Fractal

Τα κύματα κι οι άνθρωποι

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

“Οι Πόλεις το Χειμώνα” μικροκείμενα & διηγήματα μπονζάι, Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος, εκδόσεις Έναστρον

 

Λέω πως, κάθε άνθρωπος, είναι ένα κύμα σε κάποια ιαπωνική ακουαρέλα […]

Έτσι παρομοιάζει το ταξίδι της ζωής το κείμενο «Τα κύματα κι οι άνθρωποι», που κλείνει τη συλλογή με τον τίτλο «Οι Πόλεις το Χειμώνα». Πρόκειται για ένα πεζό ποίημα (όρος δόκιμος/αδόκιμος μπροστά στην αδυναμία σαφούς προσδιορισμού), που εντάσσεται στην τελευταία ενότητα του βιβλίου «Κείμενα για την αφαλάτωση – αυτοανάλυση και η συνακόλουθη δυνητική σιωπή». Τα οντολογικού περιεχομένου κείμενα της ενότητας αυτής ολοκληρώνουν και συνοψίζουν τη φιλοσοφική στάση του Κωνσταντίνου Λουκόπουλου απέναντι στη ζωή εν συνόλω. Έχουν προηγηθεί οι ενότητες «Οι πόλεις το χειμώνα» και «Εγκιβωτισμοί – Οντολογία ενός ακούσιου περιορισμού». Όλα μαζί ένα παράθυρο στον κόσμο του ποιητή. Γιατί στην ουσία ποιητής είναι ο Λουκόπουλος, κι ας δίνει εδώ στην πιο πεζή τους εκδοχή όσα εγκαταβιούν στη σκέψη του.

Περιπλανώμενος είναι, ένας flâneur ταξιδευτής, και όχι μόνον επισκέπτης στις «Πόλεις το Χειμώνα». Αυτά τα είκοσι κείμενα συνιστούν τα αποθησαυρισμένα τοπία που μοιάζει να αποσπάστηκαν από τον φυσικό τους χώρο για να βρουν τη φιλοσοφική τους διάσταση και την ποιητική τους υπόσταση μέσα στα μικρά μπονζάι που απαρτίζουν την ενότητα. Πράγματι, δεν χρειαζόταν ούτε λέξη παραπάνω στα όσα γράφει ο Κωνσταντίνος για να έχει ειπωθεί το άπαν. Ο τρόπος της γραφής έχει τις απαιτήσεις του από τον αναγνώστη· ξέρουμε όμως πως οι εύστοχα επιλεγμένες λέξεις γεννούν τις πολλαπλάσιές τους στη συνείδηση του αναγνώστη/συμμέτοχου της γραφής. Έτσι, η μικρή φόρμα, περιεκτική νοήματος με τις πολυσήμαντες λέξεις, αποπνέει στοχασμό και κινητοποιεί τη μέθεξη του αποδέκτη. Τα μικρά μπονζάι κείμενα γειτνιάζουν με τον ποιητικό λόγο ακολουθώντας την υπαινικτικότητα, τη μεταφορική σημασία, την ελλειπτική μορφή και αφήνοντας από μέσα τους να εκχειλίσει το απαύγασμα του κόσμου, όπως με τη διεισδυτική του ματιά ο αποθησαυριστής το αποτύπωσε στο χαρτί. Οι πόλεις αυτές θα μπορούσαν να είναι ρεαλιστικές ή και όχι, μια που αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι η απεικόνιση του τοπίου αλλά η δυνητική μορφή που αυτό παίρνει κάτω από τη βάσανο της ψυχικής διεργασίας του γράφοντος.

Έκαστος στη μεμβράνη του γεννάει τη δική του σιωπή, που έχει συνήθως το χρώμα της μάνας του στο νεκροκρέβατο ή έναν ήχο πνιχτό από τακούνι που χώνεται στη λάσπη, ή το ψυχορράγημα της νύχτας όπως στραγγαλίζεται από το πρώτο φως, μα έπειτα από ομόφωνη συγκατάβαση όλοι τη μοιράζονται και την υπερασπίζονται από κοινού ως εαυτόν (ποιαν ακριβώς; την εθελούσια σιωπή: την αυθόρμητη σίγαση των λυγμών, του λογισμού, των πόθων).

Όλο αυτό το άχθος (γιατί για άχθος πρόκειται) δέχεται τώρα μια ακόμη επεξεργασία. Στο δεύτερο μέρος της συλλογής, εγκιβωτισμένος ο γράφων σε υπαρκτό χώρο (ή σε νοητό περίκλειστο – αδιάφορο) θεραπευτικής «ειρκτής» ανατέμνει το κατακτηθέν τρόπαιο των περιπλανήσεων στον μέσα και τον έξω χώρο.

Δεν μου απομένουν παρά λίγες μέρες σε τούτο το καθεστώς. Γι’ αυτό δε θα μακρηγορήσω. Με νύχια και με δόντια θα πρέπει να διεκδικήσουμε τον χώρο μας. Γέρικα δέντρα όπως καταλήξαμε κι ακίνητα, ας διατάξουμε τουλάχιστον τις ρίζες μας ώστε να αναζητούν όλο και μακρύτερα το αφράτο χώμα.

Συμφιλίωση με το τέλος και με τον φόβο του τέλους, χωρίς τις  εκδοχές της συνέχισης υπό το κράτος μιας διεστραμμένης θεολογικής ερμηνείας του κόσμου. Η βέβαιη γνώση του τέλους κυρίαρχη.

Το τέλος δεν ενσωματώνεται, δεν καταπίνεται από τον εαυτό, δεν συντελείται, δεν πραγματοποιείται.

Οι «Εγκιβωτισμοί», το πιο ώριμο προϊόν γραφής του Λουκόπουλου κατά τη γνώμη μου, αποδίδει με τον πιο σαφή τρόπο τον σκεπτικισμό του για τη θέση του νοήμονος όντος στο σύμπαν, την πορεία του (ανοδική ή καθοδική αδιακρίτως) προς ένα στόχο συχνά σαθρό. Με τη βέβαιη κατάληξη της λείανσης, ώστε οι κοφτερές και επικίνδυνες γωνίες να καταστούν ανώδυνες και συμπαθητικές· μια συμφιλίωση με το ανέφικτο και ένας συμβιβασμός με τον ίσιο δρόμο χωρίς παρακαμπτηρίους και εκπλήξεις.

[…] είναι σαφές το ποιος κερδίζει, αφού όλα τα βότσαλα είναι στρογγυλά, ενώ γεννιούνται τσαντισμένες πέτρες, γεμάτες επαναστατικά όνειρα κι αιχμές.

Έτσι, όταν φθάνουμε στο τρίτο μέρος, η σκοπούμενη αφαλάτωση οδηγεί στα πιο ποιητικά κείμενα, με την απαλλαγή από όσα βαραίνουν τη συνείδηση· εδώ θα μείνει το απόσταγμα, ακόμη κι αν αυτό είναι μια δυνητική σιωπή, όπως δηλώνεται στο συνοδευτικό του τίτλου. Τι περισσότερο να ειπωθεί; Η καταληκτική φράση σε ένα από τα κείμενα είναι αποστομωτική με το διφορούμενο νόημά της που περικλείεται μόνο μέσα σε μία αρνητική λέξη:

Το «σύμπαν» είναι άλλωστε τόσο μεγάλο που (δεν) το χωράει ο νους που το κατασκευάζει.

 

Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος

 

Επτά κείμενα-διηγήματα μπονζάι προτάσσονται στα τρία μέρη της συλλογής. Με τον ορθολογιστικό τρόπο που διακρίνει τον Λουκόπουλο (κι ας μην προσιδιάζει κάτι τέτοιο σε ποιητή) δίνονται οι κατευθυντήριες οδηγίες προς τον αναγνώστη προκειμένου να πλοηγηθεί στα αχαρτογράφητα νερά των κειμένων. Άλλωστε οι εκτενείς τίτλοι τους θα μπορούσαν κι αυτοί να λειτουργήσουν ερμηνευτικά των προθέσεων του γράφοντος. Έτσι δημιουργείται ένα ενδιαφέρον οξύμωρο: κείμενα κρυπτικά (όπως όλα αυτά που γειτνιάζουν στην ποίηση) συνοδευμένα με την αγωνία μιας εξήγησης, σαν να μη θέλει ο δημιουργός τους να τα αφήσει στο έλεος της ανάγνωσης απροστάτευτα.

Νομίζω πως χωρά εδώ η συμπλήρωση του αρχικού παραθέματος αυτού του κριτικού σημειώματος, καθόσον ερμηνεύει καλύτερα το όλον:

Λέω πως, κάθε άνθρωπος, είναι ένα κύμα σε κάποια ιαπωνική ακουαρέλα, που ανάλογα με τα χρώματα, την ένταση ή τη διαφάνειά του, κάποτε το επιλέγουμε ως ιδανικό, ώστε να αποθέσουμε επάνω του την ύπαρξή μας. Εκείνο θα μας πάει από κει κι έπειτα, το μακρύ ταξίδι, όσο να συναντήσουμε τους βράχους ή τα άλλα κύματα. Μα είναι κι η ύπαρξη απέραντη όσο διαρκεί –κι ας είναι τούτο από μόνο του, μια οντολογική παγίδα– είναι κι ο έρωτας μια πλημμυρίδα και μια άμπωτη μαζί. Για αυτό, αν τύχει και το κύμα μας σκορπίσει και μείνει μονάχα η αλισάχνη του στο δέρμα μας, ή ένα ρίγος θαλερό που ακροπατεί νοσταλγικό στ’ άδεια μας βράδια, καλό είναι να θυμόμαστε το πώς τ’ αγαπήσαμε όσο κράτησε: σαν να ’ταν η ουσία κι ο ίδιος ο αχός της αέναης θάλασσας, κι όχι απλώς ένα ακόμη υγρό τομάρι.

Στο εξώφυλλο ένα έργο του Γιώργου Κόρδη θυμίζει τους «Ταξιδιώτες» του Bruno Catalano, που αφήνουν το τοπίο να διαπερνά το μισοτελειωμένο σώμα τους εντασσόμενοι πλήρως εν κινήσει στον χώρο. Εδώ η κόκκινη φιγούρα σε πρώτο πλάνο αφήνει πίσω το τοπίο της περιπλάνησης και προχωρά. Ό,τι κέρδισε από αυτό το έχει μαζί της. Αποθησαυρισμένη μνήμη από τον Κωνσταντίνο Χ. Λουκόπουλο, έναν στυλίστα της γραφής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top