Fractal

Η πείνα, οι λοιμοί και οι μεταναστεύσεις πάντοτε οδηγούν σε… βιβλία!

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Οι μετακινήσεις και μεταναστεύσεις πληθυσμών με προεξάρχουσες αιτίες την πείνα, τις κακουχίες και τους λοιμούς, στις σύγχρονες εποχές, σηματοδοτούν μια φυγή ανθρώπων σε σημαντική κλίμακα που δεν υφίσταται άλλη παρόμοια, τουλάχιστον στην ιστορία του δέκατου ένατου αιώνα και συγκεκριμένα την Ιρλανδία, γράφει ο Δρ Ciarán Ó Murchadha, στο βιβλίο του με τίτλο, «Η Μεγάλη Πείνα: Η Αγωνία της Ιρλανδίας 1845-1852» (The Great Famine: Ireland’s Agony 1845–1852), που κυκλοφόρησε το 2011. «Μεταξύ 1845 και 1855», αναφέρει, «περίπου το ένα τέταρτο των κατοίκων ενός ευρωπαϊκού έθνους, περίπου 2,1 εκατομμύρια, είχαν οριστικά εγκαταλείψει την πατρίδα τους». Ο πληθυσμός της χώρας, που αριθμούσε περίπου οκτώ εκατομμύρια το 1841, μειώθηκε δραματικά μέχρι το 1921.

Πάνω από το 95% των ατόμων που εγκατέλειψαν την Ιρλανδία κατά τη διάρκεια του λιμού, ταξίδεψαν πέρα από τον Ατλαντικό και περίπου το 70% του συνόλου των μεταναστών που έφτασαν στις Ηνωμένες Πολιτείες εγκαταστάθηκε συνήθως σε πόλεις άνω των εκατό χιλιάδων κατοίκων, σε επτά βόρειες Πολιτείες, στη Νέα Υόρκη, Κονέκτικατ, Νιου Τζέρσεϋ, Πενσυλβάνια, Οχάιο, Ιλινόις και Μασαχουσέτη. Ο συνολικός αριθμός εκείνων που πέθαναν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού μέσω του Ατλαντικού, είναι άγνωστος, αλλά ο Murchadha, ο οποίος διδάσκει Ιστορία στο Κολλέγιο St. Flannan, στο Enniskerry της Ιρλανδίας, εκτιμά ότι μπορεί να ήταν πάνω από ογδόντα χιλιάδες ψυχές. Πυρετοί που οφείλονταν τόσο στην άσχημη σωματική κατάσταση εκείνων που επιβιβάστηκαν, όσο και στις βρώμικες συνθήκες των πλοίων που τους μετέφεραν, ήταν η κύρια αιτία θανάτου.

Το παραπάνω βιβλίο περιλαμβάνει μια ζωντανή περιγραφή της ζωής πάνω σε αυτά τα πλοία-φέρετρα, που γράφτηκε από τον γιο κάποιου που ταξίδεψε στο Κεμπέκ, το 1847, σε ένα φτηνό διαμέρισμα του πλοίου. Οι επιβάτες ήταν «στρυμωγμένοι χωρίς φως, χωρίς αέρα, και να κυλιούνται στη βρώμα, αναπνέοντας μια δυσώδη ατμόσφαιρα». Ήταν «άρρωστοι στο σώμα, αποθαρρημένοι στην καρδιά … ζούσαν χωρίς τροφή … πέθαιναν χωρίς την φωνή της πνευματικής παρηγοριάς, και θάβονταν στο βαθύ βυθό χωρίς τις τελετές της Εκκλησίας». Ωστόσο, το να επιζήσουν του συγκεκριμένου ταξιδιού δεν σηματοδοτούσε και το τέλος της δυσκολίας για τους μετανάστες της Μεγάλης Πείνας. Στην πραγματικότητα, για τους περισσότερους, αυτή ήταν μόνο η αρχή ενός νέου κεφαλαίου μεγάλης απόγνωσης και δύσκολης μοναξιάς. Ένας μεγάλος αριθμός αυτών των μεταναστών δεν είχε αποτολμήσει ποτέ στο παρελθόν να ζήσει έξω από το δικό του τοπικό περίγυρο. «… Ξαφνικά, βρέθηκαν να μεταφέρονται χιλιάδες μίλια μακρυά: από ένα αγροτικό σε αστικό τοπίο, σε ένα τόσο ξένο κοινωνικό περιβάλλον όπου οι κάτοικοι δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα και, συχνά, έδειχναν μια βαθιά απέχθεια για τους Ιρλανδούς και τον καθολικισμό τους. Κι αυτό, ήταν απίστευτο και καταστροφικό γι’ αυτούς»!

Αφελείς και απροετοίμαστοι για την εξορία, πολλοί μετανάστες λόγω της Πείνας, ήταν συγκλονισμένοι από το νέο τους περιβάλλον και έγιναν εύκολη λεία για περισσή εκμετάλλευση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αναφέρει το βιβλίο, τα αρπακτικά ζώα δεν ήταν οι αδίστακτοι Αγγλοσάξονες, αλλά, αντίθετα, οι συνάδελφοί τους από την Ιρλανδία, οι οποίοι χρησιμοποιώντας οικείο και χαλαρωτικό τρόπο, στην ιρλανδική ή την αγγλική γλώσσα, κατάφεραν να ηρεμήσουν τους νέους αφιχθέντες και να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη τους. Οι περισσότεροι από τους μετανάστες πάλεψαν στη συνέχεια για να βελτιώσουν την κατάστασή τους. Οι περισσότερο τυχεροί, κατάφεραν να καταπολεμήσουν τη φτώχεια και την πείνα τους, βρίσκοντας κάποια κοπιαστική και επικίνδυνη εργασία, για εξευτελιστικά μικρές αμοιβές. Η πορεία από εκεί και πέρα, υπήρξε δύσκολη, με ψυχολογική αποξένωση και κατάχρηση αλκοόλ, καταστάσεις που αναγκαστικά οδήγησαν σε μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης. Αλλά γι’ αυτούς, όπως και τις επόμενες γενιές, η εγκατάσταση στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού διευκολύνθηκε από την Καθολική Εκκλησία, τους πολιτιστικούς συλλόγους της Ιρλανδίας και τις μεγάλες πολιτικές οργανώσεις, μέχρις ότου τα δημογραφικά δεδομένα, και η οικονομική τους επιτυχία, τους επέτρεψαν να αφομοιωθούν διστακτικά και σταδιακά μέσα στην ευρύτερη κοινωνία και τη μεγάλη κοινωνική χοάνη της Αμερικής.

 

 

Εκείνοι, όμως, που παρέμειναν στην Ιρλανδία, βίωσαν ένα άλλο είδος αγωνίας. Οι επιζώντες της πείνας κάτοικοι, προσπάθησαν να συμβιβαστούν με τις νέες συνθήκες, με το σχεδόν άδειο τοπίο, παλεύοντας με την αίσθηση της ενοχής! «…Είχαν επιζήσει, ενώ αντίθετα ένας μεγάλος αριθμός από τους γείτονές τους δεν είχε…», λέει ο συγγραφέας. Με τα μνημειώδη ρεκόρ της άθλιας δυστυχίας, της καταστροφής των συγκομιδών πατάτας, την υποβάθμιση των προγραμμάτων αρωγής, των πανδημιών πυρετού μέσα στα πτωχοκομεία, και το σπουδαιότερο, την αιμορραγία της μετανάστευσης, η Μεγάλη Πείνα εξελίχτηκε σε ένα δραματικό γεγονός στην ιστορία της Ιρλανδίας. Περίπου 1,1 εκατομμύριο άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και πάνω από ένα εκατομμύριο μετανάστευσαν κατά τη διάρκεια του μεγάλου λιμού. Ο πληθυσμός της Ιρλανδίας από σχεδόν 8,2 εκατομμύρια στο 1.841, έπεσε σε 6,5 εκατομμύρια το 1851. Μεταξύ των κληροδοτημάτων της Μεγάλης Πείνας, ήταν η φυσική και ψυχολογική αναπηρία των επιζώντων στην Ιρλανδία και στο εξωτερικό, ένα βαθύ μίσος για την Μεγάλη Βρεττανία, ρήξη του κοινωνικού ιστού, αύξηση του συντηρητισμού στην ιρλανδική κοινωνία, καθώς και μεγάλη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας που συνάντησε ανθρώπους ανοιχτούς σε πνευματική καθοδήγηση. Η αποτυχία της ιδιωτικής φιλανθρωπίας και ταυτόχρονα της κρατικής αρωγής, είναι κεντρικής σημασίας για το όλο θέμα που συζητάμε, παράγοντες που εξηγούν βεβαίως και την έκταση του λιμού, αναφέρει ο συγγραφέας.

Ενώ υπήρξαν κάποιες εισφορές για την ανακούφιση της πείνας από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, τον παπισμό και, πιο συγκινητικά, από τη φυλή Choctaw των ιθαγενών Αμερικανών, η πείνα αναμφίβολα υπήρξε καθοριστικής σημασίας γεγονός για τη χώρα της Ιρλανδίας με δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις. Για την ιστορία, η Βρετανία ξόδεψε κάπου £ 8 εκατομμύρια για τα προγράμματα ανακούφισης στην Ιρλανδία κατά τη διάρκεια του λιμού, αλλά στη συνέχεια δαπάνησε £ 69 εκατομμύρια για τον Κριμαϊκό πόλεμο (1854-1856)! Και ενώ κάποτε (δεκαετία του 1840) ο πληθυσμός της χώρας αριθμούσε πάνω από οκτώ εκατομμύρια ψυχές, σήμερα εκεί ζουν κοντά στα πέντε εκατομμύρια Ιρλανδοί, χωρίς να φτάσουν ποτέ εκείνα τα παλιά και αυξημένα νούμερα!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top