Fractal

Διήγημα: “Ένα ατύχημα με αίσιο τέλος”

Της Βέτας Χρυσοπούλου //

 

 

 

 

Ένα ατύχημα με αίσιο τέλος

 

Το χιόνι έπεφτε βιαστικά. Ήδη είχε σκεπάσει στέγες, φυτά, αυτοκίνητα, δρόμους. Η Καίτη βγήκε στο δρόμο διστακτική. Ήταν καλά ντυμένη, αλλά φοβόταν μήπως γλιστρήσει και περπατούσε προσεκτικά. Ευτυχώς είχαν ρίξει αλάτι ,ο δρόμος ήταν καθαρός και ξεθάρρεψε . Άρχισε να περπατάει χαρούμενη και ανυπομονούσε να βρεθεί στο αγαπημένο της καφέ. «Όσο είσαι καλά πρέπει να βγαίνεις από το σπίτι, το οφείλεις στον εαυτό σου, ό,τι καιρό και να κάνει» μονολογούσε.

Ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα της και τα νερά από το λιωμένο χιόνι λέρωσαν το μακρύ της παλτό. Τραβήχτηκε πιο μέσα στο πεζοδρόμιο, μα εκεί δεν είχε πολύ αλάτι και γλίστρησε μαλακά επάνω στο χιόνι. Το σώμα της ταλαντεύτηκε και έπεσε αργά στο έδαφος. Είχε ξαπλώσει επάνω στο χιόνι και αναρωτιόταν εάν έσπασε κάτι. Όχι, όχι, δεν πονούσε πουθενά, εξάλλου έπεσε πολύ αργά. Σηκώθηκε προσεκτικά, ευτυχώς δεν είχε κτυπήσει κάπου σοβαρά. «Ίσως είναι ζεστό και δεν πονάει, θα φανεί μετά από μερικές ώρες, αλλά και πάλι εάν ήταν κάτι σοβαρό δεν θα μπορούσα να περπατήσω καθόλου», μονολογούσε.

Άνοιξε την πόρτα του μικρού καφέ και κάθισε με ανακούφιση σε μια αναπαυτική καρέκλα. Η μυρωδιά του καφέ πλημμύριζε την ατμόσφαιρα και ο σερβιτόρος της έφερε τον καφέ της.

– έτοιμο το αμερικάνο σας! Αυτό δεν πίνετε πάντα;

– μόνο που σήμερα σκεπτόμουν να πάρω καπουτσίνο, αλλά αφού το φέρατε…

– επειδή πάντα παίρνετε αμερικάνο, αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα, θα σας φέρω καπουτσίνο.

– δεν πειράζει, τώρα αφού τον έφερες θα τον πιώ.

– όχι, όχι, να σας τον αλλάξω

– άστο, δεν πειράζει, ευχαριστώ

Τον έφερε με βουλιμία στα χείλη της. Η μυρωδιά του τη ζάλισε. Κατάπιε την πρώτη γουλιά και κοίταξε γύρω της. Δεν είχε σήμερα πολύ κόσμο, ίσως λόγω της κακοκαιρίας. Κοίταξε έξω. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει ανάλαφρο. Πλέον είχαν ασπρίσει τα πάντα. Έβγαλε το επανωφόρι της. Είχε μια θαλπωρή αυτό το μικρό καφέ, φιλόξενο και φιλικό.

Άλλαξε θέση. Πήγε στη γωνία στον γαλάζιο καναπέ. Απλώθηκε νωχελικά και η μάτια της έπεσε στον άντρα που μόλις μπήκε στο μαγαζί. Οι ματιές τους διασταυρώθηκαν και ένοιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ναι ήταν ο Πέτρος, ο νεανικός της έρωτας που έφυγε στην Αγγλία για μεταπτυχιακές σπουδές και έτσι χάθηκαν. Απ’ ότι έμαθε είχε παντρευτεί και έκανε οικογένεια. Είχε να τον δει τριάντα χρόνια. Την αναγνώρισε και την πλησίασε.

– πόσα χρόνια έχουμε να βρεθούμε, έλα κάθισε.

– πολλά, επιτέλους σε βρίσκω, έμαθα ότι συχνάζεις εδώ και ερχόμουν τακτικά με την ελπίδα να σε δω.

– μα απ’ ότι ξέρω ζεις Λονδίνο

– έχει ένα χρόνο που γύρισα και πλέον ζω εδώ μόνος

– και η γυναίκα σου;

– χωρίσαμε πριν δέκα χρόνια αλλά λόγω δουλειάς έμενα Αγγλία, με το που βγήκα στην σύνταξη γύρισα.

Ένοιωσε μια τσιμπιά στο γόνατο. «λες να αρχίσει να με πονάει τώρα που άρχισε να κρυώνει;» σκέφτηκε, αλλά γρήγορα το αγνόησε και αφοσιώθηκε στην κουβέντα τους.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top