Fractal

Διήγημα: “Σε Γη και Ουρανό”

Γράφει η Κατερίνα Παπαθεοφίλου //

 

 

 

 

 

Σε Γη και Ουρανό

 

“Που πάει το παιδί;” είπε φωναχτά κοιτώντας έξω από το παράθυρο. “Ποιο παιδί; τι λες;” του απάντησε η σύζυγός του, κοιτάζοντας κι εκείνη προς το παράθυρο. Η κουρτίνα ήταν τραβηγμένη κι εκείνος στεκόταν στο παράθυρο κοιτώντας έξω ανήσυχος. Ήταν πίσσα σκοτάδι. «Το παιδί μας, ο Γιώργος. Τον είδα να κατεβαίνει το σοκάκι” τον κοίταξε σοκαρισμένη. Τον είχαν χάσει τον Γιώργο τους 7 χρόνια τώρα. “είδες το Γιώργο;” τον ρώτησε. “Ναι, τον είδα να περνάει. Δεν είναι αργά; Που πάει μικρό παιδί τέτοια ώρα;” “Ο Γιώργος δεν είναι εδώ Λευτέρη. Έλα να σε βάλω για ύπνο, να πάω κι εγώ.”

Είχε συνηθίσει να τον ακούει να τον αναζητάει κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Δεν μπορούσε κι εκείνη να καταλάβει, αν έβλεπε κάποιο είδος οράματος, ή ξυπνούσε μπερδεμένος από όνειρο, αλλά πρώτη φορά έλεγε κάτι τόσο συγκεκριμένο. Την κοίταξε σαστισμένος. Για να το λέει δίκιο θα έχει, σκέφτηκε. Ότι λέει η Μαρία είναι σωστό. Τον αγαπάει, τον φροντίζει, τον μαλώνει καμιά φορά, όταν δεν τρώει ή δεν πίνει τα χάπια του, αλλά το κάνει για το καλό του. Δεν είπε περισσότερα και κατευθύνθηκε προς το κρεββάτι του. Ήταν σίγουρος όμως ότι τον είδε. Ήταν σκοτάδι, αλλά είδε τη σκιά του. Θα τον αναγνώριζε παντού. Ξάπλωσε, τον σκέπασε και πήγε κι εκείνη για ύπνο.

Συνέχιζε να κοιτάζει το παράθυρο. Δεν είχε αίσθηση του χρόνου. Δεν μπορούσε να ξέρει τι ώρα είναι. Μερικές φορές δεν καταλάβαινε καν αν είναι μέρα ή νύχτα. Ανησυχούσε. Ανησυχούσε για το γιο του. Γιατί δεν του μίλησε; Ήταν καλά; Σηκώθηκε από το κρεβάτι, έβαλε τις παντόφλες του, άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε σιγά πίσω του για να μην τη ξυπνήσει.

Που να πήγε αναρωτιόταν…Βγήκε στο δρόμο μπροστά από το σπίτι. Ήθελε να ρωτήσει κάποιον αν είδε το γιο του, αλλά δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο ο σκύλος του γείτονα άρχισε να γαβγίζει. Ήταν μπερδεμένος. Κοιτούσε γύρω του προσπαθώντας να αποφασίσει προς τα που θα πάει. Δε θυμόταν φυσικά που οδηγούσε ο κάθε ένας από τους τρεις δρόμους που βρισκόταν μπροστά του.

Ενστικτωδώς, πήρε τον ανηφορικό δρόμο αριστερά του. Ο δρόμος οδηγούσε προς το κοιμητήριο του χωριού. Κοιτούσε τα σπίτια δεξιά κι αριστερά, δεν του θύμιζαν τίποτα, αλλά ταυτόχρονα ένιωθε οικεία. Ανέβαινε αργά αργά το δρόμο, χωρίς να συναντήσει κανέναν. Ο δρόμος φωτιζόταν από τους μεγάλους ξύλινους στύλους και ταυτόχρονα δημιουργούσε σκιές και μοτίβα στα στενά σοκάκια που διακλαδώνονταν με τον κεντρικό δρόμο. Δεν πολυκοιτούσε στα στενάκια, τον φόβιζαν οι σκιές, δεν τις καταλάβαινε. Ανατρίχιασε. Μάλλον κρύωνε, αλλά δεν ήταν και σίγουρος. Φυσούσε ελαφρά και ο ουρανός είχε αρχίσει να μαζεύει μαύρα απειλητικά σύννεφα. Δεν τα έβλεπε όμως, δεν τον ένοιαζε κιόλας, ανέβαινε τον ανήφορο για να βρει το γιο του. Αν και πλέον ήταν σίγουρος ότι δεν ήξερε που πηγαίνει, δεν ήξερε που βρισκόταν.

Στάθηκε στη μέση του δρόμου. είχε αρχίσει να κουράζεται. Κοίταξε γύρω του. Είχε φτάσει σε ένα μεγάλο πλάτωμα. Κάτι του θύμισε το μέρος. Ώσπου αναγνώρισε το σπίτι του αδερφού της γυναίκας του. Τον αγαπούσε πολύ τον Πέτρο. Αν δεν ήταν εκείνος δεν θα είχε παντρευτεί τη Μαρία. Δεν τον ενέκριναν οι γονείς της, επειδή ήταν φτωχός και δεν ήταν από τα μέρη τους, όμως ο Πέτρος εγγυήθηκε για εκείνον και μετρούσαν πλέον πάνω από 40 χρόνια γάμου. Θα του χτυπήσω σκέφτηκε. Να τον ρωτήσω αν πέρασε από εδώ ο Γιώργος και να ξεκουραστώ και λίγο, πονούν τα πόδια μου. Πλέον είχε αρχίσει να βρέχει. Στα λίγα μέτρα που χρειάστηκε να διασχίσει από το πλάτωμα στην εξώπορτα του Πέτρου είχε γίνει ήδη μούσκεμα. Οι βαμβακερές του πιτζάμες, η φανέλα του, οι παντόφλες του, όλα.

Ξύπνησε από έναν κεραυνό. Κοίταξε γύρω της. Ήταν ακόμα σκοτάδι. Το δωμάτιο φωτιζόταν από τις αστραπές. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το μπάνιο. Κοίταξε στο κρεβάτι του άντρα της, όπως κοιτάζει πάντα και συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν εκεί. Αστραπιαία πήγε να ελέγξει την τουαλέτα, ούτε εκεί ήταν. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Που πήγε; Ακόμα και όταν τον πιάνει κρίση και δε ξέρει που βρίσκεται, ποτέ δεν έχει φύγει, σκεφτόταν ανήσυχη. Πού είναι; πήγε στην εξώπορτα και είδε ότι είχε ξεχάσει τα κλειδιά πάνω στην πόρτα… τρελάθηκε. Πως έκανε τέτοιο λάθος; Άνοιξε την πόρτα, βγήκε στην αυλή και το σοκάκι φωνάζοντας το όνομα του. Πουθενά. Βγήκε στο δρόμο. Πουθενά. Είχε αρχίσει να βρέχει πλέον πολύ. Πήρε τηλέφωνο το γιο της. Ήταν 4 το ξημέρωμα. «Μιχάλη ξύπνα, δε ξέρω που πήγε ο πατέρας σου. Δεν είναι εδώ.» Ο Μιχάλης ήρθε αμέσως. Είχε ήδη συναντήσει στο δρόμο έναν συγχωριανό και είχε ξεκινήσει κι εκείνος το ψάξιμο. «Προς τα που να πάμε μάνα;» «Πάμε προς το κοιμητήριο. Αναζητούσε το Γιώργο νωρίτερα.» «Λες; Πάμε».

Χτυπούσε την πόρτα στο κλειστό σπίτι, αλλά δεν ήταν κανείς, αφού ο Πέτρος δε ζούσε πια και τα παιδιά του έρχονταν μόνο τα καλοκαίρια. Προσπαθούσε να δει αν άνοιξε κάποιο φως μέσα από το σπίτι, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. «Μα που πήγαν όλοι»; αναρωτήθηκε. Έτρεμε. Τα ρούχα του έσταζαν. «Κουράστηκα πολύ. Ας κάτσω λίγο, θα τους περιμένω, κάπου θα έχουν πάει». Με πολύ κόπο και χάνοντας τελικά την ισορροπία του, έκατσε με δύναμη καταμεσής του δρόμου με τη βροχή να πέφτει καταρρακτώδης πάνω του. Είχε παγώσει, είχε κουραστεί, δεν ήξερε που ήταν, πως να γυρίσει πίσω, γιατί ήταν εκεί. Ξάπλωσε και ένιωσε την υγρή και παγωμένη άσφαλτο στην πλάτη του, τη βροχή στο πρόσωπό του. Έκλεισε τα μάτια του, σταύρωσε τα ξυλιασμένα του χέρια στο στήθος του και αφέθηκε. Στο κρύο, στη βροχή, στο θάνατο.

«Παναγία μου τι είναι αυτό μέσα στη μέση του δρόμου; ο πατέρας σου είναι»; ούρλιαξε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και έτρεξαν προς το μέρος του. Ο Μιχάλης έπεσε στα γόνατα και άρχισε να τον ψαχουλεύει. Να βρει ανάσα, παλμό, ζωή. Τα χέρια του παγωμένα, αλλά ο κορμός του ευτυχώς ήταν ακόμα ζεστός. Μισάνοιξε τα μάτια του και τους κοίταξε. Ανακουφίστηκαν. «Πατέρα πονάς; Έχεις χτυπήσει;» Τα έβλεπε όλα θολά. Η βροχή δεν τον άφηνε να δει καλά. Δεν ένιωθε πόνο, μόνο κρύο στο σώμα του και στην ψυχή του. Οι φωνές όμως ήταν γνώριμες. Ένιωθε τη ζεστασιά τους, την αγάπη τους, την ανησυχία τους. Σχεδόν αμέσως έφτασε και ο συγχωριανός και τους βοήθησε να τον βάλουν στο αμάξι. Με το που τον έβαλαν μέσα στο αυτοκίνητο ξέσπασε σε κλάματα. Δεν ήξερε γιατί. Απλά όλα όσα ένιωθε και δεν καταλάβαινε ανέβηκαν στο λαιμό του, έγιναν κόμπος και τον έπνιξαν. Κοίταξε την αγαπημένη του στα μάτια. “Έψαχνα το παιδί Μαρία”. “Το ξέρω. Μην ανησυχείς. Είναι καλά. Όλα είναι καλά” τον καθησύχασε.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top