Fractal

Διήγημα: “Το βότσαλο”

Γράφει η Κατερίνα Παπαθεοφίλου // *

 

 

 

 

 

Το βότσαλο

 

Ένα βότσαλο είχε μπει ανάμεσα στα δάχτυλα του ποδιού της. Πως λέγονταν αλήθεια τα δάχτυλα του ποδιού σε αντιστοιχία με του χεριού; Αναρωτιόταν. Το μεγάλο θα είναι ο αντίχειρας, το επόμενο ο δείκτης και ούτε καθ’ εξής; Θεώρησε αστεία τη σκέψη, κοιτάζοντας το λευκό βότσαλο ανάμεσα σε «δείκτη» και «παράμεσο», και της ξέφυγε ένα γελάκι. Κοίταξε γύρω της αν ήταν κανείς, αλλά παρέμενε μόνη, ακουμπισμένη στο ανοιχτό πορτμπαγκάζ του παλιού πορτοκαλί σκαραβαίου. Οι δύο φίλοι και συνταξιδιώτες της πλατσούριζαν στα νερά του ποταμού λίγο πιο πέρα. Οι φωνές τους ανατάρασσαν που και που την ησυχία της φύσης.

Εκείνη για την ώρα προτιμούσε να κάτσει στο αυτοκίνητο. Είχαν παρκάρει στον επαρχιακό χωμάτινο δρόμο, παράλληλα του ποταμού κάτω από έναν πελώριο πλάτανο. Το τοπίο ήταν μαγικό. Πλάτανοι και έλατα εναλλάσσονταν σε άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων και σχημάτων και την έκαναν να χάνει την αίσθηση του χρόνου. Έκλεισε τα μάτια κι έμεινε ακίνητη να αφουγκράζεται τους ήχους γύρω της. Ο άνεμος ανάμεσα στις φυλλωσιές δημιουργούσε μια μοναδική μουσική. Ξάφνου ακούστηκε το κελάηδισμα ενός αηδονιού. Θυμήθηκε τη νονά της και τα καλοκαίρια που περνούσε μαζί της στο ορεινό χωριό της Κρήτης. Μεταξύ άλλων μυστικών της φύσης, της είχε μάθει να ξεχωρίζει και το κελάηδημα των αηδονιών. Μια σταλιά πουλάκι ήταν το αηδόνι. Έτσι καφετί, μικρούλι, αδιάφορο το νόμιζες, μέχρι που να ξεκινούσε το τραγούδι. Άνοιξε τα μάτια της και προσπάθησε να το εντοπίσει μέσα στις φυλλωσιές. Στάθηκε αδύνατον καθώς τα κλαδιά ήταν πολύ ψηλά.

Ξανάκλεισε τα μάτια και αφέθηκε. Ένιωσε τον εαυτό της στο χώρο. Έπαιρνε βαθιές ανάσες κι απολάμβανε τις μυρωδιές. Η μυρωδιά της υγρασίας υπερίσχυε μαζί με τη μυρωδιά του ρετσινιού. Τα χέρια της στήριζαν δεξιά και αριστερά τον κορμό της στο πορτμπαγκάζ ακουμπώντας στο φθαρμένο λάστιχο του αυτοκινήτου. Ανακάθισε και ένιωσε τα γυμνά της πόδια στο έδαφος. Τα χαλίκια έμπαιναν ανάμεσα στα δάχτυλα της και πίεζαν τις πατούσες της. Άλλα τη γαργαλούσαν και άλλα την πονούσαν. Έτσι ένιωθε και μέσα της εκείνο τον καιρό. Σα να είχε ένα χαλίκι κάπου στην καρδιά της. Το ένιωθε βαρύ και αιχμηρό, να την πληγώνει και να τη στεναχωρεί.

Αυτός ήταν και ο λόγος που ακολούθησε τους φίλους της σε αυτό το ταξίδι. Της έκανε εντύπωση πόσο γρήγορα τους είπε το ναι όταν της το πρότειναν. Η αλήθεια ήταν ότι είχε περάσει πολύ καιρό εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού αλλά και του μυαλού της. Η δουλειά της ήταν η μόνη διέξοδος σε μια κατά τα άλλα μακροχρόνια απομόνωση. Είχαν προηγηθεί απώλειες, πένθη, προβλήματα υγείας, ανεκπλήρωτοι έρωτες, άσπονδες φιλίες και απόγνωση. Οι μόνοι σταθεροί φάροι στη ζωή της ήταν αυτοί οι δύο άντρες. Φίλοι οι τρεις τους πολλά χρόνια, μαζί στις χαρές, μαζί και στα δύσκολα, με κοινό παρονομαστή το χιούμορ και το πείσμα, κατάφερναν να τα βγάζουν πέρα και να δένονται ακόμα περισσότερο. Η ιδέα του road trip κλωθογύριζε πολύ καιρό στις κουβέντες τους και ουσιαστικά αποφασίστηκε εν μια νυκτί. Ο σκαραβαίος ήταν μαθημένος να διανύει πολλά χιλιόμετρα, μιας και ταξίδευε την οικογένεια ενός εκ των φίλων της, δύο γενιές ήδη.

Έτσι βρέθηκε εκεί, στις όχθες του Καρπενησιώτη, να αναρωτιέται για δάχτυλα και βότσαλα και να απολαμβάνει τα δώρα της φύσης γύρω της. Ένιωσε τυχερή που ήταν εκεί, με αυτήν την παρέα. Δε επιθυμούσε τίποτα άλλο εκείνη την στιγμή, δεν ήθελε να ήταν πουθενά αλλού. Η μόνη της έννοια ήταν η επόμενη στάση, η επόμενη ανακάλυψη κι όλα τα ωραία που συνέβαιναν γύρω της. Το βότσαλο ήταν ακόμα εκεί μέσα της να τη βαραίνει, αλλά ευελπιστούσε ότι μέχρι το τέλος του ταξιδιού κάπως θα γλύκαινε η αίσθηση. Είχε βάλει στόχο να προσπαθήσει να μην το αφήσει να την επηρεάζει. Οι νύχτες μόνο ήταν δύσκολες. Η μοναξιά της νύχτας πάντα την έτρωγε κι ας μην ήταν μόνη στο κρεββάτι. Τώρα τουλάχιστον δεν αγνάντευε ταβάνια, αλλά αστέρια. Είχαν αποφασίσει από κοινού να κοιμούνται τον περισσότερο τουλάχιστον καιρό, όπου τους επιτρεπόταν, στην ύπαιθρο, οπότε ο έναστρος ουρανός, της ελάφρυνε τις μοναχικές νύχτες.

Από εκεί που είχαν αφήσει το αυτοκίνητο, ξεκινούσε ένα μικρό κατηφορικό μονοπάτι ανάμεσα σε φτέρες και μικρούς θάμνους που κατέληγε στο ποτάμι. Όπως καθόταν μπορούσε να δει το ποτάμι και τους φίλους της, αλλά έπρεπε να φωνάζουν για να ακουστούν. Το θρόισμα στα φύλλα των δέντρων και το κελάρυσμα των νερών, εμπόδιζε το να ακουστούν καθαρά. Της φώναζαν εδώ και ώρα, αλλά είχε χαθεί στο περιβάλλον και στις σκέψεις της. Το βρεγμένο και παγωμένο χέρι του φίλου της ήρθε τελικά να τη ξυπνήσει, ακουμπώντας τη στο μπράτσο. Πετάχτηκε και άνοιξε τα μάτια της. Την είπε κουφάλογο, έσκασαν στα γέλια, πήραν τις πετσέτες τους κι έτρεξαν μαζί στο ποτάμι.

 

 

 

 

 

* Τα χαρτιά της Κατερίνας Παπαθεοφίλου λένε ότι γεννήθηκε στην Αθήνα. Οι δικοί της λένε ότι μάλλον γεννήθηκε σε κάποιο ροζ σύννεφο. Εκείνη δεν διαψεύδει τίποτα από τα δύο. Μεγάλωσε στα Χανιά, αλλά ξέμεινε στην Πάτρα. Σπούδασε Κοινωνική Εργασία και είναι από τους τυχερούς που το ασκεί.

Τον εαυτό της τον θυμάται πάντα να ακούει μουσική και να γράφει ή να γράφει και να ακούει μουσική. Η γραφή ήταν σχεδόν πάντα προσωπική υπόθεση, γράφοντας σκέψεις και κρατώντας ημερολόγια. Τα πρώτα της κείμενα δημοσιεύθηκα στο free press Tetarto.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top