Fractal

Το Ιερό και η «ανίερη» προέλευσή του

Γράφει Μύρων Ζαχαράκης //

 

“Η βία και το ιερό”, René Girard, Μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Πλέθρον 2017, Σελ. 528

 

Ο Ρενέ Ζιράρ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της εποχής μας και το προκλητικό και πολυδιάστατο έργο του εξακολουθεί σήμερα να πυροδοτεί συζητήσεις και προβληματισμούς. Επηρεασμένος από τον Nietzsche, χαρακτηρίστηκε συνάμα ως Χριστιανός φιλόσοφος εξαιτίας της θετικής έμφασης που έδωσε με το έργο του στον Χριστιανισμό, αλλά και στο θρησκευτικό φαινόμενο εν γένει. Το βιβλίο με το οποίο εγκαινιάζεται ο ριζοσπαστικός στοχασμός του πάνω στη γέννηση των θρησκειών και του πολιτισμού, αποτελεί η Βία και το Ιερό. Ο Ζιράρ ουσιαστικά επιχειρεί να εξηγήσει εδώ την προέλευση

ολόκληρου του πνευματικού πολιτισμού. Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο ιδιαίτερα τολμηρό και απαιτητικό. Πίσω όμως από τις περίπλοκες αναλύσεις και ερμηνείες του, βρίσκεται ένα καίριας σημασίας ερώτημα: τι είναι αυτό που επιτρέπει διαχρονικά στα ανθρώπινα όντα να αποφεύγουν την αλληλοεξόντωση; Η απάντηση είναι: μέσω της πρακτικής του εξιλαστήριου θύματος. Σύμφωνα με τον Ζιράρ, η καταγωγή της θρησκείας και όλου του πολιτισμού στηρίζεται στην πρακτική του εξιλαστήριου θύματος ή αλλιώς του αποδιοπομπαίου τράγου. Η φράση «αποδιοπομπαίος τράγος» αποτελεί προϊόν συμφυρμού του «ἀποδιοπομπέομαι» και του ορθού «ἀποπομπαῖος τράγος», που αναφέρεται στην πρακτική να αφήνεται κάθε επτά χρόνια ένας τυχαίος τράγος στην έρημο, από τον αρχιερέα στο αρχαίο Ισραήλ, με σκοπό να πάρει μαζί του τις αμαρτίες όλου του λαού εξαγνίζοντάς τον. Φυσικά, η χρήση του συγκεκριμένου όρου δεν είναι τυχαία. Ο Ζιράρ τον χρησιμοποιεί απολύτως συνειδητά. Ας δούμε λίγο πιο διεξοδικά τη θεωρία του.

Σύμφωνα με τον Ζιράρ, κάθε ανθρώπινη επιθυμία έχει μιμητική φύση. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι το αντικείμενο των επιθυμιών ενός ανθρώπου διαμορφώνεται με βάση τη μίμηση ενός προτύπου. Ακολουθώντας κανείς κάποιον/α που θεωρεί πρότυπο, αρχίζει να τον/την μιμείται και αποκτά επιθυμία για όσα εκείνος/η επιθυμεί. Οι άνθρωποι επιθυμούν τα ίδια πράγματα και ο ανταγωνισμός ανάμεσά τους είναι έντονος. Αυτή η κατάσταση , που ο Ζιράρ ονομάζει «διπλή αντιφατική προσταγή (“Double Bind”) οδηγεί σε σύγκρουση και τότε ξεσπάει βία ανάμεσα στα μέλη της κοινότητας. Αυτή την κατάσταση ονομάζει ο Ζιράρ «θυσιαστική κρίση». Μια θυσιαστική κρίση χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την κατάλυση κάθε ιεραρχίας και την εξομοίωση όλων με όλους. Για να αποτρέψουν την περαιτέρω εξάπλωση της βίας, οι άνθρωποι επιλέγουν ένα συγκεκριμένο θύμα, άνθρωπο ή ζώο, και το θυσιάζουν ομαδικά, αφού πρώτα το πείθουν ότι είναι ένοχο και ότι αξίζει να θυσιαστεί.

Ο Ζιράρ χρησιμοποιεί εδώ το παράδειγμα του προφήτη Ιωνά. Σύμφωνα με όσα μας λέει η Αγία Γραφή, ο Ιωνάς επέβαινε σε ένα πλοίο μαζί με άλλους ανθρώπους, μέχρι που ξέσπασε τρικυμία. Τότε οι επιβάτες έριξαν κλήρο και αφού εμφανίστηκε το όνομα του Ιωνά, εκείνος ομολόγησε ότι είναι ένοχος για την τρικυμία, με αποτέλεσμα να τον ρίξουν στη θάλασσα. Η απόφαση του ποιος θα είναι το θύμα λαμβάνεται κυριολεκτικά στην τύχη. Ο Ζιράρ υπενθυμίζει εδώ τον παλιό γαλλικό παιδικό τραγουδάκι «ήταν ένα μικρό καράβι», που έχει τον χαρακτηριστικό στίχο: «Και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος θα φαγωθεί» (βλ την ιστορία της φρεγάτας Méduse, που τραγουδιέται ασυναίσθητα και στη γλώσσα μας). Κριτήριο είναι μάλλον το πόσο ανυπεράσπιστο είναι το θύμα, παρά το αν με κάποιον τρόπο φταίει για ό,τι κακό έχει συμβεί. Πάντως, αφού επέλθει η ευδαιμονία μέσα στην κοινότητα, οι άνθρωποί της αρχίζουν να πιστεύουν πως το ίδιο το θύμα την έφερε. Γεννιέται έτσι η αναδρομική λατρεία του θύματος και η εμφάνιση της θρησκείας είναι πλέον γεγονός. Αργότερα, οι άνθρωποι επιδιώκοντας να διατηρήσουν αυτή την ευδαιμονία της κοινότητας, προβαίνουν σε μια τελετουργική αναπαράσταση της εξιλαστήριας θυσίας. Η τελετουργική βία αποτελεί αναπαράσταση της εξιλαστήριας βίας και το τελετουργικό θύμα συμβολίζει το εξιλαστήριο. Ο Ζιράρ σημειώνει ότι ενώ το εξιλαστήριο θύμα προερχόταν από την κοινότητα, το τελετουργικό θύμα ήταν εκτός κοινότητας. Στόχος της τελετουργικής βίας είναι και πάλι να κατασιγάσει τη βία που απειλεί να εξαπλωθεί ως μολυσματική νόσος σε ολόκληρη την κοινότητα. Με τον ομαδικό φόνο του τελετουργικού θύματος, εμφανίζεται η ομοθυμία μέσα στην κοινότητα, καθώς τα μέλη τους ταυτίζονται μεταξύ τους μέσω της μίμησης και σκοτώνουν αυτό που θεωρούν υπεύθυνο για το αρχικό ξέσπασμα της βίας. Ο πολιτισμός παρεμποδίζει τη σύγκλιση επιθυμιών που κάνει το Double Bind, διασώζοντας την κοινωνία από μια πιθανή έκρηξη βιαιοτήτων. Όλη αυτή η διαδικασία αποσκοπεί, σύμφωνα με τον Ζιράρ, στο να αποκρύψει από τους ανθρώπους τη δυσάρεστη και οδυνηρή διαπίστωση ότι υπεύθυνοι για το ξέσπασμα της βίας είναι οι ίδιοι και όχι κάτι άλλο έξω από αυτούς.

Ο Ζιράρ μεταχειρίζεται μια γλαφυρή παρομοίωση: κάθε κοινότητα ανθρώπων τείνει να αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως ένα σκάφος που είναι μόνο μέσα στον απέραντο ωκεανό, ο οποίος είναι άλλοτε γαλήνιος και άλλοτε φουρτουνιασμένος. Για να μη βουλιάξει, πρέπει να υπακούσει στους κανόνες που ο ίδιος ο ωκεανός επιβάλλει. Ωστόσο, όσο και αν επαγρυπνά κανείς, το σκάφος τρυπάει και το νερό διεισδύει μέσα. Μοναδικός τρόπος αποφυγής του ναυαγίου, είναι οι συχνά επαναλαμβανόμενες τελετουργίες. Μια πρωτόγονη κοινωνία, καθώς δε διαθέτει δικαστικό σύστημα, είναι άμεσα εκτεθειμένη στην κλιμάκωση της βίας, αντιμετωπίζοντας μέχρι και τον κίνδυνο της ολικής εκμηδένισης. Αυτό είναι που αποκαλεί ο Ζιράρ «θυσιαστική βία». Ενώ λοιπόν στις μοντέρνες κοινωνίες η οποιαδήποτε δημόσια τιμωρία στηρίζεται στην αρχή της ενοχής και της αμοιβαιότητας, η οποία στηρίζεται στη μονοπωλιακή χρήση βίας από το δικαστικό σύστημα, η τιμωρία στις πρωτόγονες κοινότητες δεν είναι έτσι: ο φόβος του φαύλου κύκλου πιθανών αντίποινων ωθεί τους πρωτόγονους να τερματίζουν τη βία μέσω του διαφορετικού. Ο φόβος της εκδίκησης και του φαύλου κύκλου που αυτή προκαλεί, είναι φόβος άγνωστος για μας. Αντίθετα, είναι υπαρκτός σε κάθε πρωτόγονη κοινωνία. Όπως μας λέει ο Ζιράρ:

 

 

«Τα ομογενή ζώα δεν μάχονται ποτέ μέχρι θανάτου· ο νικητής δεν σκοτώνει τον νικημένο. Το ανθρώπινο είδος στερείται αυτής της προστασίας. Στη θέση του ατομικού βιολογικού μηχανισμού μπαίνει ο συλλογικός και πολιτισμικός μηχανισμός του εξιλαστήριου θύματος. Δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς θρησκεία, επειδή χωρίς αυτήν καμία κοινωνία δεν θα ήταν εφικτή».

 

Σύμφωνα με τον Ζιράρ, πρέπει να αναγνωρίσουμε τη ριζική εξάρτηση της ανθρωπότητας από τη θρησκεία, δηλαδή την άσκηση τέτοιων τελετουργιών, καθώς εκείνη υπαγορεύει στους ανθρώπους όσα πρέπει να κάνουν ή να αποφύγουν προκειμένου να εμποδίσουν την επιστροφή της καταστροφικής βίας στην κοινότητα. Κάθε θυσιαστική τελετουργία έγκειται σε δύο μορφές υποκατάστασης: αφενός υποκαθιστά όλα τα μέλη της κοινότητας με ένα μόνο θύμα και αφετέρου υποκαθιστά το εξιλαστήριο θύμα με ένα θυσιαστικό θύμα. Η τελετουργική θυσία αποτελεί μια ανακριβής μίμηση της ιδρυτικής βίας. Με την υπόθεση της ομόθυμης και ιδρυτικής βίας, ο Ζιράρ επιχειρεί να ερμηνεύσει την ενότητα του κακοποιού και του ευεργετικού, που απαντάται στις θεότητες κάθε πρωτόγονης θρησκείας και μυθολογίας. Τα θύματα των θυσιών δεν προέρχονται από την κοινότητα, αφού κάτι τέτοιο θα πυροδοτούσε ίσως την περαιτέρω αύξηση της βίας (πχ ίσως ακολουθούσε η εκδίκηση εκ μέρους κάποιου συγγενικού του προσώπου) αλλά βρίσκονται εκτός αυτής. Ενδεχομένως να είναι αιχμάλωτοι από άλλη φυλή, που έχουν συλληφθεί ύστερα από σύγκρουση. Ωστόσο, αν το θύμα δεν πρέπει να ανήκει στην ίδια φυλή με αυτούς που πρόκειται να το θυσιάσουν, δεν πρέπει να τους είναι και εντελώς ξένο. Γι’ αυτό και προτού συμβεί η θυσία, το θύμα εισάγεται κατά κάποιον τρόπο στην κοινότητα και καλείται να συναναστραφεί τα μέλη της για ένα διάστημα πριν την εκτέλεσή του. Ίσως πάλι το θύμα να προέρχεται μεν από την κοινότητα, αλλά να είναι κάποιο περιθωριακό μέλος της: ένας δούλος, ένα παιδί, ή ακόμη και κάποιο ζώο. Πάντως, αφού το θύμα σκοτωθεί, τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Ενώ πριν η κοινότητα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της εξόντωσης, τώρα έχει πλέον αναγεννηθεί μέσα σε μια ανανεωμένη πολιτισμική τάξη. Η ζωή συνδέεται έτσι αναπόσπαστα με τον θάνατο και ο θάνατος νοείται ως μέσο μετάβασης σε μια νέα ζωή. Σύμφωνα με τον Ζιράρ, η μοναρχία και οι δικαστικοί θεσμοί αντλούν την προέλευσή τους από αυτό το πανάρχαιο σύστημα της εξιλαστήριας βίας.

 

Rene Girard

 

Επιχειρώντας να εντοπίσει ίχνη αυτών των πρακτικών, ο Ζιράρ σχολιάζει εκτενώς την αρχαία τραγωδία, επικεντρωνόμενος σε δύο σημαντικότατα έργα: τον Οιδίποδα τύραννο του Σοφοκλή και τις Βάκχες του Ευριπίδη. Συνομιλεί επίσης με τη σκέψη του πατέρα της ψυχανάλυσης, Σίγκμουντ Φρόυντ. Αντίθετα με όσα λέει η ψυχανάλυση, ο Ζιράρ λέει πως δεν είναι η libido η πρωταρχικότερη τάση που χαρακτηρίζει τον ενδότερο ψυχισμό του ανθρώπου αλλά η βία. Συγκεκριμένα, στο γνωστό βιβλίο του Τοτέμ και Ταμπού, στηριγμένος κυρίως στις εθνολογικές έρευνες του Φρέιζερ για τη ζωή των «πρωτόγονων» λαών στα νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού, ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι η θρησκεία, η ηθική και η οργανωμένη κοινωνία έχουν όλες την καταγωγή τους σε έναν συλλογικό φόνο του μακρινού παρελθόντος του ανθρώπου. Η φροϋδική υπόθεση είναι η εξής: μέσα στην «πρωτόγονη ορδή» (όρος που χρησιμοποίησε αρχικά ο Δαρβίνος, προκειμένου να αναφερθεί στην απλούστερη κοινωνική δομή που υπήρχε κατά τους προϊστορικούς χρόνους) ένας βίαιος και ζηλότυπος πατέρας διώχνει από την οικογένεια τους γιους του μόλις μεγαλώνουν. Τελικά, οι γιοι του συσπειρώνονται και μια μέρα τον σκοτώνουν και τον καταβροχθίζουν. Έπειτα νιώθουν όμως μεταμέλεια για το έγκλημά τους και κάνουν υπακοή εκ των υστέρων, αποκηρύσσουν την πράξη τους ως εσφαλμένη και αρνούνται τα οφέλη της: απαγορεύουν το σκότωμα ενός ζώου που θεωρείται υποκατάστατο του πατέρα και παραιτούνται από την κατοχή των γυναικών. Παρά την κριτική που έχει γίνει στην παραπάνω υπόθεση (πχ από τον Μαλινόβσκι) το μεγάλο λάθος της ψυχανάλυσης ήταν ότι απέρριψε την εικασία για τον συλλογικό φόνο ως άστοχη. Στην πραγματικότητα, εδώ ο Φρόυντ είχε δίκιο: ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός προέρχεται από έναν συλλογικό φόνο. Ωστόσο, η έμφασή του στη libido τον ώθησε προς άλλα μονοπάτια και δεν έφτασε τον συλλογισμό του ως το τέλος, λέει και πάλι ο Ζιράρ. Η κριτική που ασκεί στον Φρόυντ δεν αποσκοπεί στην απαξίωση του φροϋδικού έργου, αλλά στην ανάδειξή του και στη διάκριση των εύστοχων παρατηρήσεων που αυτό έχει προσφέρει, από τις όποιες παραμορφώσεις έχει υποστεί από την ψυχανάλυση.

Πράγματι, ο Ζιράρ είναι πεπεισμένος όχι μόνο πως το φροϋδικό έργο είναι κάτι που υπερβαίνει το στενό πλαίσιο της ψυχανάλυσης, αλλά και πως ό,τι καλύτερο έχει να πει ο Φρόυντ βρίσκεται εκτός αυτής. Σύμφωνα με τον Ζιράρ, ο Φρόυντ πλησίασε εξαιρετικά τις δύο κύριες ανακαλύψεις που τελικά ο ίδιος ο Ζιράρ έκανε: στα Δοκίμια ψυχανάλυσης (όπου περιλαμβάνεται το Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ, καθώς και το Εγώ και το Αυτό) πλησίασε τη μιμητική φύση των ανθρώπινων επιθυμιών, ενώ στα Τοτέμ και Ταμπού και Ο άνδρας Μωυσής και η μονοθεϊστική θρησκεία λίγο έλειψε να συλλάβει την έννοια της ιδρυτικής βίας. Ο λόγος που ο Φρόυντ δεν προχώρησε στις δύο μεγάλες ανακαλύψεις του και έτσι παρέμεινε ανίδεος για τη μεγάλη επανάσταση την οποία ο ίδιος ανήγγειλε, ήταν ακριβώς η ενδόμυχη άρνησή του, λόγω της ουμανιστικής του παιδείας, να αναγνωρίσει τη ριζική εξάρτηση της ανθρωπότητας από τη θρησκεία.

Αντίστοιχη είναι η κριτική του Ζιράρ απέναντι στον Λεβί Στρως, τον στρουκτουραλισμό, καθώς και τον ιστορικό Γιόχαν Χουιζίνγκα. Σύμφωνα με τον τελευταίο, ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένος ήδη από τη γέννησή του, με το παιχνίδι, το οποίο, όπως ορίζει ο ίδιος, είναι μια ελεύθερη και αφιλοκερδής δραστηριότητα που γίνεται έξω από τη «συνηθισμένη» ζωή σε ειδικό χρόνο και χώρο, αλλά και με ευταξία μέσα από καθορισμένους κανόνες. Το παιδικό παιχνίδι περιέχει τον τύπο του παιχνιδιού στην πιο καθαρή μορφή του. Εντοπίζοντας ίχνη παιχνιδιού στην μακραίωνη πολιτισμική δημιουργία (πολεμικοί αγώνες, μουσική, χορός, ποίηση, φιλοσοφία, αριστοκρατικά ήθη διαβίωσης) των λαών, ο Χουιζίνγκα συμπεραίνει πως ο ίδιος ο ανθρώπινος πολιτισμός γεννιέται (μέσα) στο παιχνίδι και ως παιχνίδι, τον χώρο του οποίου ουδέποτε εγκαταλείπει εντελώς, παρόλο που όταν γίνεται κοινωνικά και οικονομικά συνθετότερος, οι περιοχές του παιχνιδιού τείνουν να αποδυναμώνονται. Ο Ζιράρ ανατρέπει όμως αυτή την εικασία του Huizinga: στην πραγματικότητα, λέει, δεν πρέπει να αναγάγουμε την προέλευση της θρησκείας στο παιχνίδι αλλά αντίθετα, να αναγνωρίσουμε τη θρησκευτική προέλευση του παιχνιδιού, το οποίο απλώς αναπαράγει ορισμένες πλευρές της θυσιαστικής κρίσης.

Προχωρώντας στις περίφημες «τελετουργίες μετάβασης», που περιέγραψε εκτενώς ο Arnold Van Gennep, ο Ζιράρ ισχυρίζεται ότι αυτές αποσκοπούν στην προφύλαξη της κοινότητας από την κατάλυση κάθε ιεραρχίας που κυριαρχεί κατά την εποχή της θυσιαστικής βίας. Οι πρωτόγονοι λαοί κυριολεκτικά τρέμουν την αλλαγή και γι’ αυτό θέλουν κάθε είδους μετάβαση να συνοδεύεται από μια σειρά τελετουργιών, συχνότατα βίαιων, που προειδοποιούν κατά κάποιον τρόπο τους νεώτερους και ενσταλάζουν μέσα τους την υπακοή στο παραδεδεγμένο, στο έθιμο. Τέλος, ο Ζιράρ ισχυρίζεται πως τόσο η βία όσο και το ιερό εξακολουθούν να επιβιώνουν στις μοντέρνες κοινωνίες μας, μόνο που πλέον λαμβάνουν διαφορετικές μορφές.

Οι πρώτοι εθνολόγοι-κοινωνικοί ανθρωπολόγοι αντιμετώπισαν τις λεγόμενες «πρωτόγονες» φυλές με κάποια δόση ευρωκεντρισμού και περιφρόνησης: κάποιοι από αυτούς θεώρησαν ότι η «πρωτόγονη» σκέψη τους αποτελεί μια μορφή πρώιμης και ατελούς επιστήμης, ενώ άλλοι έθεσαν τοποθέτησαν τη διαφορά κάπως μακρύτερα, αντιμετωπίζοντάς την ως προ-λογική. Ο φιλόσοφος Ερνστ Κασίρερ διατύπωσε την άποψη ο μύθος αποτελεί την λεκτική περιγραφή και εκ των υστέρων σημασιοδότηση των μυστικιστικών τελετών, οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο από τη δραματοποίηση του ανθρώπινου θαυμασμού και φόβου μπροστά στα μεταβατικά φαινόμενα της ζωής, κυριότερο των οποίων είναι ο θάνατος. Αυτοί οι στοχαστές έκαναν λάθος, σύμφωνα με τον Ζιράρ. Σε τελική ανάλυση, συνεχίζει, η περιφρόνηση με την οποία τείναμε να προσεγγίζουμε τους πρωτόγονους μαρτυρά περισσότερο τη δική μας άγνοια για το γεγονός ότι κατά βάθος μοιάζουμε με αυτούς.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top