Fractal

Οι επιπτώσεις μιας επίσκεψης

Γράφει ο Γιώργος Πολ. Παπαδάκης //

 

Εύα Στάμου, «Η Επίσκεψη», εκδ. Αρμός, 2022

 

Με το καινούργιο της βιβλίο διηγημάτων με τίτλο, «Η Επίσκεψη», η Εύα Στάμου διευρύνει τα όρια της πεζογραφικής της πορείας, προτάσσοντας περισσότερο ευδιάκριτα τις αρετές ενός αξιόλογου βιβλίου διηγημάτων. Η μικρή φόρμα, παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες, δεδομένου ότι ο συγγραφέας πρέπει σε μικρή έκταση να κλιμακώσει το ενδιαφέρον άμεσα, χωρίς την άνεση που προσφέρει το μυθιστόρημα ή η νουβέλα. Στο μοντέρνο διήγημα – που είναι ακόμα συντομότερο από εκείνα του 19ου αιώνα, ή τα ηθογραφικά του 20ου αιώνα, όπου υπήρχε χώρος για ανάπτυξη (σύγκρουση – δράση), το βάρος πέφτει περισσότερο στη γλώσσα, στο πλαίσιο εκτύλιξης της ιστορίας και στην ανάλυση των χαρακτήρων. Γραμμένα σε σύγχρονο ύφος, τα διηγήματα της Εύας Στάμου, ποικίλουν ως προς την θεματολογία, το ύφος, ενώ σε μερικά από αυτά, το τέλος είναι απότομο χωρίς άμεσο ηθικό δίδαγμα. Η συγγραφέας επιτυγχάνει ουσιαστική ανάπτυξη των χαρακτήρων, πυκνή γραφή, οικονομία λόγου και όταν χρειάζεται οι διάλογοι είναι ουσιαστικοί. Έχοντας διαβάσει και τα προηγούμενα βιβλία της θα λέγαμε ότι επιτυγχάνει ένα ολοκληρωμένο αποτέλεσμα: Διηγήματα εύληπτα, υψηλής ποιοτικής στάθμης, χωρίς περιττολογίες και παλαιομοδίτικο διδακτισμό. Η θεματολογία της αγγίζει ένα ευρύ πεδίο με θέματα της ανθρώπινης φύσης με άμεσο τρόπο. Τα κείμενα της από την αρχή εντάσσουν τον αναγνώστη στο ανάλογο χωροχρονικό πλαίσιο, με λόγο που ρέει, χωρίς άκαμπτες κι ανούσιες περιγραφές.

Το πρωτογενές ερέθισμα για την δημιουργία των κείμενων μπορεί να είναι οτιδήποτε, η συγγραφέας εμπνέεται από τον μικρόκοσμο, διεισδύοντας με τις αναπτύξεις της ακόμα βαθύτερα στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης. Με εξαιρετικό τρόπο αναπτύσσει την κεντρική ιδέα του αφηγήματος, και περιφερειακά ξεδιπλώνονται οι ανθρώπινες προκαταλήψεις, ιδεοληψίες η εμμονές. Η συγγραφέας έλκεται κυρίως από θέματα της μετανεωτερικής κοινωνίας: ρατσισμό, φεμινισμό, ομοφοβία, τα οποία όμως εντάσσει στον αφηγηματικό καμβά με αξιοθαύμαστη τεχνική.

Ωστόσο στο επίκεντρο παραμένει η όσο το δυνατόν καλύτερη ανάπλαση των χαρακτήρων των πρωταγωνιστών και η ανάδειξη του ανάλογου κοινωνικού θέματος. Ο καμβάς ύφανσης της ιστορίας είναι ελκυστικός και η συγγραφέας προσαρμόζει τις ιστορίες της είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό με την ίδια επιτυχία προσαρμογής.

Στην κοινωνία της ρευστότητας όπως αναφέρει ο Ζίγκμουντ Μπάουμαν και καθρεφτίζει στα κείμενα της η Στάμου, τα άτομα επιβιώνουν μέσα από την λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή», η οποία είναι απόρροια συνεχών μεταβαλλόμενων συνθηκών σε όλο το κοινωνικό πλαίσιο. Η ρευστοποίηση των σχέσεων σε όλα τα επίπεδα επαγγελματικά , κοινωνικά, ερωτικά, αντανακλούν σχέσεις τσέπης και έλλειψη βάθους, με τον ρομαντικό έρωτα να αποτελεί παρελθόν. Η επικράτηση του διαδικτύου και η ψευδαίσθηση μια μόνιμης «καλύτερης επιλογής», οδηγούν σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποδέσμευση από συμβάσεις και κανόνες με το σεξ να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καταναλωτικής μετανεωτερικής κοινωνίας. Αυτός ο εκφυλισμός των ανθρώπινων δεσμών και σχέσεων, οδηγεί σε μετανεωτερικές οχλοκρατικές κραυγές, κινημάτων, που δήθεν αναζητούν «ισότητα» σε προβλήματα – όπως ο ρατσισμός ή η ομοφοβία – που δεν επιδέχονται τοπικιστικές λύσεις λόγω της παγκοσμιότητας του χαρακτήρα τους. Η συγγραφέας μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων, ενίοτε διαταραγμένων, αρέσκεται να περιγράφει αυτή την πραγματικότητα με εξαιρετικό τρόπο.

Στο διήγημα «Ο Άγγλος», η Στάμου με εξαιρετικό τρόπο αναδεικνύει τον φαύλο κύκλο των σύγχρονων ερωτικών σχέσεων και τα λεπτά όρια που χωρίζουν την συναίνεση από την παρενόχληση. Ο άντρας που άλλοι καλούσαν , «Έλληνα», άλλοι «Γάλλο» και άλλοι «Άγγλο» αποτελεί τυπικό δείγμα σύγχρονης σύγχυσης ταυτότητας. Αυτή η δυσκολία αφομοίωσης της διαφορετικότητας από τους τοπικούς πληθυσμούς, κάποιες φορές οδηγεί σε μεγάλες εσωτερικές συγκρούσεις. Στο διήγημα ο ήρωας αισθάνεται ότι πέφτει θύμα μια υστερικής γυναίκας με αποτέλεσμα να χάσει κι εκείνος τον έλεγχο.

Στο «Ελλάδα – Αλβανία» γίνεται λεπτή αναφορά στο θέμα του υποσυνείδητου ρατσισμού, όταν η μεγαλοκυρία, αφού συνευρέθηκε με έναν άντρα αλβανικής καταγωγής, κατόπιν τον απέρριψε υποτιμώντας τον ακριβώς γι αυτή του την καταγωγή, η οποία σε πρωτογενές επίπεδο δεν την ενοχλούσε. Είναι σαφής ο υπαινικτικός τόνος για πολλούς ανθρώπους της καθημερινότητας, που ενώ  πρωταρχικά, είναι ανεκτικοί ή δεκτικοί με πολλά πράγματα (στη θεωρία), όταν όμως ερεθιστεί κάποια ευαίσθητη χορδή τους, αφήνουν τις πραγματικές πεποιθήσεις τους να ξεχειλίσουν.

Σε άλλα διηγήματα όπως οι «Γλυκές γεύσεις», η συγγραφέας φλερτάρει με το crime fiction, ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη. Η εσωτερική ένταση που ενυπάρχει σε μια σχέση περιγράφεται αριστοτεχνικά, όταν η Στάμου κατορθώνει να προσδώσει στις διάφορες πτυχώσεις της ψυχικής συσσώρευσης, εκείνα τα υπαινικτικά στοιχεία που καθηλώνουν τον αναγνώστη.

Στις «Κούκλες» μέσα σε λίγες σελίδες η συγγραφέας ξεδιπλώνει το ψυχογράφημα μιας διαταραγμένης προσωπικότητας, σε πρώτο ενικό, όπου η «κούκλα», αποτελεί τη βάση διασάλευσης της ψυχικής ισορροπίας. Το υποσυνείδητο της ηρωίδας, λαθεμένα προγραμματισμένο από την παιδική ηλικία οδηγεί σε μια ενηλικίωση απομόνωσης, αποξένωσης και βουλιμίας, χωρίς να διαφαίνεται τρόπος επιστροφής.

Στο ομότιτλο με το βιβλίο διήγημα «Η επίσκεψη», η Στάμου μεταφέρει ένα γοτθικό εφιάλτη, με μεταφυσικό υπόβαθρο, στη σύγχρονη εποχή. Ο αφηγητής αν και νεκρός σωματικά, διηγείται την ιστορία, μέσω μιας ζώσας συνείδησης περιγράφοντας με λεπτομέρεια, όχι μόνο τον χώρο αλλά και την επίσκεψη που δέχεται. Ο τρόπος, με τον οποίο διαχέεται το συναίσθημα του ότι ο άνθρωπος δεν είναι το σώμα του, αλλά κάτι «άλλο», είναι αριστοτεχνικός. Ο αναγνώστης αισθάνεται την αλληλεπίδραση με την: Επίγνωση, Ψυχή, Συνείδηση, όπως και να το ονοματίσει κανείς, ανάλογα την θρησκευτική, ή φιλοσοφική προσέγγιση του. Είναι το καλύτερο διήγημα του βιβλίου.

«Αν γινόταν θα της έλεγα πως αυτό το πράγμα που βλέπει είναι μια σκιά, ένα άδειο κουφάρι, δεν είμαι εγώ. Αυτό που βλέπει η ξένη είναι ένα φάντασμα, μια οπτασία. Το κορμί μου λειώνει αργά και λυτρωτικά. Ακούω ακόμα τους ζωντανούς, αυτούς που δεν μπορούν ν’ απαγκιστρωθούν από μένα. Γύρνα κοντά μου, λέει η μάνα μου, είναι πολύ νωρίς ακόμα για να συναντήσεις τον πατέρα σου, είναι ακόμα κορίτσι, η ζωή είναι μπροστά σου. Πως γίνεται η ζωή να είναι μπροστά μου αφού είμαι εδώ και μέρες πεθαμένη, χωρίς ανάγκες, δίχως όνειρα κι επιθυμίες; Το κορμί μου έχει στραγγίσει από τους χυμούς του, το κοιτάζω από ψηλά τακτοποιημένο στο νεκροκρέβατο, κι είναι σαν να παρατηρώ μια κούκλα, ένα ομοίωμα χωρίς πνοή που πήρε τη θέση μου».

Η κατάληξη του αφηγήματος είναι ανατρεπτική σε ότι αφορά το τι πραγματικά έχει διαδραματιστεί, Η παραδοξότητα: ζωντανός/νεκρός, κορυφώνεται στην τελευταία παράγραφο αφήνοντας με ερωτηματικό τον αναγνώστη.

 

Εύα Στάμου

 

Στο διήγημα η «Νικοτίνη», η σφοδρότητα των εσωτερικών συγκρούσεων και η ασυνείδητη προβολή του αναγνώστη στον δικό του μικρόκοσμο είναι που καθιστά το διήγημα ενδιαφέρον. Η διττότητα, «οικογένεια – μοναχικότητα», αναδεικνύεται μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο του ήρωα ο οποίος παρόλο που απολαμβάνει το να είναι μόνος, εν τούτοις κατέστησε τον εαυτό του θύμα, του κοινωνικού προγραμματισμού κάνοντας οικογένεια. Από την άλλη προσπαθεί, να κρατήσει απεγνωσμένα την μάσκα του καθωσπρεπισμού, γιατί ένας σωστός καπετάνιος, δεν πρέπει να φαίνεται ευάλωτος στο πλήρωμα.

Οι ήρωες της Εύας Στάμου, σε όλα της τα βιβλία είναι διαφορετικοί. Η συγγραφέας δεν έχει μανιέρα στο χτίσιμο των χαρακτήρων, οι οποίοι φαντάζουν ζωντανοί, ενίοτε αλλόκοτοι, η παράξενοι κάποιοι απ αυτούς και ταυτόχρονα καθημερινοί. Οι καταστάσεις στις οποίες κινούνται,  είναι που τους μεταμορφώνουν με βάση το υποσυνείδητο αίσθημα του φόβου. Η συγγραφέας δεν εξιδανικεύει σε απόλυτα καλούς ή απόλυτα κακούς, οι ήρωες της είναι ευάλωτοι σε όλα εκείνα τα στοιχεία που ταλανίζουν τους περισσότερους ανθρώπους, έρωτας, φθορά, πόνος, βασανιστικά διλήμματα. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, που δημιουργούνται, είναι ρεαλιστικές, ασχέτως της θεματικής του κάθε κειμένου.

Η ανεπιτήδευτη γλώσσα της η οποία ενίοτε προσομοιάζει με τον προφορικό λόγο, καθιστά την γραφή της περισσότερο πειστική. Σε αρκετές δε περιπτώσεις η συγγραφέας προσδίδει στο κείμενο την ενάργεια ενός θεατρικού μονόπρακτου. Η στρωτή λοιπόν γλώσσα, μέσα από μια συμπυκνωμένη γραφή κι ένας λεπτός εσωτερικός ρυθμός, καθιστά τη γραφή της ελκυστική, μέσα από μια πολυθεματικότητα που κινείται από το ψυχογράφημα στην σύγχρονη ηθογραφία και το θρίλερ. Η παρουσία της στα γράμματα είναι διαρκής και ανοδική, είναι ένα ανήσυχο πνεύμα που διαρκώς εξελίσσεται.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top