Fractal

«Οι αρχάριοι» ή «Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη»

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Ρέιμοντ Κάρβερ, “Αρχάριοι”. Εισαγωγή-Μετάφραση-Επίμετρο: Γιάννης Τζώρτζης. Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018

 

Το βιβλίο ‘Αρχάριοι’, είναι η πιο γνωστή συλλογή διηγημάτων του αμερικανού Ρέιμοντ Κάρβερ, η οποία είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο ‘Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη’ (What We Talk about when We Talk about Love). Η συλλογή περιείχε δεκαεπτά σύντομες ιστορίες τις οποίες είχε επιμεληθεί ο Γκόρντον Λις, με τον οποίο ήταν καλοί φίλοι, τότε, και η οποία  κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1981. Η συλλογή θεωρείται η πρώιμη εργασία του, επειδή πολλές από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται σε αυτή ήταν εκείνες που γράφτηκαν κατά τη διάρκεια των ασυγκράτητων και έξαλλων περιόδων του Ρέιμοντ Κάρβερ και των πρώτων χρόνων της νηφαλιότητάς του, με αποτέλεσμα πολλές απ’ αυτές να παρομοιάζουν ή και να ταυτίζονται με κάποιες πτυχές της προσωπικής του ζωής. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι η καινούργια του ζωή, η ‘δεύτερη’ όπως ειπώθηκε, ξεκίνησε το 1977, μόλις τέσσερα χρόνια πριν από τη δημοσίευση αυτής της συλλογής, ο Ρέιμοντ Κάρβερ αρχίζει να συνέρχεται  στο σώμα και την ψυχή  από όλα εκείνα που διαδραματίστηκαν  και τού άφησαν πίσω οι ημέρες της απώλειας και της απελπισίας, με αποτέλεσμα αυτό να  αντικατοπτρίζεται  βαθιά στο έργο του. Ανάμεσα σε αυτές τις ιστορίες και της άλλης συλλογής που ακούει στο όνομα ‘Λοιπόν θα πάψεις σε παρακαλώ’ (Will You Please Be Quiet, Please?), υπάρχουν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, το βασικότερο των οποίων να αποτελεί το αποκαλούμενο ‘μινιμαλιστικό στυλ’. Άλλωστε όπως αποδείχτηκε από την ιστορία, στη συνέχεια, ο Κάρβερ και ο μινιμαλισμός, φαίνεται πως υπήρξαν εσαεί συνδεδεμένοι. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του, είναι αλήθεια, πάντα τον συνέδεαν με αυτόν τον όρο, θεωρώντας τον ως τον ‘πατέρα του νέου κύματος’, αν και εκείνος πάντα απαντούσε με έκδηλο φυσικά χαριεντισμό  ότι αυτός ήταν αποκλειστικά και μόνο ο ‘πατέρας των παιδιών του’. Έτσι θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι όταν οι πρώτες ιστορίες του άρχισαν να δημοσιεύονται, η αμερικανική λογοτεχνία απέκτησε απίστευτα μικρής έκτασης λογοτεχνικά διαμάντια και βεβαίως ένα νέο στυλ γραφής το οποίο  συνεχώς εξελισσόταν.

Αργότερα, ο Κάρβερ αποφάσισε να ξαναγράψει μερικές από τις πιο αναγνωρισμένες και διαβασμένες ιστορίες του, εφαρμόζοντας ένα πιο εκτεταμένο στυλ στη γραφή του. Πάντοτε πίστευε  ότι οι σύντομες ιστορίες απαιτούσαν να γράφονται με λίγα λόγια, αν και αρκετοί άλλοι θεωρούσαν ότι με τον τρόπο αυτό περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό οι συγγραφικές δυνατότητες των δημιουργών. Ωστόσο, είναι σαφές ότι οι ιστορίες του χρειάζονταν πολύ φαντασία για να γίνουν πλήρως  κατανοητές, αφού εκείνος απλώς περιέγραφε μια κατάσταση, και άφηνε στη συνέχεια τον αναγνώστη να ξεδιπλώσει τη δική του φαντασία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που έθιγε. Επιπλέον, στα θέματα που συζητήθηκαν σε μεγάλο αριθμό ιστοριών του, εξακολουθούν να παρουσιάζονται προβληματικές ζωές που βιώνονται, όμως, από συνηθισμένους ανθρώπους. Μια γρήγορη και εύκολη εξήγηση για το γράψιμο των απελπισμένων  και όχι αισιόδοξων ιστοριών του Κάρβερ, ήταν η μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ από μέρους του. Στα πρώτα χρόνια, το έργο του ήταν σκοτεινό, καταθλιπτικό, ακόμη και φονικό κατά περιόδους. Μικρά παιδιά, έτσι, να σκοτώνονται από γονείς που κατά βάθος τα περιφρονούσαν, άντρες να δολοφονούν τις συζύγους και τις αδελφές τους, ο αλκοολισμός να εμφανίζεται και να τρέχει αχαλίνωτος στους πρωταγωνιστές των ιστοριών, και η απιστία μεταξύ συζύγων να προσφέρει περισσότερη οικειότητα από την διάχυτη  βιαιότητα η οποία επικρατούσε εντός των συμβατικών γάμων. Να σημειώσουμε, με την ευκαιρία, πως ο Ρέιμοντ Κάρβερ υπήρξε βαριά αλκοολικός στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τη δεκαετία του 1970, με αποτέλεσμα  οι ιστορίες που έγραψε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου να αντανακλούν ευθέως την  απελπισία, καθώς  και την απόγνωση που τον οδηγούσε να πίνει ασταμάτητα αδιαφορώντας για τις απώτερες επιπτώσεις στην υγεία του. Για παράδειγμα, η ιστορία ‘Μια μικρή παρηγοριά’ (Little Thing), που περιλαμβάνεται στη συλλογή ‘Για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για αγάπη’, αναφέρεται σε ένα μωρό που σκοτώνεται από τους γονείς του, αν και δεν ήταν εκ προθέσεως. Ωστόσο, στην ιστορία ‘Πες στις γυναίκες ότι φεύγουμε’ (Tell the Women We’re Going),  περιγράφεται πώς ένας νεαρός ψυχοπαθής σκότωσε αθώα κορίτσια με μια πέτρα. Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, τα θέματα γίνονταν ακόμα πιο προβληματικά. Η απιστία  βρίσκεται όχι μόνο στο ‘Κιόσκι’ (Gazebo) αλλά και σε αρκετές άλλες ιστορίες, ενώ ο αλκοολισμός είναι παρών σχεδόν σε κάθε ιστορία μέσα στο βιβλίο. Επιπλέον, είναι εύκολο για τους αναγνώστες να διαπιστώσουν τη δυσπιστία, τις διαλυμένες σχέσεις, την απομόνωση, τη λύπη και τον τρόμο σε όλες τις σελίδες του βιβλίου. Οι χαρακτήρες αποτελούνταν από κοινούς ανθρώπους που ανήκαν στις κατώτερες τάξεις, και ουσιαστικά, ήταν οι πρωταγωνιστές όλων των ιστοριών που ο Κάρβερ έγραψε. Δούλευαν όποτε ήθελαν και μπορούσαν, φυσικά, σε εστιατόρια και μοτέλ, είχαν ακρωτηριασμένα ή κακοποιημένα μέλη, είχαν εγκαταλειφθεί από τις  οικογένειές τους,  και ζούσαν σε σπίτια με λιγοστά ή και χωρίς έπιπλα, έλεγαν λίγα και πολλές φορές ακατανόητα λόγια. Ο Κάρβερ ήταν αρκετά γνώριμος με τις καμαριέρες, σερβιτόρες, δασκάλους και άλλους τέτοιους ανθρώπους, και αποφάσισε να μιλήσει για όλους αυτούς, και κυρίως για εκείνους τους απελπισμένους που ζούσαν ασυνήθιστες ζωές. Όπως και οι χαρακτήρες στην πλειοψηφία των ιστοριών του, έτσι και εδώ οι πρωταγωνιστές εξακολουθούν να αγωνίζονται με το θάνατο και την ενοχή, το διαζύγιο και την κατάθλιψη, και αναρωτιόνταν κατά βάθος γιατί τα πράγματα στη ζωή τους πήγαιναν τόσο στραβά. Όμως, πρέπει να τονίσουμε, ότι σε αρκετά αρχικά σχέδια των ιστοριών του, περιγράφονται άνθρωποι που προσπαθούσαν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους αναζητώντας κάποιο νόημα σε ένα άγριο και αφιλόξενο σύμπαν μέσα στο οποίο ζούσαν. Εν ολίγοις, αυτό το άγριο περιβάλλον στο οποίο κινούνταν οι κύριοι χαρακτήρες του, ήταν η συνήθης ομοιότητα μεταξύ των πρώτων συλλογών του Κάρβερ. Πέρα από τα αναγραφόμενα, αν και τα θέματα και οι χαρακτήρες θεωρούνται σχετικής  σημασίας στη δεύτερη μεγάλη συλλογή ιστοριών του Κάρβερ, υπάρχει ένα άλλο θέμα που προσέλκυσε την προσοχή πολλών ανθρώπων, και έτσι άρχισαν να διαχέονται και να διαπλέκονται πολλά ερωτήματα και να γίνονται ατέρμονες συζητήσεις μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων όσον αφορά το ποιος ήταν υπεύθυνος για τέτοιες σπουδαίες ιστορίες στη συλλογή, ήταν συγκεκριμένα ο ίδιος ο Κάρβερ, ή ο εκδότης του, ο Γκόρντον Λις! Η συνάντηση ανάμεσα σε αυτές τις δύο, πραγματικά μεγάλες, μορφές της αμερικανικής λογοτεχνίας, δημιούργησε  μια ισχυρή σχέση συνεργασίας που έκανε τον Κάρβερ να εμπιστεύεται τη γνώμη του Λις και έτσι πολλές από τις πιο γνωστές ιστορίες του βγήκαν ‘διορθωμένες’ τελικά από τα χέρια του Λις. Ο τελευταίος ήταν εκείνος που άρχισε να δημοσιεύει αυτές τις ιστορίες στο Esquire Magazine και όταν έγινε εκδότης  στο Alfred A. Knopf, Inc, οι ιστορίες του Κάρβερ αποτέλεσαν το ελκυστικό και κατάλληλο υλικό για να δημοσιευθούν ως νέα συλλογή από αυτόν τον συγκεκριμένο εκδοτικό οίκο. Εδώ, ειρήσθω εν παρόδω, να τονίσουμε τον καταλυτικό ρόλο που παίζει η ύπαρξη του εκδότη-επιμελητή (editor) στα αγγλοσαξωνικά  λογοτεχνικά πράγματα και κυρίως την φιλολογική παραγωγή.

Όλες οι ιστορίες που περιλαμβάνονται σε τούτη τη συλλογή, αρχικά πήραν το όνομα ‘Αρχάριοι’ (Beginners) και απεστάλησαν στη Νέα Υόρκη για να ξεκινήσει το τελικό έργο επεξεργασίας.  Ήταν Μάιος του 1980, και πολλές από αυτές είχαν ήδη δημοσιευθεί ξεχωριστά σε κάποια περιοδικά και άλλα μέσα ενημέρωσης. Με το χειρόγραφο που περιείχε τις ιστορίες, ο Κάρβερ είχε κατά νου να δημιουργήσει μια νέα συλλογή, αλλά  ο Λις την ίδια στιγμή είχε άλλα σχέδια. Ωστόσο, όταν ο Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988) έλαβε τελικά το έργο στα χέρια του, πολλά πράγματα ήταν διαφορετικά. Το έργο του Λις, ήταν εξαντλητικό και ακραίο. Είχε αφαιρέσει ολόκληρες σελίδες του κειμένου, αποθηκεύοντας μια λέξη εδώ, μια φράση εκεί, και ο Κάρβερ στην πραγματικότητα δεν μπορούσε  να πιστέψει ότι συνέβη κάτι τέτοιο, αφού από τις  ιστορίες του είχε ήδη αφαιρεθεί τεχνηέντως ένα μεγάλο ποσοστό του αρχικού κειμένου. Για παράδειγμα, ο Λις άλλαξε αρκετά ονόματα στους χαρακτήρες, έγραψε νέες γραμμές, άλλαξε τους τίτλους, τον τόνο, το αποτέλεσμα, σχεδόν τα πάντα. Πιθανόν κάποιες προτάσεις διαγράφηκαν ολόκληρες και άλλες αναδιατάχθηκαν. Ωστόσο, είχε ήδη αλλάξει σε μερικές περιπτώσεις κάποιες ιδιαίτερες  πτυχές που έκαναν την ιστορία να φαίνεται τόσο διαφορετική από ότι ήταν αρχικά. Αυτή η νέα συλλογή, την οποία ονόμασε ‘Αρχάριοι’, ήταν η πρώτη που γράφτηκε από τότε που σκέφτηκε ότι δεν θα γράψει ποτέ ξανά,  το πρώτο κείμενο από τότε που ήταν νηφάλιος, το πρώτο αφού είχε αφήσει τη σύζυγό του, το πρώτο από τότε που γνώρισε την Τες Γκάλαχερ (Tess Gallagher, 1943- ), ήδη γνωστή ποιήτρια,  τότε, και η γυναίκα με την οποία επρόκειτο να περάσει τις υπόλοιπες μέρες της ζωής του.  Ήταν η απαρχή μιας αναγεννημένης γι’ αυτόν  καριέρας μετά τη διακοπή του αλκοόλ,  και ένα μεγάλο βήμα για να γίνει ο μεγαλύτερος και πιο σημαντικός συγγραφέας, για αρκετούς, από την παλιότερη εκείνη εποχή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ.

Όταν εμφανίστηκε το βιβλίο, όλα άλλαξαν γι’ αυτόν, επί τα βελτίω, φυσικά! Επιπλέον, πολλές από τις ιστορίες του βραβεύτηκαν, άλλες θεωρήθηκαν τα καλύτερα διηγήματα όλων των εποχών, ενώ ο ίδιος ανέκαμπτε σωματικά και συναισθηματικά. Το βιβλίο, που αναφερόμαστε, ξεκινά με την  αφήγηση της ιστορίας ‘Γιατί δεν χορεύετε;’ (Why Don’t You Dance?) στην οποία ένας  άντρας είχε βγάλει  όλα τα πράγματα του, τηλεόραση, γραφείο, καναπέ, καρέκλα και τραπεζάκι του καφέ, στην αυλή του σπιτιού του, και μόνον μερικά  κιβώτια παρέμειναν μέσα στο σαλόνι. Οι άνθρωποι που περνούσαν επιβράδυναν την ταχύτητα του αυτοκινήτου τους για να δουν τι το περίεργο συνέβαινε εκεί πέρα, αλλά κανένας δεν σταματούσε. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι που σχεδίαζαν να επιπλώσουν το μικρό τους διαμέρισμα, σκέφτηκαν ότι ίσως ήταν μια καλή και φτηνή επιλογή. Μετά από κατανάλωση μιας ποσότητας ουίσκυ από όλους, ο άντρας πρότεινε στο ζευγάρι να χορέψει, αλλά στη συνέχεια είπε στο κορίτσι να χορέψει μαζί του, στην αυλή. Εβδομάδες αργότερα, η κοπέλα άρχισε να λέει πώς πέρασαν εκεί όλοι μαζί. Σε αυτό το διήγημα, έρχεται μπροστά το θέμα του χωρισμού, της αλλαγής, της σύνδεσης, της παρουσίας, της αβεβαιότητας και της τελικής αποδοχής. Αν και ο αναγνώστης δεν μπορεί να πει με σιγουριά για ποιο λόγο ο άνθρωπος έχει μεταφέρει όλα τα έπιπλα και τα υπάρχοντά του έξω, στην μπροστινή αυλή του σπιτιού του, υποθέτει ότι μπορεί να είναι μια περίπτωση ανθρώπου που προσπαθεί να προχωρήσει  τη ζωή του ή να αφήσει πίσω του ένα παρελθόν με κάποια γυναίκα που τον άφησε.  ‘… Όλα έμοιαζαν όπως περίπου ήταν στην κρεβατοκάμαρα, κομοδίνο και πορτατίφ από τη δική του μεριά του κρεβατιού, κομοδίνο και πορτατίφ από τη δική της…’, γράφει ο Κάρβερ  στις πρώτες σειρές του διηγήματος.  Παρόλο που αναφέρεται μόνο εν συντομία στην αρχή της ιστορίας και δεν αναφέρεται πουθενά ρητά, είναι πιθανό εκείνη να τον εγκατέλειψε, αν και δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα γιατί μπορεί να το έκανε. Ωστόσο, αν ο αναγνώστης λάβει υπόψιν του πόσο εξαρτημένος από το αλκοόλ παρουσιάζεται ο άνθρωπος σε όλη την ιστορία, είναι πιθανό ότι η σύζυγός του αντί να ζήσει τη ζωή της με έναν ενεργό αλκοολικό, αποφάσισε να φύγει μακρυά του, χωρίς φυσικά να μπορούμε να  υποστηρίξουμε την υπόθεσή μας με βεβαιότητα.  Είτε έτσι, βεβαίως, είτε αλλιώς, υπάρχει η αίσθηση ότι η ζωή του ανθρώπου έχει αλλάξει δραματικά με την απόφασή του να μετακινήσει όλα τα έπιπλα και τα υπάρχοντά του στην μπροστινή αυλή, ενδεχομένως με την πρόθεση να πουλήσει τα πάντα. Είναι επίσης πιθανό ότι η προθυμία του ανθρώπου να δεχθεί την πρώτη τιμή που του προσφέρει το νεαρό ζευγάρι για τα έπιπλα, να αντανακλά τη λαχτάρα του να δει  μια επιστροφή στη κανονικότητα τουλάχιστον για κάποιον άλλο, τώρα που η δική του ζωή φαίνεται να ακολουθεί κατηφορική πορεία και, κατά πάσα πιθανότητα,  μη αναστρέψιμη.  Επίσης, ίσως είναι πιθανό ότι ο άνθρωπος θέλει απλώς να ξεχάσει το ζοφερό παρελθόν του και να προχωρήσει στη ζωή του με την πώληση όλων των αντικειμένων του σε οποιαδήποτε τιμή. Ωστόσο, είναι δύσκολο να είμαστε βέβαιοι ότι ο άνθρωπος έχει εξάρτηση από το αλκοόλ, γιατί ο συγγραφέας σε κανένα στάδιο της ιστορίας δεν αφήνει να φανεί ευθέως αυτή η εξάρτηση, το οποίο μπορεί να υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος είναι μοναχικός, κάτι που μπορεί να προκλήθηκε αποκλειστικώς και μόνο από τη γυναίκα του που τον άφησε. Ο Κάρβερ, φαίνεται επίσης να διερευνά το θέμα ή την ιδέα της σύνδεσης και των σχέσεων. Όταν ο άνθρωπος λέει στον Τζακ να ορίσει μια τιμή για το γραφείο, κοιτάζει τόσο τον Τζακ όσο και τη φίλη του, παρατηρώντας  κάτι στα πρόσωπά τους. ‘… Τους κοίταζε που κάθονταν στο τραπέζι. Στο φως της λάμπας κάτι υπήρχε στα πρόσωπά τους. Για μια στιγμή η έκφραση αυτή φάνηκε συνωμοτική, μετά έγινε τρυφερή-δεν υπήρχε άλλη λέξη γι’ αυτή. Το αγόρι άγγιξε το χέρι της’. Αυτή η πρόταση μπορεί να είναι σημαντική καθώς φαίνεται ότι ο άνθρωπος προσπαθεί να κάνει κάποια σύνδεση με τον Τζακ και τη φίλη του. Μπορεί επίσης να είναι σημαντικό το γεγονός ότι ο άντρας λέει στο κορίτσι να βάλει ένα δίσκο στο πικάπ,  σε μια προσπάθεια να συνδέσει συμβολικά τους τρεις χαρακτήρες στην ιστορία μεταξύ τους. Ο Κάρβερ  διερευνά το θέμα των σχέσεων,  περαιτέρω, όταν η φίλη του Τζακ χορεύει με τον άντρα.  Το γεγονός ότι ο άνθρωπος δίνει επίσης κάποιους δίσκους στο ζευγάρι,  μπορεί επίσης να είναι ιδιαίτερο γεγονός, αφού μια εποχή είχαν  κάποια σημαντική αξία για τον άντρα και ενδεχομένως να παραπέμπουν σε ενός είδους ανάμνηση της ζωής με την γυναίκα του. Το τελείωμα της ιστορίας είναι επίσης ενδιαφέρον, αλλά ο αφηγητής λέει στον αναγνώστη ότι, ‘… ύστερα από λίγο σταμάτησε να μιλάει γι’ αυτό’, γεγονός που υποδηλώνει περαιτέρω ότι η φίλη του Τζακ αν και παραμένει αβέβαιη για το τι μπορεί να συνέβη, έχει επίσης εγκαταλείψει την προσπάθεια να καταλάβει τι μπορεί να έλαβε χώρα, όπως ίσως και ο αναγνώστης μετά την ανάγνωση της ιστορίας.  Σε αντίθεση με πολλές ιστορίες του Κάρβερ, οι οποίες ακολουθούν μια πλοκή ή μια ξεκάθαρη ιστορία, ετούτη αφήνει τον αναγνώστη χωρίς σαφή εικόνα για το τι συνέβη, αφήνοντας κάθε μεμονωμένο αναγνώστη να ερμηνεύσει την ιστορία όπως εκείνος κρίνει κατάλληλα και καλύτερα. Ο Κάρβερ με την  ιστορία του αυτή, υπαινίσσεται  ότι αυτό που συμβαίνει στη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, δεν είναι απαραίτητα κάτι που μπορεί να γίνει κατανοητό από άλλους, όπως εν προκειμένω ο Τζακ και η φίλη του, ή ακόμα κι ο ίδιος ο αναγνώστης.

 

Raymond Carver

 

Η ιστορία ‘Σκόπευτρο’ (Viewfinder), γράφτηκε σε πρώτο πρόσωπο,   με τον αφηγητή να λέει μια περίεργη ιστορία,  όταν ένας άνδρας χωρίς χέρια ήρθε στο σπίτι του για να του πουλήσει μια φωτογραφία. Στο ‘Σκόπευτρο’ του Ρέιμοντ Κάρβερ, παρατηρούμε ξανά το θέμα της απώλειας, των βασάνων, της σχέσης, της φυγής, της μοναξιάς και της αποδοχής. Ο αναγνώστης γνωρίζει από την αρχή ότι ο φωτογράφος έχει τεχνητά χέρια με γάντζο. Έχει χάσει κάπου και τα δύο χέρια του. Είναι επίσης σημαντικό ότι όταν ο αφηγητής ζητά από τον φωτογράφο να μάθει πως έχασε  τα χέρια του, ο φωτογράφος τού απαντά πως αυτό είναι μια άλλη ιστορία, κάτι πολύ σημαντικό γιατί εκείνη η φράση συνδέει ευθέως τον αφηγητή με τον φωτογράφο. Όπως και ο φωτογράφος, έτσι ο αφηγητής έχει τη δική του  ιστορία της απώλειας της συζύγου και των παιδιών του. Η φωτογραφία που ο φωτογράφος δίνει στον αφηγητή λίγο πριν μπει στην τουαλέτα μπορεί επίσης να είναι ιδιαίτερης σημασίας για τα αισθήματα του  αφηγητή, αφού μαζί με τις λεπτομέρειες του σπιτιού του, μια τραγωδία στην πραγματικότητα, επικεντρώνεται επίσης στο κεφάλι του. Οι πλάγιοι χαρακτήρες της φράσης ‘…του δικού μου κεφαλιού…’, ίσως υπαινίσσονται ότι ο αφηγητής δεν αισθάνεται καθόλου άνετα ούτε στη φωτογραφία, ούτε στο σπίτι του. Ο αναγνώστης πιθανολογεί πως η αιτία για αυτή τη δυσφορία μπορεί να είναι το γεγονός ότι η οικογένεια του αφηγητή τον έχει εγκαταλείψει. Ο Κάρβερ συνεχίζει να διερευνά τον πόνο του  αφηγητή, όταν ο φωτογράφος, καθισμένος κάτω, τον ρωτάει.  ‘Είσαι μόνος, ε;’. Ο αφηγητής δεν του απαντά, λέγοντας απλώς στον φωτογράφο να πιει τον  καφέ του. Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή ο αφηγητής δεν απαντάει ποτέ στις ερωτήσεις του φωτογράφου είναι σημαντικό, καθώς υποδηλώνει ότι ο αφηγητής δεν επιθυμεί να μιλήσει για το γεγονός ότι ζει μόνος και ότι η οικογένειά του τον έχει αφήσει. Με την προσπάθεια του αφηγητή να αλλάξει το θέμα της συζήτησης, ο συγγραφέας μπορεί  επίσης να υπαινίσσεται ότι ο αφηγητής δεν έχει ακόμη αποδεχτεί τη σκληρή πραγματικότητα και την πικρή αλήθεια. Ωστόσο, υπάρχει και μια αίσθηση ‘αισιοδοξίας’ αργότερα στην ιστορία ότι ο αφηγητής αρχίζει να δέχεται και να αφήνει πίσω το παρελθόν του, όταν ο φωτογράφος λέει στον αφηγητή ότι είχε κι’ αυτός κάποτε παιδιά, επισημαίνοντας έναν κοινό δεσμό μεταξύ των δύο ανδρών. Έτσι, για πρώτη φορά στην ιστορία ο αφηγητής δεν είναι πλέον μόνος του, αφού βρίσκεται στην ίδια θέση με κάποιον άλλον, δίπλα του. Το γεγονός ότι ο φωτογράφος λέει επίσης στον αφηγητή για το θέμα της αλλαγής τοποθεσιών στις φωτογραφίες,  μπορεί επίσης να είναι σημαντική λεπτομέρεια για την όλη ιστορία, καθώς είναι πιθανό ο αφηγητής, μέσω των ενεργειών του φωτογράφου, να συνειδητοποιεί επίσης ότι έχει και τη δυνατότητα να προχωρήσει μπροστά στη ζωή του, έστω και χωρίς την οικογένειά του. Καθώς ο φωτογράφος αρχίζει να φωτογραφίζει τον αφηγητή, ο αναγνώστης λέει ότι ο αφηγητής  κάποιες φορές κοίταζε πλάγια, ενώ άλλες κατευθείαν στο φακό, μια λεπτομέρεια του αφηγητή ότι δεν  επικεντρώνεται πλέον στο παρελθόν της ζωής του και ότι κοιτάζει κατευθείαν ‘μπροστά’. Επίσης, καθώς ο αφηγητής στέκεται έξω από το σπίτι του, λέει στον φωτογράφο, ‘…Έχεις δίκιο. Σηκώθηκαν και την κοπάνησαν. Τα πήραν όλα, δεν άφησαν τίποτα. Μέσα είσαι’, μία φράση πολύ αποκαλυπτική καθώς για πρώτη φορά στην ιστορία ο αφηγητής δείχνει πως  είναι σε θέση να μιλήσει για το γεγονός ότι η οικογένειά του τον έχει αφήσει, γεγονός που υποδηλώνει ότι αρχίζει να δέχεται μέσα του σιγά-σιγά την σχετική απώλεια. Ενώ λοιπόν προηγουμένως είχε αγνοήσει τον φωτογράφο όταν ρωτούσε για την οικογένειά του, τώρα ο αφηγητής μιλάει ελεύθερα για το δυσάρεστο γεγονός. Δεν φαίνεται πλέον να επικεντρώνεται στην απώλειά του, αλλά τουναντίον  μάλλον φαίνεται να αρχίζει να ‘κινείται’ προς τα εμπρός. Με το να αφήνει τον αφηγητή να ρίχνει τις πέτρες της σκεπής μακρυά από το σπίτι του, είναι πιθανό ο Κάρβερ να συμβολίζει επίσης ότι ο μοναχικός αφηγητής της ιστορίας αρχίζει να αγωνίζεται από τη θέση στην οποία βρίσκεται τώρα, αφήνοντας πίσω το παρελθόν του οριστικά.

Η  ιστορία ‘Που έχουν πάει όλοι;’, αφορά έναν άνθρωπο, ο οποίος περνούσε δύσκολες στιγμές βλέποντας τη μητέρα του να φιλιέται με κάποιον άλλο μπροστά του. Ο πατέρας του ήταν νεκρός και η μητέρα του αποφάσισε να φέρει έναν άλλο άνθρωπο στη ζωή της. Μετά από αυτό, ο αφηγητής περιέγραψε μια παρόμοια κατάσταση στο δικό του γάμο. Η Σίνθια, η σύζυγός του, είχε ερωτευτεί έναν άλλο άντρα, ονόματι Ρος, από μια συνάντηση των  Ανώνυμων Αλκοολικών. Στην ιστορία αυτή, είναι ολοφάνερο, ότι αναφέρονται τα προβλήματα στις σχέσεις, αρχικά  με τον αφηγητή να βλέπει τη μητέρα του με άλλον άντρα, και στη συνέχεια τη δική του γυναίκα, με τον Ρος. Καίριας σημασίας εδώ, είναι και η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των συζύγων.

Στο ‘Κιόσκι’ (Gazebo), η ιστορία αφηγείται από τον Ντουέιν, ο οποίος περιγράφει την κατάσταση που ζούσε όταν η σύζυγός του,  Χόλι, τον έπιασε σε ερωτική διάθεση με την υπηρέτρια Χουανίτα.  Ως εκ τούτου, για άλλη μια φορά,  τα θέματα της προδοσίας και της απελπισίας βρίσκονται στο προσκήνιο. Η ιστορία ξεκινά με την Χόλι να προσπαθεί απεγνωσμένα να αυτοκτονήσει   πηδώντας από το παράθυρο. Ήταν αμφότεροι διαχειριστές ενός μοτέλ, έτσι εκείνο το πρωινό κλείδωσαν το γραφείο και πήγαν σε μια σουίτα στον επάνω όροφο για να μιλήσουν. Ήταν μια ελκυστική γυναίκα, αλλά είπε ότι η καρδιά της στην ουσία  ράγισε μετά από αυτό που είχε κάνει ο Ντουέιν. Τα πράγματα ήταν εξαιρετικά κατά τη  διαχείριση του μοτέλ τη διάρκεια του πρώτου έτους. Αλλά μια μέρα, το μεξικάνικο κορίτσι ήρθε για να καθαρίσει ένα δωμάτιο ενώ ο Ντουέιν βρισκόταν στο μπάνιο, αλλάζοντας τη μπαταρία. Ο Ντουέιν προσπάθησε να δικαιολογηθεί στη Χόλι, αλλά εις μάτην.  Και οι δύο ήξεραν ότι σκεφτόταν τη Χουανίτα και δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του.  Ο Χόλι του είπε ότι ή θα πάει στη Νεβάδα ή θα αυτοκτονήσει. Ενώ μιλούσαν και έπιναν,  ο Ντουέιν ήξερε πως τα πράγματα δεν θα ήταν ποτέ ξανά τα ίδια με τη Χόλι. Η Χόλι, αργότερα, σε μια στιγμή του υπενθύμισε τις μέρες που ήταν νέοι και τα σχέδια που είχαν κάνει μαζί, υπενθυμίζοντάς του την ημέρα που επισκέφτηκαν δύο ηλικιωμένους σε ένα παλιό σπίτι όπου ζήτησαν λίγο  νερό και εκείνο το κιόσκι που τους έδειξαν εκεί  πέρα οι άνθρωποι, εκεί όπου οι άντρες έπαιζαν μουσική, ενώ κάποιοι άλλοι άκουγαν. Εκείνος παρατηρούσε τη Χόλι να κάθεται απλώς στο κρεβάτι με το άδειο ποτήρι της και να τον κοιτάζει, γιατί ήξερε…

Η ιστορία ‘Θέλεις να δεις κάτι;’, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Missouri Review,  το φθινόπωρο του 1980, με τίτλο ‘Want to see something?’, και την αφηγείται η Νάνσυ που κοιμόταν στο υπνοδωμάτιο  όταν ξύπνησε από έναν περίεργο ήχο νωρίς το πρωί, σαν κάποιος να προσπαθεί να ανοίξει  την αυλόπορτα του σπιτιού. Ο σύζυγός της, Κλιφ, είχε φαίνεται πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ και κοιμόταν, με αποτέλεσμα η Νάνσυ χωρίς να έχει κάποιον να την βοηθήσει, να αποφασίσει να  ελέγξει την κατάσταση  μόνη της. Βγαίνοντας έξω, βρήκε τον γείτονά της, Σαμ, ακουμπισμένο πίσω από το φράχτη που βρισκόταν ανάμεσα στα σπίτια τους, και κατά τα λεγόμενά του φρόντιζε τις τριανταφυλλιές του κήπου του. Η πρώτη γυναίκα του Σαμ, η Μίλι, είχε πεθάνει και αυτός παντρεύτηκε ξανά και τα τριαντάφυλλα ήταν σημαντικά για τον Σαμ επειδή είχαν φυτευτεί από τη Μίλι. Καθώς βρισκόταν πάλι πίσω στο κρεβάτι της, θυμήθηκε ότι δεν έκλεισε την πόρτα του κήπου της. Προσπάθησε να κοιμηθεί, αλλά τής φαινόταν αδύνατο γιατί σκεφτόταν τον κόσμο έξω απ’ αυτή. Μερικά πράγματα δεν θα άλλαζαν ποτέ, για την ίδια, και θα έμεναν όπως ήταν, εσαεί!

Το ξεδίπλωμα της ιστορίας ‘Μια περιπέτεια’ (The fling) πραγματοποιείται σε ένα αεροδρόμιο στο Σακραμέντο, όπου ο Λες, πωλητής βιβλίων, θα   συναντηθεί  με τον πατέρα του. Ο Λες και ο πατέρας του δεν είχαν ιδωθεί για δύο χρόνια, συγκεκριμένα αφότου ο πατέρας του και η μητέρα του είχαν χωρίσει. Ο Λες  είπε στον πατέρα του ότι όλα ήταν εντάξει με αυτόν, αν και δεν αισθανόταν τελείως καλά γιατί ακόμα ήταν θυμωμένος για το διαζύγιο των γονιών του. Το διαζύγιο είχε προκληθεί από την  παρουσία της Σάλι Γουέιν, μιας άλλης γυναίκας με την οποία ο πατέρας του Λες συνήψε κάποια σχέση, η οποία με τη σειρά της  οδήγησε και στο τέλος του γάμου του. Ο Λες σε όλη τη διάρκεια της συνάντησής τους δεν αισθάνθηκε καμία εγγύτητα με τον πατέρα του. Η ιστορία τελειώνει με τον Λες να γυρνάει στο σπίτι του έχοντας εν τω μεταξύ ξεχάσει  μια τσάντα με τα δώρα για τη γυναίκα και στα παιδιά του που τού έδωσε ο πατέρας του. Πολύ καιρό αργότερα, ο Λες συνειδητοποίησε ότι η σύζυγός του, η Μαρία, δεν ‘χρειαζόταν’ τα δώρα του, αλλά ούτε κι αυτός άλλωστε ξαναείδε τον  πατέρα του από τότε.

Η ‘Μια μικρή παρηγοριά’ (A small, good thing),   είναι μια από τις μεγάλες ιστορίες του Κάρβερ, ξεδιπλωμένη σε τρίτο πρόσωπο. Η ιστορία ξεκίνησε με την Ανν Γουάις στο φούρνο να παραγγέλνει ένα κέικ για τα γενέθλια του γιού της. Ο Σκότι, όπως  ήταν το όνομά του,  θα γινόταν οκτώ ετών την επόμενη Δευτέρα. Όλα όμως ανατράπηκαν την τελευταία στιγμή.  Εκεί μέσα υπάρχουν διάχυτα  τα συναισθήματα του φόβου, της απώλειας και της αβεβαιότητας.  Στο ‘Πες  στις γυναίκες ότι φεύγουμε’ (Tell the Women We’re Going), ο Κάρβερ περιγράφει πως ένας φυσιολογικός άνθρωπος μπορεί να ‘μετατραπεί’ σε ψυχασθενή, ή απλώς να εκδηλώσει για πρώτη φορά ξεκάθαρα την εν λόγω ασθένεια με την ευκαιρία ενός τυχαίου γεγονότος που λειτουργεί ως δραματικός καταλύτης και έναυσμα.  Στην ιστορία ‘Αν είναι το θέλημά σου’, παρατηρούμε τις σχέσεις του ζευγαριού Πάρκερ. Παρά το δικό του θυμό, όμως, που δρομολογήθηκε σε μια αίθουσα με τυχερά παιχνίδια, ο Τζέιμς ανησυχεί για τη σύζυγό του, Έντιθ, όταν εκείνη του εκμυστηρεύτηκε ένα πρόβλημά της. Σε μια εκ βαθέων προσπάθεια διατήρησης των σχετικών ισορροπιών, ο Τζέιμς αναρωτήθηκε γιατί δεν μπορούσε να είναι κάποιο άλλο  ζευγάρι στη θέση τους!

Την ιστορία ‘Τόσο πολύ  νερό τόσο  κοντά στο σπίτι’  (So Much Water So Close to Home)  διηγείται, σε πρώτο πρόσωπο και παρόντα χρόνο, η Κλερ, της οποίας ο  σύζυγος ενεπλάκη σε μια περίεργη κατάσταση, κατά τη διάρκεια εκδρομής με φίλους του για ψάρεμα. Όταν συγκεκριμένα εκείνος βρέθηκε μπροστά στο νεκρό σώμα μιας νεαρής γυναίκας και η σύζυγός του λίγο αργότερα διάβασε  τα ονόματα όσων βρέθηκαν εκεί, μεταξύ των οποίων και του άντρα της. Ήταν πολύ πιθανό γι’ αυτή να σκεφτεί μήπως ο σύζυγός της και οι φίλοι  του θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να είχαν  σκοτώσει το κορίτσι. Στον ‘’Μουγγό’, ο αφηγητής μας περιγράφει την προσπάθεια ενηλικίωσης ενός νεαρού δίπλα στον πατέρα του. Ο Τζακ είπε ότι ο πατέρας του είχε αλλάξει τόσο πολύ προς τη λάθος κατεύθυνση λόγω του Περλ Χάρμπορ, επειδή έπρεπε να μετακομίσει στο αγρόκτημα του παππού του και το τρίτο, κάτι που σκότωσε στην κυριολεξία τον πατέρα του, ήταν ο θάνατος του Μουγγού. Χρόνια αργότερα, ο νεαρός τότε Τζακ ήξερε τι ακριβώς είχε δει κάποια στιγμή, αλλά σίγουρα έως τώρα είχε δει και χειρότερα.

Η  ιστορία ‘Πίτα’, γράφτηκε σε τρίτο πρόσωπο, και αφορά τη Βέρα και τον πρώην σύζυγό της Μπαρτ. Εδώ τα θέματα της εγκαρτέρησης, του θυμού, τα αισθήματα εκτόπισης, απομάκρυνσης και αντικατάστασης και οι ραγισμένες  σχέσεις, επανέρχονται ξανά και δραματικά στις σελίδες του Κάρβερ. Ο Μπαρτ είχε έρθει να επισκεφθεί την οικογένειά του την ημέρα των Χριστουγέννων, αλλά ωστόσο, του επιτράπηκε να μείνει μέχρι τις έξι το απόγευμα γιατί στη συνέχεια θα ερχόταν, εκεί, ο νέος φίλος της Βέρα με τα παιδιά του για δείπνο. Όταν εκείνος έφυγε απ’ το   σπίτι, ‘… είχε την εντύπωση πως είχε αποδείξει κάτι. Ήλπιζε να το είχε κάνει σαφές πως την αγαπούσε ακόμη και τη ζήλευε. Μα δεν είχαν μιλήσει. Θα έπρεπε σύντομα να κάνουν μια σοβαρή κουβέντα…. Ίσως μόλις περνούσαν κι αυτές οι διακοπές και τα πράγματα εύρισκαν τον κανονικό τους ρυθμό’. Στη ‘Γαλήνη’, παρατηρούμε έναν διάλογο ανάμεσα σε άντρες μέσα σε ένα κουρείο. Θέμα της συζήτησης ένα από τα αγαπημένα του Κάρβερ, εκείνο του κυνηγιού, αλλά εδώ με πολλαπλές υπαρξιακές προεκτάσεις. Στο ‘Δικό μου’, περιγράφεται ο καυγάς ανάμεσα σε ένα ζευγάρι με μικρό παιδί και πώς η γυναίκα ήταν ευτυχισμένη βλέποντας  τον άντρα της να φεύγει από το σπίτι. Στην ‘Απόσταση’ μια κοπέλα ζητά απ’ τον πατέρα της να του περιγράψει πως ήταν τα παιδικά της χρόνια, και εκείνος αποφάσισε να της πει μια ιστορία όταν  εκείνη ήταν μωρό. Αλλά η ιστορία εκείνη έκρυβε άλλες ιστορίες,  ενδιάμεσα, πέρα από το γεγονός ότι ‘…υπάρχουν κάθε λογής αντιφάσεις στη ζωή’, και βέβαια ‘ … δεν μπορείς να σκέφτεσαι όλες τις αντιφάσεις’. Λαμβάνοντας υπόψη το τέλος των περισσότερων ιστοριών του Κάρβερ, ετούτη περιέχει μια σχετικά αισιόδοξη κατάληξη.

Η ιστορία ‘Αρχάριοι’ έδωσε το όνομα στη συλλογή ετούτη. Αυτή η ιστορία πήρε το όνομα της συλλογής η οποία προσπάθησε να εξηγήσει το θέμα της αγάπης  από πολλές απόψεις, αν και μερικές εξ αυτών έδειξαν τις ακραίες θέσεις  που μπορεί να πάρει η εκδήλωσή της. Ο Χερμπ  Μακ Γκίνις, η σύζυγός του Τέρι, η Λόρα και ο σύζυγός της Νικ, ο οποίος και αφηγήθηκε την ιστορία, κάθονταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας πίνοντας τζιν και συζητώντας για το πολύπλοκο θέμα της αγάπης. Ο Χερμπ πίστευε πως η πραγματική αγάπη ήταν η πνευματική. Η Τέρι  είπε πως ο πρώην φίλος της, την αγάπησε τόσο πολύ ώστε προσπάθησε να την σκοτώσει. Η συνομιλία συνεχίστηκε όσο τα ποτήρια ήταν γεμάτα με τζιν. Η νύχτα είχε φτάσει και σχεδίαζαν να φάνε κάτι, όταν ο Χερμπ γύρισε το ποτήρι και λέρωσε το τραπέζι. Το τζιν τέλειωσε, είπε, και ύστερα δεν μπόρεσαν να σκεφτούν κάτι άλλο διαφορετικό για να μιλήσουν. Το αλκοόλ ήταν η κινητήρια δύναμη για να συνεχίσουν να μιλάνε, και όταν τελείωσε, σταμάτησε και  η συζήτηση ανάμεσά τους. Μοναδικό συμπέρασμα, είμαστε όλοι αρχάριοι στην αγάπη!  Το σκοτεινό δωμάτιο  χρησιμοποιήθηκε ως μεταφορά των όσων συνέβησαν, αφού όλοι έμειναν πιο συγκεχυμένοι για το τι ήταν πραγματικά η αγάπη. ‘…Το φως έμοιαζε να στεγνώνει στο δωμάτιο, να βγαίνει ξανά έξω απ’ το παράθυρο μέσα απ’ το οποίο είχε έρθει. Κι’ όμως κανείς δεν έκανε την κίνηση να σηκωθεί απ’ το τραπέζι και ν’ ανάψει το φως’. Η ιστορία  ‘Κάτι ακόμα’, κλείνει τη συλλογή αυτή και σχετίζεται με τον αλκοολισμό και τις άμεσες και απώτερες συνέπειές του. Φεύγοντας από το σπίτι, ένα  κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, είπε πως θέλει να πει ένα ακόμα πράγμα. Ωστόσο, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα, γιατί αφού η όποια σχέση είχε ήδη διαταραχθεί, συνεπώς δεν είχε κανένα νόημα να προσθέσει κάτι.

Τα θέματα του Ρέιμοντ Κάρβερ σε τούτη τη συλλογή, είχαν γίνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμα πιο απελπιστικά παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας ξεκίνησε μια καινούργια και σαφώς καλύτερη ζωή, εκείνη την εποχή. Αναμφίβολα, ο Γκόρντον Λις πήρε στα χέρια του καλές και ενδιαφέρουσες ιστορίες, και τις μεταμόρφωσε ακολούθως σε λαμπρά και ενδιαφέροντα έργα τέχνης, τη στιγμή εκείνη κατά την οποία ο Κάρβερ ξεκινούσε τη διαδικασία ανάκαμψης από μια απελπιστική ζωή, και ήρθε στο προσκήνιο ως ένας καινούργιος άνθρωπος και συγγραφέας. Τα συναισθήματα που εξερευνούσε στα κείμενά του, ήταν και πολύ προσωπικά, γιατί σίγουρα έγραφε και για να θεραπεύσει την ταλαιπωρημένη και πονεμένη του  ψυχή. Αυτό εξηγεί και γιατί αυτή η συλλογή περιελάμβανε πολλά παρόμοια χαρακτηριστικά με τα  ήδη δημοσιευμένα του έργα.  Οι μέρες του Ρέιμοντ Κάρβερ, ωστόσο, ήταν μετρημένες, όταν δημοσιεύτηκε η συλλογή, αλλά εκείνος τις έκανε πραγματικές παραγωγικότατες ως το 1988, τη χρονιά  που τον συνάντησε ο θάνατος. Στα επτά  αυτά χρόνια, το ταλέντο και η έμπνευσή του έφθασαν σε απροσδόκητα επίπεδα, γράφοντας εξαιρετικά αριστουργήματα που κέρδισαν περισσότερο θαυμασμό και αναγνώριση από ότι και ο ίδιος περίμενε!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top