Fractal

Ήρωες που κονταροχτυπιούνται με την ειμαρμένη

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Ανδρέας Νικολακόπουλος «Σάλτος», εκδ. Ίκαρος, σελ. 176

 

«Πήγα πριν από λίγο καιρό και τον φωτογράφισα αυτόν το βράχο. Είναι αυτός στη φωτογραφία. Είναι ο Σάλτος, αν και κανείς δεν ξέρει ότι είναι ο Σάλτος. Είναι απλά ένας βράχος εκεί, που εγώ τον βάφτισα Σάλτο, γιατί σημαίνει πολλά. Ο Σάλτος είναι το άλμα, είναι που σαλτάρεις, είναι το σάλτο μορτάλε.»

Είπε για τα τελευταία του διηγήματα ο συγγραφέας και σεφ Ανδρέας Νικολακόπουλος και αυτό είναι: το πιο βαθύ μας υποσυνείδητο, το πιο σκοτεινό μας παρελθόν, η αναμέτρηση με την τρέλα και με τα όρια, άλμα και σάλτο μορτάλε, τελικά.

Σε μια συλλογή που θυμίζει έντονα Έντγκαρτ Άλαν Πόε, Κάρεν Μπλίξεν και γοτθικές ιστορίες.

Με γλώσσα που αποθησαυρίζει ξεχασμένες προγονικές λέξεις, διασώζοντας παρελθόν που φτάνει μέχρι τον Όμηρο.

«Η ίδια δασκάλα που πέρασε μέσα μου την αγάπη για τις ομηρικές λέξεις, που καιρό μετά τις μπόλιασα με τις λέξεις του χωριού, φτιάχνοντας μια δική μου γλώσσα, πότε αρχαία αστική και πότε σύγχρονη βουνίσια, μα συνήθως μπερδεμένη ανάκατα και καθαρά προσωπική», θα πει σε κουβέντα του ο συγγραφέας και το αποτέλεσμα μια γλώσσα εντελώς προσωπική και γοητευτική που συμπυκνώνει νοήματα, ανοίγει πληγές, αγγίζει πληγές, έχει τη δύναμη να σε ξαφνιάζει διαρκώς και να σε ταράζει.

«Στην εποχή του Μεσαίωνα οι λογικοί και σώφρονες άνθρωποι των πόλεων στοιβάζαν τους ψυχικά διαταραγμένους ή λοξούς σε μεγάλα ξύλινα καράβια χωρίς κουπιά και τους άφηναν να περιφέρονται ακυβέρνητοι στις θάλασσες», γράφει και το πραγματοποιεί. Εξωτερικεύει τον προσωπικό μας μεσαίωνα, διαρρηγνύει τα όρια, απελευθερώνει από τα σπλάχνα μας την όποια σκοτεινά.
Διότι οι πρωταγωνιστές των νέων διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου μπορεί να μη ζουν στο Μεσαίωνα, αλλά ο μεσαίωνας γίνεται ψυχική κατάσταση, ψυχική υπέρβαση, αποτέλεσμα ύβρεως, είτε βρίσκεται κάποιος στη θάλασσα, στα δάση ή στα βουνά, σε πόλεις, σε τρένα, σε πανεπιστημιακά εργαστήρια, ανάμεσα στα σύννεφα, η διαφορά είναι η ανάλγητη εποχή, που σήμερα ούτε κατανοεί, ούτε παρηγορεί, δεν προστατεύει κανέναν.

«Εκεί που μεγάλωσα, στο χωριό πίσω από το μεγάλο δάσος με τις συστοιχίες πασχαλιών και τις ταξιανθίες βουνίσιων ασφόδελων, λόγιζα τον Σάλτο σαν σημείο που πηγαίναμε και γκρεμίζαμε τα γέρικα και τα κουτσά άλογα. Εκεί ξαπόστελναν και τα ανεπιθύμητα νεογέννητα κουτάβια ή μικρά γατιά οι συχωριανοί μου. Στο ίδιο μέρος πέταγε η μαμή τους ομφάλιους λώρους και τους πλακούντες από τις γέννες των ανθρώπων και ο παπάς τα ρούχα των νεκρών που πέθαναν από μάγια ή τα στρώματα των κρεβατιών που επάνω τους ξεψύχησαν οι ανύπαντροι που ξάπλωσαν και δεν εξύπνησαν ποτέ. Από εκείνο το βράχο πέταξε και ο παππούς μου τον λευκομέτωπο ντορή μας. Το ψηλό κοκκινότριχο άλογο που είχαμε, με το λευκό κατακούτελο σημάδι, που αρρώστησε από τεκνεφέσι, μέχρι που λαχάνιαζε ακόμα και στον ύπνο του…».

Το απόσπασμα είναι από το «Σάλτο» που δίνει και τ’ όνομα, τελικά, σε ολόκληρη τη συλλογή, όπου ο ήρωάς του, υπερεκτιμώντας δυνάμεις, αναμετράται με το παράλογο και την τρέλα.

Στις «Κόρες της αιθάλης» από τα βάθη της μυθολογίας ξεθάβεται ό,τι πιο σκοτεινό και η αναμέτρηση της μητριαρχίας με τους άντρες θα σκορπίσοει παντού θύματα.

«Το παραπέτασμα του μύλου», θα χωρίσει τον χρόνο στα δυο.

Στο «Μέλι με γάλα», ακόμα και νεκρή θα εξουσιάζει τον ήρωα η Ραλλιώ.

Στο «Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς», οι ενοχές θα τρελάνουν τον ήρωα.

Στο «Mon Nox», ένα μπακ άουτ θα βγάλει όλη τη συλλογική τρέλα.

Στο διήγημα «Η άσφαλτος που καίει», η συλλογική ευθύνη θα προσπαθήσει με ιστορικά ψεύδη να καλύψει ένα συλλογικό έγκλημα.

Στην «Αλισάχνη» οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με μια θανατηφόρα γρίπη.

Στην «Ασημένια Χορδή» ένα αστρικό ταξίδι θα μας φέρει αντιμέτωπους με τη συνείδηση που τρελαίνει, τελικά.

Στα «Κύματα», η ανθρώπινη ύβρις.

Στο «Αμάμπλε Πικουέρ» οι λανθασμένοι χειρισμοί τρελαίνουν τον ομώνυμο ήρωα κάπου στην Καταλονία.

Στον «Υπερμογγολικό» ένας μουσικός που αγαπά τα ταξίδια, γίνεται άνθρωπος- δέντρο.

Και στον «Αγγελοκρουσμένο» ένας νεκρός περιφέρεται έτσι εις το διηνεκές.

 

Ανδρέας Νικολακόπουλος

 

«Η ειμαρμένη σου έρχεται να σε ανταμώσει από το πουθενά», γράφει στον «Υπερμογγολικό» και αυτό κάνει ο Ανδρέας Νικολακόπουλος στους ήρωές του, τους φέρνει αντιμέτωπους με τα όρια, το ασυνείδητο και με την Ειμαρμένη.

Να υπενθυμίσουμε ότι ο Ανδρέας Νικολακόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Εργάζεται ως σεφ σε εστιατόρια της Ελλάδας και του εξωτερικού. Μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου. Η “Μάκινα” αποτέλεσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων. Όποτε μπορεί, επιστρέφει στα βουνά.

Και αντίδωρο για το τέλος, ένα μικρό απόσπασμα από «Τα κύματα»: «Ναι, σίγουρα μου άξιζε μεγάλη τιμωρία και ακόμα πιο βάναυσος χαμός για την ασέβειά μου. Έπρεπε να πληρώσω το τίμημα επειδή λησμόνησα πως φυσιολογικό είναι αυτό που βαδίζει με τη λογική της φύσης και όχι με την αλαζονεία του ανθρώπου».

Εντυπωσιακή συλλογή, αξιοπρόσεκτη γραφή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top