Fractal

Διήγημα: “Στιγμιαίο Αντάμωμα”

της Μαίρης Σάββα // *

 

 

 

 

Χρόνια είχε να τον δει. Απολύθηκαν από το στρατό με διαφορά δυο ημερών, πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Τώρα περπατούσαν στο ίδιο πεζοδρόμιο. Ο Ιάκωβος και η «παλιοσειρά». Κοιτάχθηκαν βαθειά στα μάτια και κανείς τους δεν χρειάσθηκε να πει οτιδήποτε. Έπεσε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Ο Μανώλης χτύπησε την πλάτη του Ιάκωβου χαϊδευτικά. Κοιτάχθηκαν και πάλι.

«Παλιοσειρούλα… πόσος καιρός πέρασε…»

«Κάτι χρόνια…» απάντησε ο Ιάκωβος.

Μετά τα πρώτα λεπτά της συγκίνησης, συνέχισαν να περπατούν ο ένας δίπλα στον άλλον. «Πώς είναι η ζωή σου;» ρώτησε ο Μανώλης κουτσαίνοντας ελαφρώς.

Του Ιάκωβου, του πήρε μερικά δευτερόλεπτα για ν’ απαντήσει.  Ύστερα ξεστόμισε επιφυλακτικά ένα «καλά». Ο Μανώλης τον κοίταξε, σα να περίμενε να ακούσει τη συνέχεια.  Έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε ένα.

«Τι να κάνω; Άνεργος είμαι… Δράμα η κατάσταση» συνέχισε ο Ιάκωβος με δισταγμό.

«Από πότε;»

«Δύο χρόνια τώρα. Δύο χρόνια ψάχνω. Ψάχνω για δουλειά στον τομέα που ήμουν. Ψυκτικός»

Ο Μανώλης περπατούσε δίπλα του, με μεγάλα, κάπως άνισα μεταξύ τους, μα ήρεμα και μάλλον αργά βήματα. «Παντρεύτηκες;» τον ρώτησε.

«Ναι.  Παντρεύτηκα. Την θυμάσαι τη Μαρία;»

«Ε, βέβαια την θυμάμαι. Μεγάλος έρωτας!»

«Μεγάλος ναι» απάντησε λακωνικά ο Ιάκωβος.

Το μυαλό του έτρεξε στην εποχή που ήταν μαζί της και ήταν όλος ο κόσμος του. Ήταν ακόμα φαντάρος όταν την είχε γνωρίσει σε μια κυριακάτικη έξοδο. Σε μια όμορφη στιγμή μιας απογευματινής βόλτας. Κατακαλόκαιρο ήταν. Την είχε γνωρίσει και ο Μανώλης. Έκαναν παρέα για καιρό, πολλές φορές μάλιστα η παρέα μεγάλωνε, πότε με τις φιλενάδες της Μαρίας, πότε με κάποιο φίλο τους. Τα Σαββατοκύριακα κανένα ταβερνάκι, ή κανένα σινεμά, ανάλογα με τις εξόδους τους και τις άδειες που τους έδιναν, μα με όνειρα, δεκάδες όνειρα για το μέλλον…

Το μέλλον ήρθε γρήγορα και τώρα είχε ήδη γίνει παρελθόν. Τώρα ο Ιάκωβος ντρεπόταν να αποκαλύψει στο φίλο του ότι όλη εκείνη η λαμπερή ευτυχία κράτησε όλο κι όλο τρία χρόνια, επειδή εκείνη τον είχε παρατήσει ξαφνικά για κάποιον άλλο. Τι να του έλεγε; Ότι τον κορόιδεψε θριαμβευτικά, ενώ εκείνος ονειροπολούσε σαν μικρό αμούστακο; Να του έλεγε μήπως, ότι μέχρι την στιγμή που γέμιζε τη βαλίτσα της και τον εγκατέλειπε, εκείνος ονειρευόταν ότι θα έκαναν μαζί κι άλλο παιδί;

Μα η σκέψη του είχε ήδη προχωρήσει περισσότερο από τη μιλιά του. Δεν είπε καν στον Μανώλη ότι είχε αποκτήσει μαζί της έναν γιό. Ούτε του είπε ότι τον μεγαλώνει τώρα μόνος, με δυσκολίες, χωρίς δουλειά, χωρίς λεφτά, χωρίς μητρική φροντίδα.

Πέρασαν από το μυαλό του αστραπιαία σαν κινηματογραφική ταινία εκείνα τα χρόνια. Πρώτη σκηνή, η στιγμή που η ερωτευμένη Μαρία τον περίμενε με αγωνία να βγει με άδεια από το στρατόπεδο. Φινάλε, η στιγμή που εκείνος βρίσκει ένα ψυχρό σημείωμά της στο μαξιλάρι του.

«Φεύγω. Δεν αντέχω άλλο. Η ζωή μας με πνίγει. Αντίο».

Αυτό ήταν.

Ποτέ του δεν κατάλαβε τα πώς και τα γιατί. Από τότε η καταστροφή συνεχιζόταν σταδιακά. Πρώτα η μοναξιά. Απέραντη και γκρίζα. Ύστερα η ανεργία. Ο Ιάκωβος έχασε τη δουλειά του γιατί ο Διευθυντής της εταιρείας στην οποία εργαζόταν θεώρησε ότι δεν τηρούσε τα ωράρια που όφειλε να τηρεί. Πάντα καθόταν περισσότερες ώρες στη δουλειά αν χρειαζόταν.  Απλά, κάποιες φορές δεν είχε κανέναν για να μείνει με τον μικρό του γιό.   Πόσες φορές έφυγε τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα για να προλάβει να φθάσει στο σπίτι του πριν φύγει η κυρία που τον κρατούσε στη διάρκεια της ημέρας, αλλά και πόσες άλλες φορές καθυστέρησε να φθάσει στη δουλειά το πρωί…

Περπατούσε δίπλα στον Μανώλη που κάπνιζε και δεν ήξερε τι να του πει.  Ο πληγωμένος του εγωισμός δεν τον άφηνε να τα περιγράψει όπως έγιναν. Αναλογιζόταν τι θα σκεφτόταν ο φίλος του εάν άκουγε ότι πιάστηκε αληθινό κορόιδο, αφού είχε αγοράσει στη Μαρία και αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο που είχε κάνει φτερά μαζί της.

Τώρα τον έπνιγαν τα χρέη, ενώ οι ανάγκες του μικρού όλο και μεγάλωναν.  Πόσες φορές να σε σώσουν οι συγγενείς με τα δανεικά; Πόση υπομονή να κάνουν επειδή υπάρχει αυτό το παιδί; Μόλις χθες η αδελφή του, του είχε ανακοινώσει ότι θέλει το μερίδιό της από το σπίτι του. Το διαμέρισμα που έμενε ο Ιάκωβος με το γιό του, ανήκε κάποτε στον πατέρα του, και περιήλθε στα δυο παιδιά του μετά θάνατον. Η κόρη δεν έμεινε ποτέ σ’ αυτό, αν και το μισό ήταν δικό της στα χαρτιά.

Ο Ιάκωβος θα ήθελε να του το έχει ζητήσει πολύ νωρίτερα η αδελφή του. Ίσως και να είχε μετακομίσει αλλού με τη Μαρία του, ίσως να είχαν κι άλλο ένα παιδί κι ίσως να μην είχε βρει εκείνο το κρύο σημείωμα

Τώρα όμως ήταν εδώ. Δίπλα στον Μανώλη που κάπνιζε περιμένοντας υπομονετικά να ακούσει τα νέα του. Με τον γιό του να τον περιμένει νηστικός. Και σε λίγο και χωρίς σπίτι, αφού θα έπρεπε να το πουλήσουν για να χωριστούν τα δυο μερίδια.

Σήκωσε το βλέμμα του προς τον φίλο του. «Θυμάσαι κάτι παγωμένα βράδια στη σκοπιά;»

Ο Μανώλης κούνησε το κεφάλι και πήρε μια βαθειά ρουφηξιά καπνού. «Και τι δεν θα ‘δινα για να ‘μουν όπως τότε…»

«Σου έλειψε η νιότη, η ανεμελιά μας, τί;»

«Μου έλειψαν τα βλέμματα των ανθρώπων χωρίς οίκτο» απάντησε ο Μανώλης.

Ο Ιάκωβος δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Τον κοίταξε με ύφος ερευνητικό, έτοιμος να ακούσει τη συνέχεια. Τον παρατήρησε από πάνω ως κάτω. Είχε ρίξει κι ο Μανώλης το βλέμμα χαμηλά.

«Τί;»

Κοίταξαν κι οι δυό κάτω.

Ναι, του έγνεψε ο Μανώλης. Είχα ένα δυστύχημα πριν από πέντε χρόνια. Από τότε αυτή είναι η ζωή μου. Ούτε φίλοι, ούτε γυναίκα. Αυτή είναι η ζωή μου. Το ξύλινο πόδι μου και ο οίκτος όλων. Με λυπούνται Ιάκωβε, το βλέπω στα μάτια τους…

Ο Ιάκωβος ήθελε ξαφνικά να στείλει στο διάολο τον πληγωμένο του εγωισμό. Να του πει ότι είναι ένας γελοίος, ένα τίποτα. Θα του τα έλεγε όμως αργότερα.

Έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μανώλη και προχώρησαν ως το σπίτι του. Ξαφνικά τον κυρίευσε η ανάγκη να του μιλήσει για τη ζωή του, το γιό του και τις μικρές χαρές της ζωής.

 

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο. Πάντα της άρεσε  να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες. Για  να καταλαβαίνει τις ιστορίες από το πρωτότυπο, έμαθε να μιλάει και να γράφει στα Γαλλικά, τα Ισπανικά και τα Αγγλικά.  Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες. Για να μπορεί  να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

  • Η Άννα και οι Καλικάντζαροι (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • Ο Κόσμος Τρελάθηκε ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε? (εκδ.ΛΙΒΑΝΗ)
  • Το Μαξιλάρι της Γνώσης (Εκδ. ΕΠΙΝΟΙΑ)
  • Κολλημένος με την Οθόνη (εκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
  • Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή Πασά (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Δεν είμαι η Αδελφή μου (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Κόρη στον Βυθό (έκδ.ΜΙΝΩΑΣ)

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top