Fractal

Αμήχανη οικειότητα στο ξεκίνημα της ισραηλινής ανεξαρτησίας

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

“Ο Μιχαέλ μου”, Άμος Οζ, Μετάφραση από τα εβραϊκά: Χρυσούλα Παπαδοπούλου. Εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα, 2018

 

 

«Ο σύζυγός μου κι εγώ είμαστε σαν δύο ξένοι που έτυχε να συναντηθούν βγαίνοντας από μια κλινική όπου υποβλήθηκαν σε θεραπεία για κάποια σωματική ενόχληση», γράφει η αφηγήτρια στο βιβλίο αυτό.  Και, συνεχίζοντας, τονίζει πως «… και οι δύο ντροπαλοί, διαβάζοντας ο ένας τη σκέψη  του άλλου, νοιώθοντας μια άβολη, αμήχανη οικειότητα, αναζητώντας κουρασμένα τον κατάλληλο τόνο για να μιλήσουν».

Η Χάννα Γκονέν είναι μόλις τριάντα ετών όταν κάνει αυτή την παρατήρηση που αφορούσε την περίεργη σχέση με τον σύζυγό της, Μιχαέλ. Μια νεαρή γυναίκα που ζούσε στην Ιερουσαλήμ στα τέλη της δεκαετίας του 1950, είναι παντρεμένη εδώ και δέκα χρόνια με έναν άνδρα, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερό της, που τον γνώρισε και παντρεύτηκε όταν φοιτούσε στην πρώτη χρονιά στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο και εκείνος ήταν τριτοετής φοιτητής Γεωλογίας. Ο Μιχαέλ, που περιγράφει τον εαυτό του στη Χάννα ως «καλός … λίγο ληθαργικός, αλλά εργατικός, υπεύθυνος, καθαρός και πολύ ειλικρινής», τελικά κερδίζει το διδακτορικό του στην επιστήμη της  Γεωλογίας και ξεκινά να εργάζεται στο Πανεπιστήμιο, αλλά η Χάννα, η οποία έχει εγκαταλείψει τις σπουδές της στη λογοτεχνία για χάρη του γάμου της, σύντομα βρίσκει τη ζωή της παντρεμένης γυναίκας και τον ίδιο τον Μιχαέλ, ανιαρό. Το μόνο παιδί τους, μοιάζει στην προσωπικότητα υπερβολικά στον  σύζυγό της, ένα παιδί που «βρίσκει τα αντικείμενα πολύ πιο ενδιαφέροντα από ανθρώπους ή λέξεις».

 

Γράφοντας με ολιγόλογες σύντομες προτάσεις, οι οποίες ζωντανεύουν με την επιλογή των κατάλληλων λεπτομερειών του τόπου και του τρόπου ζωής των ολίγων, ούτως ή άλλως, πρωταγωνιστών του, ο Ισραηλινός συγγραφέας Άμος Οζ (1939-2018), που συχνά αναφερόταν το όνομά του και ήταν  σοβαρός υποψήφιος για το βραβείο Νόμπελ, αναδημιουργεί την ιστορία του γάμου της Χάννα, έναν γάμο που μπορεί να επιβιώσει σε βάθος χρόνου, ή και όχι. Η Χάννα και ο Μιχαέλ παντρεύτηκαν το 1949, λίγο μετά την ανεξαρτησία του Ισραήλ και ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά τους αγώνες της Χάννα για πάσης φύσεως ανεξαρτησία και τον έλεγχο της ζωής της, φέροντας μπροστά την επώδυνη πραγματικότητα  μιας νέας γης, αποφασισμένη να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να προστατεύσει την ακεραιότητά της με κάθε τρόπο. Καθώς το οικογενειακό τους υπόβαθρο ξεδιπλώνεται, οι προσωπικότητες της Χάννα και του Μιχαέλ και η βαθύτερη συμπεριφορά τους στο γάμο φαίνονται να πλέουν μέσα σε ένα ευρύτερο και πολυεπίπεδο πλαίσιο. Η Χάννα, είναι προφανές, λαχταρά τον ενθουσιασμό και την έξαψη της νιότης και αντλεί υλικό από το πλούσιο απόθεμα των παιδικών της αναμνήσεων δραπετεύοντας συχνά  σε έναν ονειρικό κόσμο, ενώ ο Μιχαέλ παρουσιάζεται εργατικός και ρεαλιστής, παραμένει γεωλόγος και σταθερά συνδεδεμένος με τη γη. Η πόλη της Ιερουσαλήμ βρίσκεται συνεχώς στο κάδρο των εξελίξεων όλου του μυθιστορήματος. «…Η Ιερουσαλήμ είναι μια φλεγόμενη πόλη. Τετράγωνα ολόκληρα είναι σαν να αιωρούνται στον αέρα. Αλλά μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ένα απροσμέτρητο βάρος. Η συντριπτική αυθαιρεσία των δεντροστοιχιών που μπλέκουν τα κλαδιά τους. Ένας λαβύρινθος από πρόχειρες κατοικίες, υπόστεγα και παράγκες ακουμπούν με θυμό πάνω στη γκρίζα πέτρα που παίρνει αποχρώσεις άλλοτε του μπλε και άλλοτε του κόκκινου. Σκουριασμένες υδρορροές. Γκρεμισμένοι τοίχοι. Μια τραχιά και σιωπηλή διαμάχη ανάμεσα στην πέτρα και την πεισματώδη βλάστηση. Εκτάσεις με χαλίκια και αγκάθια. Και κυρίως τα λάγνα παιχνίδια της φωτιάς: αν ένα μικρό σύννεφο βρεθεί για μια στιγμή ανάμεσα στο λυκόφως και την πόλη, η Ιερουσαλήμ είναι ήδη διαφορετική…».

 

Αφού γεννηθεί το παιδί τους, ένα χρόνο μετά το γάμο, ο Μιχαέλ το φροντίζει συνήθως και πλένει τις πάνες του. Η Χάννα βρίσκεται βυθισμένη σταδιακά στην κατάθλιψη και λέει χαρακτηριστικά ότι έχει συρρικνωθεί και αποσυρθεί στον εαυτό της σαν να είχε χάσει ένα μικρό κόσμημα στο βυθό της θάλασσας. Σταδιακά, γίνεται όλο και πιο ασταθής ψυχικά, όλο και πιο καταθλιπτική και υστερική, έως ότου στο τέλος βρεθεί σε μια  κατάσταση που την βλέπει, ειρωνικά, να της προσφέρει κάποια σχετική ελευθερία. Είχα χάσει τις δυνάμεις μου για  αλχημεία, την ικανότητα να κάνω τα όνειρά μου να με φέρουν πέρα ​​από τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ύπνο και το ξύπνημα, εξηγεί. Παρά την υστερική κατάσταση της συζύγου του, ο Μιχαέλ, ο λογικός, αξιόπιστος, αλλά και βαρετός σύζυγος διατηρεί την ψυχραιμία του, σε τέτοιο βαθμό που η Χάννα αναρωτιέται, πότε θα χάσει αυτός ο άνθρωπος τον αυτοέλεγχό του. Να τον δει να ξεφωνίζει σε πανικό, η φωνάζοντας από χαρά.

Καθώς ο γάμος, η λογική και η ψυχική κατάσταση της Χάννα φαίνεται να επιδεινώνονται, η χρήση των συμβόλων από τον  συγγραφέα προσδίδει βάθος και οικουμενικότητα στην όλη ιστορία. Η Χάννα, συχνά φαντάζεται και περιγράφει έναν γυάλινο θόλο γύρω από τον εαυτό της και την οικογένειά της, και επιθυμεί μόνο να παραμείνει διαφανής, όχι θολός. Θυμάται τα παιδικά παιχνίδια που έπαιξε με δίδυμα αδέλφια των Αράβων στη γειτονιά της, και τώρα φοβάται ότι θα έρθει η στιγμή κατά την οποία εκείνα θα την εκδικηθούν. Φαντάζεται πολεμικά πλοία και παρεμφερείς ναυτικές ιστορίες. Ο εποχές που αλλάζουν αντικατοπτρίζουν την  κατάστασή της, με το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας να διαδραματίζεται  σε φθινοπωρινές περιόδους. Άλλωστε η ίδια είναι ενήμερη πως «το φθινόπωρο οι άνθρωποι γίνονται πιο ήσυχοι και σοφοί». Περιγράφοντας την ιστορία του μεταλλικού σκεύους πάνω στο δέντρο μπροστά στην αυλή του σπιτιού της, στην ουσία περιγράφει και ανακαλεί την κατάστασή της, όπως είναι τη συγκεκριμένη περίοδο: «… Απλώς κάποιες, άγνωστες σε μένα, ισχυρές δυνάμεις ωρίμασαν την ίδια εκείνη στιγμή. Το σκουριασμένο μέταλλο διαλύθηκε και το σκεύος έπεσε κάτω. Αυτό που εννοώ είναι το εξής: όλα αυτά τα χρόνια παρατηρούσα μια πλήρη ανάπαυση σ’ ένα αντικείμενο, μέσα στο οποίο μια κρυφή εσωτερική διαδικασία λάμβανε χώρα όλο αυτό το διάστημα»! Η κατάθλιψη επιστρέφει συνεχώς!

Πλούσιο σε εικόνες και πυκνά σύμβολα, αυτό το μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1968, απεικονίζει δύο χαρακτήρες που αντιμετωπίζουν με διαφορετικούς τρόπους τις επερχόμενες κρίσεις στη ζωή και στο γάμο τους. Αν και το μυθιστόρημα τοποθετείται γεωγραφικά στην Ιερουσαλήμ, πριν από περίπου εβδομήντα χρόνια, τα ζητήματα με τα οποία ασχολούνται οι δύο κύριοι πρωταγωνιστές είναι παρόμοια και σήμερα, όπως και όσο ήταν και τότε, και οι συναισθηματικές συνέπειες, άμεσες και απώτερες,  εξ’ ίσου σημαντικές. Ψυχολογικά αληθοφανές, το μυθιστόρημα επιτυγχάνει σπάνια οικουμενικότητα, παρ’ όλο που ο αναγνώστης μπορεί να μην διάκειται ευμενώς απέναντι στη  Χάννα, ή στον  Μιχαέλ, ο οποίος, αν και αξιόπιστος και ειλικρινής, χαρακτηρίζεται από περιορισμένη φαντασία και ευελιξία του νου. Το μυθιστόρημα σε τελική ανάλυση, απεικονίζει μια ανώριμη γυναίκα που δεν ξέρει ποια είναι η ίδια και ο ρόλος της όταν ενώνει τη ζωή της με εκείνη κάποιου άλλου, που δεν είναι άλλος από τον σύζυγό της. Φυσικά για τις όποιες επιλογές τους και συμπεριφορές, ο κάθε αναγνώστης έχει και διατηρεί τη δική του άποψη καθ’ όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης.

 

Amos Oz

 

Ο Άμος Οζ που έφυγε από τη ζωή στην εκπνοή του έτους 2018, νικημένος από τον καρκίνο, εθεωρείτο επί σειρά ετών ο επικρατέστερος, και για πολλούς ο ιδανικός, υποψήφιος από το Ισραήλ για την υψηλότερη λογοτεχνική διάκριση του κόσμου, την οποία βεβαίως  δεν έλαβε ποτέ. Αυτό όμως δεν αλλάζει το γεγονός ότι υπήρξε, σε διεθνές επίπεδο, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς του καιρού μας, τον οποίο αγάπησαν, πολύ, αρκετοί  και σε πολλές χώρες. Ο κύριος όγκος του συγγραφικού του έργου, κυκλοφορεί στη χώρα μας κυρίως από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους Ισραηλινούς μυθιστοριογράφους, με αρκετό όγκο δημοσιευμένων βιβλίων στα οποία περιλαμβάνονται μυθιστορήματα, διηγήματα και διάφορα πολιτικά, κοινωνικά και λογοτεχνικά δοκίμια. Το μυθιστόρημα «Ο Μιχαέλ μου»,  είναι ένα  σοβαρό ψυχολογικό μυθιστόρημα, αργό, στοχαστικό, πλημμυρισμένο με την  επιδέξια ικανότητα του συγγραφέα για πολλαπλές διαμορφώσεις του τόνου και της υφής του κειμένου. Είναι η ιστορία ενός αποσυντιθέμενου, στην πραγματικότητα, γάμου που αφηγείται  από την άποψη της δυστυχισμένης και ψυχολογικά ευάλωτης συζύγου. Ο αναγνώστης ακολουθεί τη σχέση τους από τη φιλία στο γάμο, την εγκυμοσύνη και τη γέννηση του γιου τους, μέσω μιας αργής επιδείνωσης της ψυχικής κατάστασης της Χάννα. Ενώ ανακάμπτει προσωρινά, ο σύζυγός της στρατολογείται για μερικές εβδομάδες κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1956. Η σχέση τους συνεχίζει να διαβρώνεται καθώς εκείνη κλείνεται ολοένα και περισσότερο στον εαυτό της. Μένει έγκυος για δεύτερη φορά, ενώ εκείνος αρχίζει να βλέπει μια άλλη γυναίκα, με την Χάννα τελικά να παραδίδεται και να βυθίζεται εντελώς στον εσωτερικό προσωπικό της κόσμο. Οι φωνές των δευτερευόντων χαρακτήρων του βιβλίου, οι γείτονες, οι συγγενείς, ένας γιατρός, μια υπηρέτρια, παλιοί Ευρωπαίοι πρόσφυγες, πέρα από την αφήγηση της Χάννα, ανοίγουν μπροστά της έναν κόσμο μεγαλύτερο και πιο ποικίλο από το δικό της και στενόμυαλο. Όλοι δραστηριοποιούνται, πάντως, στην  πόλη της Ιερουσαλήμ, μια βραχώδη πόλη γεμάτη από δρομάκια και αυλές που αποκόπτουν τους ανθρώπους τον ένα από τον άλλο. Για να αποδώσει  αυτήν την κατάσταση, ο Άμος Οζ χρησιμοποιεί έξυπνα  το στυλ που απαντά  στις πρώτες ιστορίες και τα μυθιστορήματα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, του Αλμπέρ Καμύ, και πολλών άλλων γνωστών συγγραφέων, όπως, για παράδειγμα, όταν η Χάννα κοιτάζει κάτω από ένα δρομάκι και αφήνει τις σκέψεις της να ρέουν: «…Το σοκάκι είναι πλακόστρωτο. Οι πέτρες είναι φθαρμένες, αλλά πολύ γυαλιστερές. Βαριές αψίδες στέκουν ανάμεσα στο δρόμο και τα χαμηλά σύννεφα. Ο χρόνος συμπυκνώνεται και συγκεντρώνεται στα βαθουλώματα, ανάμεσα στις πέτρες. Ένας νυσταλέος φρουρός, ένας ηλικιωμένος πολίτης που επιστρατεύτηκε στην πολιτική άμυνα, στέκεται ακουμπισμένος σ’ έναν τοίχο. Κλειδαμπαρωμένα σπίτια. Σβησμένες κωδωνοκρουσίες ηχούν από ένα μακρυνό καμπαναριό. Από τους λόφους κατεβαίνει ο άνεμος. Σκορπίζεται και στροβιλίζεται στο στριφογυριστό σοκάκι. Καθώς ελίσσεται αγγίζει τα σιδερένια παραθυρόφυλλα και τις μαντεμένιες πόρτες, τις ασφαλισμένες με σκουριασμένους σύρτες…».

 

 

Τα όνειρα και οι φαντασιώσεις της Χάννα μπορούν να σπάσουν στη θλιβερή κρύα επιφάνεια των πραγμάτων με ιδιόρρυθμο λυρισμό και τρόμο παράλληλα. Αλλά η αγωνία και η οδύνη της Χάννα δεν μπορούν να ιδωθούν ως  νευρωσική σεξουαλική απογοήτευση, γιατί είναι επίσης πολιτιστική και, συνεπώς, περισσότερο πολιτική στη φύση της, αν και κάποιες φορές, στα ενδιάμεσα των καταθλιπτικών επιθέσεων, η εξομολόγησή της είναι άκρως ρεαλιστική: «… Τη νύχτα τον ήθελα πάρα πολύ. Το συναίσθημα ήταν επώδυνο. Όλα τα χρόνια που είμασταν παντρεμένοι δεν είχα νοιώσει ποτέ πόσο εξευτελιστική ήταν αυτή η εξάρτηση». Σε όλο το μυθιστόρημα η Χάνα σταδιακά εγκαταλείπει τις φαντασιώσεις της να ελέγχει σαν σκλάβους δύο αραβικά αγόρια, τα δίδυμα με τα οποία έπαιζε ενόσω ήταν κορίτσι. Σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές θυμόταν τον πατέρα της, ιδιαίτερα  όταν εκείνος έλεγε, «… Οι δυνατοί άνθρωποι μπορούν να κάνουν σχεδόν ότι θελήσουν, αλλά ακόμη και οι πιο δυνατοί δεν μπορούν να επιλέξουν τι θέλουν να κάνουν». Η ίδια εξομολογούταν στην αφήγηση, ότι δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατή! Προς το τέλος, καθώς αποκόπτει τον εαυτό της από τον Μιχαέλ για πάντα, φαντάζεται ότι στέλνει τα δίδυμα αγόρια σε μια επιδρομή κομάντο για να καταστρέψουν τις προμήθειες του Ισραήλ. Κάποιες πολιτικές επιπτώσεις στην ψυχοσύνθεση των κύριων ισραηλινών χαρακτήρων του βιβλίου, όταν αυτό κυκλοφόρησε, προκάλεσαν διαμάχη, αντιπαραθέσεις και φιλονικίες, έριδες και  αμφισβητήσεις στο εσωτερικό της χώρας.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top