη, γιατί τότε θα εκτεθεί η βαρβαρική του προφορά και η εικόνα θα καταρρεύσει.

 

“Η Προδοσία των Εικόνων”, 1929, Rene Magritte

 

Ο Καβάφης είναι εμφανώς επικριτικός τόσο απέναντι στον Αριστομένη όσο και στους κατοίκους της Αλεξάνδρειας, των οποίων η παιδαριώδης προσκόλληση στους τύπους και το «φαίνεσθαι» είναι που τελικά έκαναν δυνατή την απάτη του ηγεμόνα εκ δυτικής Λιβύης. Το μήνυμα του έργου όπως και τόσα άλλα έργα του Καβάφη απευθύνεται στο εποχή του ποιητή και προδίδει την αγανάκτηση αλλά και την πικρία του για τον ψευδο-διανοουμενισμό της εποχής του και τους κενούς ανθρώπους που εύκολα «γίνονται ό,τι δηλώσουν». Βέβαια, όπως σαφώς διαφαίνεται στο τέλος του ποιήματος, οι άνθρωποι αυτοί είναι τα πρώτα και τραγικότερα θύματα της απάτης τους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top