Fractal

Η έμπνευση έρχεται να ρίξει νέο φως σε όσα βιώνουμε (Α.Β.)

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Αθανάσιος Βαβλίδας: «Στιγμές και στίγματα», Εκδόσεις Δωδώνη, 2004

 

Ο Αθανάσιος Βαβλίδας γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Οικονομικά  και ξένες γλώσσες –Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά-, έχει εκδώσει βιβλία με δοκίμια, διηγήματα, Θέατρο και Ποίηση. Έχει μεταφράσει ξένους συγγραφείς και έχει μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά  και Ιταλικά από τον εκδ. οίκο  Patsi Editiones Limited, έχει μελοποιηθεί από πολλούς νέους μουσικούς, κάτι που προφανώς εκλύει προκλητικά η ποίησή του, η οποία αναζητεί την αδελφή τέχνη για να συνεπικουρήσει με τον Λόγο της Ασχολείται και με τη θεατρική και τη μουσική κριτική και είναι μέλος της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής από το 2003.

Ως ποιητής φέρει μέσα τον ρυθμό του κόσμου, που γενικώς σ’ αυτόν οι πάντες και τα πάντα συμμετέχουν, κατά φύσιν και όχι κατ’ επιλογήν, αλλά, αυτό το  ποσοστό της παγκόσμιας αρμονίας που του αναλογεί, ως ποιητής το επενδύει στους στίχους του. Οι στίχοι του, σαν τα ηλιοτρόπια που στρέφουν το βλέμμα τους προς τον ήλιο, στρέφονται προς τη μουσική. Τη μουσική την οποία και αγαπά και υπηρετεί. Και όπως η μουσική έχει τον δικό χρονομέτρη της έτσι και η ποίηση με την οποία συνδυάζεται αυτοδικαίως φέρει τον αποκλειστικό και σε διάφορες μορφές δικό της ρυθμό, τον οποίο θα αναγνωρίσουμε σε πολλά από τα ποιήματά του.

Η συλλογή του Στιγμές και στίγματα, που επανεμφανίστηκε σε δεύτερη έκδοση, αποδεικνύει τη σημασία της, την αναγνωστική επιτυχία της και την ανάγκη της επαναφοράς της στο νεότερο αναγνωστικό κοινό.

Οι τέσσερις ενότητές της –στο Χρόνο, στη Μουσική, στον Έρωτα και στην Ποίηση- φέρουν «στίγματα» από τις στιγμές έμπνευσης του ποιητή. Και όπως έλεγε ο Κ. Γ. Καρυωτάκης, η εμπειρία είναι το πρώτο σκαλί, έτσι και ο Βαβλίδας, από την εμπειρία του αντλεί. Με τις κεραίες τεντωμένες αναπνέει, εισπνέει και μεταφέρει στο κεντρικό σύστημα –εγκέφαλο, ψυχή- ό,τι τον κάνει να θαυμάζει και ό,τι τον θλίβει. Και τούτο θα το διαπιστώσουμε διατρέχοντας τα ποιήματα σε κάθε ενότητα, οι οποίες, παρά τον εξωτερικό τίτλο τους, εσωτερικά επικοινωνούν∙ μία είναι η σκέψη,  ένα το πνεύμα και ένα το αίσθημα που τις διαπερνά, έστω και αν το φως εστιάζει σε άλλο «στίγμα», στιγμή, στάλα και σταλαγματιά∙ αρμονικά ταιριάζουν όλα τελικά.

«Πληγή αιωρούμενη» είναι το πρώτο ποίημα, το οποίο θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει πίνακα ζωγραφικής κοιτάζοντας απλώς τις λέξεις∙ πώς βάζουν τις στιγμές- σταλαγματιές τους πάνω στον καμβά, για να  στήσουν ένα τοπίο, μια «γέφυρα / που αιωρείται στον αέρα …/ από τη μια όχθη στην άλλη/ χωρίς να φτάσει πουθενά/ χωρίς να έχει ξεκινήσει από κάπου», ένα μακρινός αντίλαλος από την περαστική του Baudelaire «δεν ήξερα από πού ερχόσουνα δεν ήξερες πού πήγαινα», ενώ ακούγονται παφλασμοί «από σύννεφα…/ από ποτάμι … από σήμερα… από χθες». Και, ενώ έτσι ιδανικό και θεϊκό εμφανίζεται αυτό το τοπίο, ο ποιητής καταγράφει αμέσως και χωρίς χρονοτριβή την ανατροπή του: «τα σύννεφα έγιναν κοπάδια δηλητήριο/ και τα ποτάμια έγιναν ίνες αίματος/ κι ο χρόνος μια πληγή ανοιχτή/ που αιωρείται στον αέρα / ανεπούλωτη/ έτοιμη ανά πάσα στιγμή να στάξει». Και πώς θα μπορούσαν εδώ να μας διαφύγουν οι στίχοι του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Μετέωρη στιγμή σαν το φλουρί που μια στιγμή γυαλίζει πριν να πέση. Νόστιμον είναι πως όταν πέση χάνεται. Μένουν όμως τα πουλιά, μένει η φωνή τους, και όπου καθήσουν, σε γυμνά κλαριά ή σε ποτήρια γυάλινα γιομάτα μαργαρίτες, φυτρώνει ένα πούπουλο ή ένα πτερό με ρόδινη αιχμή, καθώς σπονδή στον άνεμο» (Ο πλόκαμος της αλταμίρας, 1936-1937). Έτσι, η μαγική στιγμή και η μαγική εικόνα χάνεται από την εξέλιξή της μέσα στη φυσική ροή, αλλά μένει η μαγεία για μια στιγμή που θαυματούργησε τα μάτια. Δεν μπορούμε να μη δούμε την αποκαθήλωση της ιδέας στο ποίημα του Βαβλίδα, όπως δεν μπορούμε να μη δούμε και την κρυμμένη θλίψη στους στίχους του Εμπειρίκου ή την  αποκαθήλωση σαν σε ποίημα καβαφικό, όπου με χρυσό κουτάλι γεύεσαι το μέλι που, τελικά, σου αφήνει πικρή γεύση.

Το γεγονός της πίκρας που ο ποιητής γεύτηκε, το μετέπλασε σε στίχο, σε «μετέωρη γέφυρα», σε «ανεπούλωτη πληγή», αλλά πάντα θα μένουν οι στίχοι, τα λόγια, τα πουλιά και οι φωνές τους, οι στίχοι δηλαδή και η σκέψη που έκανε κύκλο. Προχωρώντας σε άλλα ποιήματα, θα δούμε ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί διάφορους ρυθμούς, όπως στο δεύτερο ποίημα, στο οποίο  φαίνεται πως ο ταξιδιώτης από την αιωρούμενη γέφυρα περνά στα κλειστά τοπία της ψυχής, όπου θα αναζητήσει τους τύπους των ήλων, θα βάλει τα δάχτυλα στις πληγές,  στα «στίγματα», στην ψυχή του. Θα χρησιμοποιήσει μέτρο αναπαιστικό για να φαίνεται η διάθεσή του, το βήμα του, και επειδή ο παραδοσιακός τρόπος γραφής του – η ομοιοκαταληξία τους, κυρίως το επιτρέπει, θα μπορούσαμε να πούμε πως  ακούμε τη μουσική του, τη μελοποίησή του.  Κι επειδή ο «χρόνος» είναι αυτός που φέρνει την όποια εξέλιξη -κι εδώ για τη φθορά πρόκειται- τα ποιήματα της ενότητας έχουν ένα σοβαρό οικολογικό χαρακτήρα, προβάλλοντας την έγνοια ενός ανθρώπου για το σήμερα και το εφιαλτικό αύριο του πλανήτη μας:

«Όταν θ’ ανακαλύψουν οι αρχαιολόγοι /τα κτερίσματα,/ ό,τι έχει εξατμισθεί / θα ξαναγίνει βροχή/ για να ποτίσει τις γνώσεις τους/ καθώς το πτώμα ενός πλανήτη/ θα αιωρείται στη ρευστή ιστορία. Άταφο».

Από την ενότητα «της Μουσικής» κάθε ποίημα τραγουδάει -ω! της συνέπειας- όταν οι ήχοι στο ξυλόφωνο, στο μικρόφωνο «Αργοπάλλονται σ’ έναν ρυθμό χωρίς  ορμές, / σαν το νερό μες στου ανέμου τις χορδές/  κι άκουσα παύσεις και φωνές που δεν γνωρίζονται / σαν τα νερά που με τη ζέστη εξατμίζονται». Δεν ξέρω αν σωστά διακρίνω έναν βαρύ ζεϊμπέκικο ή όχι, αλλά η αίσθησή μου εκεί με οδηγεί. Γιατί η μουσική είναι μια γλώσσα «που ζει δεν μιλιέται,/ που θέλγει αλλά δε λειτουργεί/… που δονεί αλλά δεν δέρνει τον άνεμο,/ που πληγώνει αλλά δε σκοτώνει το χρόνο». Ή μήπως είναι ένα adagio, αφού είναι η «Μουσική σα θάλασσα ρευστή/ σαν άνεμος διάφανη/ σαν άμμος εύπλαστη ύλη/ – απ’ το χρόνο ανέγγιχτη».

 

Αθανάσιος Βαβλίδας

 

Στην «Ασιατική σουίτα», ενώ ο αναγνώστης περιμένει να ακούσει ένα «σιτάρ» από τις Ινδίες, μια «άρπα αιολική από την Κίνα», μια «ορχήστρα γκαλεμάν» απ’ την Ινδονησία, θα ακούσει ότι η ψυχή του είναι «βόδι» «πεταλούδα» ή «μύγα» που θα καεί «για να μην πιάνουν χώρο τα φτερά» της στον αέρα, ή είναι ένας μεταξοσκώληκας «που επί μια ζωή υφαίνει το κουκούλι του πλούτου/ για να γιορτάσει μ’ αυτό τη μέρα του θανάτου του» ή είναι «ένα μυρμήγκι / που κι αν ακόμα δεν [το] βρει ο μυρμηγκοφάγος,/ μια μέρα θα [το] πνίξουν καυτά κύματα της λάβας» και έτσι η σουίτα εξελίσσεται σε ένα ρέκβιεμ θανάτου, στη μορφή του μικρού και του μεγάλου κόσμου μας. Ο Βαβλίδας έπαιξε απαισιόδοξα και κατέληξε στην Περσία, υπενθυμίζοντάς πως ο παράδεισος «είναι μια όαση της φαντασίας/ μακριά απ’ τη θάλασσα της πραγματικότητας».

Από την ενότητα «Στον έρωτα» παίρνω τον «Υδάτινο έρωτα» στη πρώτη φάση του, πριν τον καταπλακώσει η απαισιοδοξία και γίνει η αγάπη του «του βυθού ερωμένη»:

 

Έσταζαν χρόνια οι σταγόνες του έρωτα

ώσπου πλημμύρισε η θάλασσα του σώματός μου

κι άρχισαν τα νερά

να κυριεύουν το τοπίο τριγύρω μου

κι εσύ να τρέχεις

 

Από το ποίημα επέλαση:

Δέξου την αγάπη μου

όπως τρέχει ιππήλατη

σε μια πεδιάδα αιώνων

Από την ενότητα «Στην Ποίηση», παίρνω το ποίημα «Δετό» για την εικόνα του και το κλίμα, το στοχασμό και τον υπαινιγμό του, τη θλίψη και την πίκρα του:

 

Απ’ το παράθυρο του ουρανού

    έν’ ασημένιο νόμισμα –η σελήνη-

    εκπέμπει  φωτεινές συναλλαγές

    στα κρυφά μονοπάτια της νύχτας.

 

     Απ’ το παράθυρο του ουρανού

     ένα χρυσό νόμισμα –ο ήλιος-

     εκπέμπει φωτεινές συναλλαγές

     για κάθε υποδόρια χειρονομία ή θέληση.

 

 ……………………………………..

     Κάθε αστέρι κάνει το λογαριασμό του

     και πληρώνει με το ίδιο λευκό νόμισμα

…………………………………..

Όταν θα κλείσει το παράθυρο

      με έκπληξη θα διαπιστώσεις

      ότι το νόμισμα περνά απ’ τις χαραμάδες,

      αποταμιεύεται,

      γεννάει με τόκους

      κι αντιδρά σε κάθε υποδόρια χειρονομία  ή θέληση.

 

Είναι ήδη φανερό, ο Αθανάσιος Βαβλίδας είναι ένας νέος Καρυωτάκης που η φωνή του υψώνεται στα χάη, για να διαπιστώσει πόσο στα νεύρα του, τις φλέβες του, τις σκέψεις του μπερδεύεται όλη η φύση, η γη κι ο ουρανός, με ασαφή μηνύματα, αισθήματα, σκέψεις πικρές. Έχει επίγνωση της ματαιότητας κάθε ανθρώπινης προσπάθειας. Όσο κι αν οι ενότητες του έχουν διαφορετικούς τίτλους, εκείνο που πάντα υποφώσκει είναι η ομορφιά και εκείνο που υποβόσκει και την ανατρέπει είναι η κοινωνική υποκρισία, το συμφέρον και η ιδιοτέλεια, η πίκρα και η αναίρεση. Όμως, κοινωνική υποκρισία και ομορφιά συνυπάρχουν, λες και πρέπει να επιβεβαιώνεται πάντα το φως και το σκοτάδι, μανιχαϊστικά, δεσμευτικά, αποκαρδιωτικά.    

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top