Fractal

«Σαν να μην υπήρξαμε ποτέ…»

Γράφει ο Νώντας Τσίγκας //

 

Μόδης Γούναρης, «Ατελείς καταστάσεις», Πανοπτικόν 2023, σελ 290.

 

Ο ψυχίατρος, συγγραφέας, ζωγράφος και αεί αντιεξουσιαστής και κοινωνικός ακτιβιστής Μόδη Γούναρη επανακάμπτει με τις «Ατελείς καταστάσεις» του. Η διόλου ευκαταφρόνητη βιβλιοπαραγωγή του συγγραφέα, ως τα τώρα, περιλαμβάνει: μια συλλογή  ποιημάτων, χωρίς γενικό τίτλο,  που εκδόθηκε το 1999. Ένα βιβλίο με παραμύθια με τον τίτλο «Μαγικά φίλτρα για μαρμαρωμένους ταξιδιώτες» το 2000. Και αυτό, όπως και το προηγούμενο, τυπώνονται στο Παλίμψηστον.  Ακολουθούν οι «Παρεξηγήσεις» από το Βιβλιοπέλαγος το 2008, «Η συνέχεια που πήγαινε» το 2010 και «Οι εχθροί της χαράς» το 2012 από το Πανοπτικόν. Ένα μικρό παραμύθι με δική του εικονογράφηση από τις Εκδόσεις του βιβλιοπωλείου «Το Κεντρί», το 2015. Οι «Αταξίες» το 2018 και οι τωρινές «Ατελείς καταστάσεις» που τυπώθηκαν και πάλι από το Πανοπτικόν. Όλα τα εξώφυλλα των βιβλίων, εκτός από αυτό στις «Παρεξηγήσεις» κοσμούνται από ζωγραφικά έργα του συγγραφέα, με τα ονειρικά και κατά κανόνα δυστοπικά τοπία που αυτός φιλοτεχνεί.

Το μυθιστόρημα του Γούναρη, έργο με σπονδυλωτή δομή, διατρέχει χρονικά μια περίοδο ογδόντα και πλέον χρόνων της  σύγχρονης Ελλάδας από τα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής μέχρι σήμερα. Οι ήρωες και οι επίγονοί τους, δεύτερης και τρίτης γενεάς, συχνά επανακάμπτουν σε flash back, συναντιούνται, έλκονται ή απωθούνται, συγκρούονται, συνοδοιπορούν σε κοινούς αγώνες, ερωτεύονται και χωρίζουν κάτω από την επίδραση των νόμων του τυχαίου, δηλαδή «της μοίρας.

Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο με την παρεμβολή κάποτε ζωντανών διαλόγων ή εξομολογήσεων. Συχνά μέσα στο μυθιστόρημα παρεμβάλλονται, με τη μέθοδο του εγκιβωτισμού, μεγάλες παράγραφοι δοκιμιακού λόγου ή πολιτικών απόψεων, μεμονωμένες φράσεις-αποσπάσματα άλλων κειμένων ή κομμάτια εσωτερικού μονόλογου.  Θέμα του βιβλίου οι κύκλοι των ματαιώσεων που δημιουργούν τις «ατελείς καταστάσεις». Κύκλοι του νερού που ανοίγουν και κλείνουν στην ακύμαντη επιφάνεια της συμβατικής  ανθρώπινης  ζωής. Άλλοτε σβήνουν ήσυχα κι άλλοτε δημιουργούν δίνες που καταπίνουν τους πρωταγωνιστές.

Οι ήρωες του βιβλίου βυθίζονται, κάποτε απελπισμένα, μέσα στην προσπάθεια εμπέδωσης της αγάπης, της αναζήτησης του έρωτα. Αγωνίζονται για μια δικαιοσύνη στον κόσμο, για την αλήθεια, την ηθική τάξη και ίσως προσπαθούν να δώσουν και να λάβουν συγχώρεση. Ζουν στις παρυφές της ουτοπίας. Προβάλλουν απέναντι στις ματαιώσεις—δηλαδή τις «Ατελείς καταστάσεις» που διέπουν το ανθρώπινο πέρασμα στον κόσμο— τον αλτρουισμό, την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη. Η υπαρξιακή αγωνία κάποτε πλημμυρίζει τις ζωές τους. Η Λίνα εξομολογείται τηλεφωνικά στην αδελφή της Ηρώ για την πρώτη εντύπωση που αποκομίζει από τον Μάρκο που μόλις έχει γνωρίσει:

«Ενδιαφέρων τύπος φαίνεται, αλλά και πολύ αγχωμένος. Και αν σου πω με τι;»

«Λέγε λοιπόν».

«Με την ύπαρξη, κυρά μου. Με την ύπαρξη».

Η διακειμενικότητα με οδηγεί στους στίχους του αγαπημένου μου ποιητή Νίκου Καρούζου:

Δέν σὲ βλέπω ἀπόψε καλά. Τί ἔχεις;

                                     Ἔχω ὕπαρξη.

Ο Θεός επίσης ερώτημα αναπάντητο. Ο Μάρκος εξομολογείται στο φίλο του:

Θεωρώ τον εαυτό μου εντελώς άθεο. Όμως ρε Διονύση, διαπιστώνω ότι έχω κάποιον θεό μέσα μου. Τώρα ποιοι και πώς μου τον έβαλαν είναι ένα μεγάλο θέμα.  Η λέξη θεός στο κείμενο με μικρό θήτα.

Η διακειμενικότητα πάλι με οδηγεί τούτη τη φορά στον επίσης άθεο Ίωνα Δραγούμη και στα αδημοσίευτα, δικά του ημερολόγια. Σ’ αυτά, μετά το 1902, ο Θεός αναφέρεται με μικρό θήτα:

Ὅλη ἡ ζωή τοῦ μυαλού μου εἶνε ἡ θρησκεία μου, ὁ θεός μου· μὰ καὶ ὁ θεός ἀποκοιμιέται καὶ τότε μένω ἔρημος, σὰν ξύλο ριγμένο στὸν ὠκεανό.

Το αυτοβιογραφικό στοιχείο γίνεται φανερό ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου. Εδώ, περιγράφεται  η επίσκεψη του Μάρκου (προφανέστατα πρόκειται για το alter ego του συγγραφέα) στο σπίτι της μητέρας του η οποία διελαύνει πια το τελικό στάδιο  της άνοιας. Καθόλου βέβαια τυχαίο το γεγονός πως η άρρωστη γυναίκα λέγεται Άννα όπως και η μητέρα του συγγραφέα που επίσης έπασχε από άνοια στα τέλη της ζωής της και έτυχε υποδειγματικής φροντίδας από τα χέρια του γιού της. Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η παρεμβολή μερικών παραγράφων με σκέψεις περί του είναι και του χρόνου. Πού λοιπόν οριοθετείται το τέλος της ζωής; Εκεί που οδηγούν οι φαινομενικά κυκλικές διαδρομές, που δεν αποκλίνουν διόλου από τη μοναδική συντεταγμένη που οδηγεί στο σημείο μηδέν, στην καίρια  στιγμή του βιολογικού θανάτου του καθενός;  Μήπως ο χρόνος έχει τελειώσει όμως από τη στιγμή που δεν λειτουργεί άλλο η μνήμη; Ή μήπως η ζωή τελειώνει από τη στιγμή που ο λόγος έχει αποδιοργανωθεί, αποδομηθεί, κατακερματιστεί και έχει οδηγηθεί σταδιακά από τις νοηματικά άρτιες φράσεις σε ελάχιστες και φτωχές λέξεις («άψυχες λέξεις χωρίς περιεχόμενο, χωρίς ιστορικότητα») ή,  ακόμα χειρότερα, έχει καταλήξει σε συλλαβές, σε άναρθρες κραυγές, στην πλήρη αφασία και την αλαλία; Σε μια προσπάθεια επικοινωνίας ο Μάρκος ρωτά τη μητέρα του να του απαντήσει αν είναι πρωί ή βράδυ. Και παίρνει ως απάντηση τη λέξη «Πρωράδυ». Ιδού λοιπόν μια ανύπαρκτη, ατελής, ματαιωμένη λέξη. Που θα πει ίσως και πρωί και βράδυ μαζί, και αρχή και τέλος. Και φως και σκοτάδι. Και ζωή και θάνατο. Ίσως αυτός θα ήταν και ο πιο τίτλος του βιβλίου.

Ο Μάρκος, η Άννα, η Μερόπη, ο Ορφέας, η Λίνα, ο Παντελής, ο Διονύσης είναι τα πρόσωπα που φωτίζονται περισσότερο και πρωταγωνιστούν στο βιβλίο του Γούναρη.

Η Μερόπη. Η μαυροντυμένη και το αθεράπευτο πένθος της. Η χρόνια και βαθιά της μελαγχολία. Η δύσκολη ζωή της τυλιγμένη σε αχλύ σιωπής. Οι γονείς της έχουν εκτελεστεί στην κατοχή από τους Γερμανούς με τη συμβολή των δωσίλογων συγχωριανών τους Παπαδοπουλαίων. Ο Ορφέας, ο νέος που αυτή ερωτεύεται, σκοτώνεται (μα όχι ακριβώς…) σε κάποια αποτυχημένη επιχείρηση των ανταρτών εναντίον του αστυνομικού τμήματος του χωριού. Η Μερόπη όταν πληροφορείται το θάνατο εκείνου καταφεύγει σε κάποιο νησί του Αιγαίου, σ’ ένα ψαροχώρι,  όπου παντρεύεται τον Τάσο, έναν ντόπιο και γεννά το παιδί τους (μα όχι ακριβώς…). Δεν χρειάζεται προσπάθεια για να αντιληφθεί  κανείς πως η νεαρή γυναίκα αυτοεξορίζεται στο μικρό νησί. «Έφυγε γιατί δε γινόταν αλλιώς» όπως είπε η ίδια κάποτε, με λακωνικό τρόπο, στη θυγατέρα της.  Επειδή γνώριζε τη μοίρα που την περιμένει με τις περίφημες, «κολυμβήθρες εθνικοφροσύνης» στους άγριους εκείνους καιρούς που είχαν στηθεί στα άγονα νησιά. Γιατί ήθελε να κρύψει από τον έλεγχο της αδίστακτης «κοινής γνώμης» το παιδί που κουβαλούσε στα σπλάγχνα της… Και γιατί αποφάσισε να ενταφιάσει το παρελθόν της. Και παύοντας να μιλά γι’ αυτό, νόμιζε πως έσβηνε τα ίχνη της στη στεριά και στον κόσμο επάνω.

Η Άννα. Θυγατέρα της Μερόπης, φιλόλογος, μητέρα του Μάρκου. Ανήκε στη γενιά του Πολυτεχνείου. Ερωτεύτηκε τον Νίκο, παντρεύτηκε όμως τον Παντελή δέκα χρόνια μεγαλύτερό της συνάδελφο μαθηματικό. Τώρα, «δεν θυμόταν το όνομα του παιδιού της ούτε και την ιδιότητά του». Είχε πλήρη αδυναμία να προσανατολιστεί σε τόπο και σε χρόνο όπως και στα στοιχεία της δικής της ταυτότητας. «Κάποτε είχε όμορφα γαλάζια μάτια. Τωρα το βλέμμα της ήταν άδειο». Ο Μάρκος έβλεπε πως ἡ μάνα του συνέχιζε απλώς να «υπάρχει» μέσα σε μια απουσία εαυτού. Άλλοτε γυναίκα με ισχυρό χαρακτήρα, δυναμική, συχνά εξουσιαστική, μεγάλωσε, έζησε και πέθανε μέσα σ’ ένα μεγάλο θυμό. Η μάνα της απρόσιτη σχεδόν, κλεισμένη στο βουβό, δίχως λύτρωση, πένθος. Φωτογραφίες του πατέρα της Τάσου δεν είχε δει ποτέ ορφανεμένη από δυό χρονών (μα όχι ακριβώς…).

«Μαμά γιατί δεν μιλάς καθόλου; Κάθε φορά νιώθω σαν να σου βγάζω με το τσιγκέλι ό,τι έχει να κάνει με το τότε».

Και σ’ ένα ανεπίδοτο γράμμα προς της μητέρα της Μερόπη, κρατημένο μέσα στο συρτάρι της πεθαμένης Άννας, ο Μάρκος θα διαβάσει, μεταξύ άλλων, τα παρακάτω σπαρακτικά λόγια:

«Όμως μαμά εσύ δεν έρχεσαι. Και να σου πω, νιώθω κάποιες φορές κουραστική που στο λέω και στο ξαναλέω. Είναι σκληρό αυτό που θα σου πω αλλά με κάνεις να αισθάνομαι ότι ζητιανεύω την αγάπη σου. Θυμώνω πολύ…» Η Άννα φαίνεται θέλησε να υπερασπιστεί με λάθος τρόπο την αγάπη που της οφειλόταν και να τη διεκδικήσει από τους λάθος ανθρώπους. Ο Μάρκος σκέφτεται αργότερα κρίνοντας τη σχέση με τη μητέρα του: «Έμοιαζε να θέλει να επιβάλει την παρουσία, τις ιδέες, ακόμα και την αγάπη της στους κοντινούς της ανθρώπους. Όσο ήταν μικρός προσπαθούσε να του επιβληθεί με όποιον τρόπο. Από την πειθώ και τον εξαναγκασμό μέχρι τον εκβιασμό και τη βία. Όταν μεγάλωσε εκείνος της το ανταπέδωσε με το δυναμισμό της εφηβείας. Ο ματαιωμένος που ματαιώνει την ματαιωμένη που τον ματαίωσε».

 

Μόδης Γούναρης

 

O Μάρκος. Δικηγόρος, αντιεξουσιαστής. Ματαιωμένος από τη μητέρα του Άννα ματαιώνει κι ο ίδιος με τη σειρά του εκτός από εκείνη και τον πατέρα του Παντελή, «τον υποταγμένο, τον υπόδουλο», καθώς λέει, που δεν όρθωσε ποτέ το ανάστημά του απέναντι σ’ εκείνην. Ο Μάρκος μας συστήνεται μ’ ένα διαζύγιο ήδη στο ενεργητικό του και μια νίκη απέναντι στον καρκίνο που του διαγνώστηκε έγκαιρα. Δραστηριοποιείται στο «στέκι των μεταναστών». Συναντιέται με τον Διονύση. Ο Μάρκος επιδιώκει να προσφέρει φροντίδα «στους ξένους» με τον ίδιο τρόπο που την πρόσφερε στη μητέρα του. Αξεχώριστα και με το ίδιο πάθος σε κάθε αναγκεμένο. Θα υπηρετήσει την αλήθεια, την ηθική τάξη, τη δικαιοσύνη μέσα από την δημόσια «υπηρεσία για την καταπολέμηση της διαφθοράς». Η επιτυχία του να καταφέρει να παραπεμφθεί για απάτες και κατάχρηση δημοσίου χρήματος ένας επώνυμος πολιτικός παράγων (ο Παπαδόπουλος) του προσφέρει μεγάλη ηθική ικανοποίηση. Δεν γνωρίζει όμως από την αρχή πως έχει καταφέρει να εκδικηθεί και το θάνατο τον προπαππούδων του αφού στέλνει στα χέρια της δικαιοσύνης έναν γόνο των δοσιλόγων Παπαδοπουλαίων. Ο Μάρκος θα συναντηθεί με τη Λίνα.

Ο Διονύσης, άνθρωπος με έντονη πολιτική δραστηριοποίηση στο παρελθόν, συστρατεύεται με τον Μάρκο κάτω από τα γενικά προτάγματα: αντικαπιταλισμός, αντιρατσισμός, αντιφασισμός, δικαιοσύνη, ισονομία, άμεση δημοκρατία. «Το στέκι των προσφύγων» για εκείνον αποτελεί το μείζον διακύβευμα: «το τελευταίο ανάχωμα πριν από τον μηδενισμό». Ο Διονύσης κατατρύχεται από μια μόνιμη ενοχή-μια αίσθηση ενός μόνιμου χρέους. Ενοχή, για ποιο πράγμα; Λέει: «Ίσως γι’ αυτό που δεν υπήρξα. Αυτό που δεν μου αναγνώρισαν, που δεν με αξίωσαν εκείνα τα χρόνια. Δεν ήμουν για τους άλλους, αρκετά καλό παιδί, καλός γιός, καλός μαθητής, καλός πολίτης». Μέσα από τις διαδικασίες που χωλαίνουν στο «στέκι»  ο Διονύσης θα στείλει το email της παραίτησής του που κλείνει με το γεμάτο συντριβή «Μένω εκτός». Στην εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος ο Διονύσης αποκτά έναν ανεψιό:  τον φίλο του Μάρκο, εγγόνι του Ορφέα αδελφού του πατέρα του, του οποίου καρπός του έρωτά του με τη Μερόπη υπήρξε η Άννα που πέθανε χωρίς να το γνωρίζει και χωρίς να το θυμάται…

Η Λίνα, που «την ενοχλεί ο κόσμος» και περιέργως της λείπει ο απόμακρος πάντοτε πατέρας της ιδίως μετά το διαζύγιο με την μητέρα της. Με ένα ιατρικό ιστορικό μυθοπλασιών και προσποιήσεων, που προσιδιάζει σε σύνδρομο Μινχάουζεν, η Λίνα όταν τελειώνει την κτηνιατρική πέφτει με τα μούτρα στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Κάποτε αναρωτιέται «γιατί δουλεύει τόσο πολύ;». Λατρεύει τα ζωάκια όχι όμως τόσο και τους ανθρώπους και γίνεται γλυκύτατα παραβατική απέναντι σε όσους τα κακοποιούν ή τα σκοτώνουν. Ώσπου συναντά τον Μάρκο…

Το λίαν ευρηματικό τέλος του βιβλίου, αυτή η ξαφνική και ξεχωριστή φωτοβολίδα λογοτεχνικότητας που ξεπήδησε από την πένα του Γούναρη, μας αφήνει να υποθέσουμε πως η Μερόπη δεν είχε πεθάνει στο νησί. Ίσως δεν είχε πάει κιόλας ποτέ εκεί, δεν είχε πάει πουθενά,  αφού είχε αυτοκτονήσει πηδώντας από ένα χαμηλό μπαλκόνι, πολλά χρόνια πριν, προτού γεννηθεί η Άννα, στο μέρος όπου γνώρισε τον άνθρωπο που ερωτεύθηκε, εκεί που πέθαναν με άδικο τρόπο οι γονείς της. Η Άννα δεν είχε γεννηθεί ποτέ κι επομένως ούτε κι ο Μάρκος. Ίσως τίποτε να μην υπήρξε. Το πένθος της Μερόπης είχε σαρώσει τα πάντα. Η μνήμη της Άννας τα είχε σβήσει όλα…

Σὰν νὰ μὴν ὑπήρξαμε ποτέ

Κι ὅμως πονέσαμε ἀπό τὰ βάθη,

μας γνέφει και πάλι ο Νίκος Καρούζος…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top