Fractal

Δύο διηγήματα γύρω από το ίδιο θέμα

Της Ευαγγελίας Χαραλάμπους-Παυτίνου //
Και του Στρατή Γαλανού //

 

 

 

 

 

 

Τα δύο αυτά κείμενα προέκυψαν μέσα από ένα εργαστήρι δημιουργικής γραφής με τον συγγραφέα Δημήτρη Τανούδη («Σπασμός» (2011), «Χώματα», (2014), «Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος» (2020), «Δεν θέλετε να σας ακούσουν» (2023). Το ζητούμενο ήταν η λογοτεχνική ανάπλαση ενός άρθρου της επικαιρότητας για ένα έγκλημα ανίας που έγινε στην Ιταλία από νεαρούς που έριξαν βενζίνη και πυρπόλησαν Ινδό μετανάστη). Δύο διαφορετικές ματιές για το ίδιο συμβάν.

 

 

 

 

Έτσι γεννιέται το Κακό

 

Του Στρατή Γαλανού //

 

Πάτησε το στοπ, το κόκκινο λαμπάκι έσβησε, το μαγνητόφωνο σταμάτησε να καταγράφει. Η ανάκριση είχε τελειώσει. Όλα τα πειστήρια του εγκλήματος ήταν εκεί, στην αίθουσα ανακρίσεων, το μπιτόνι της βενζίνης, οι φωτογραφίες του θύματος, ο δράστης, το κίνητρο, η ομολογία. Άλλο τίποτα δεν έμενε, η απόπειρα ανθρωποκτονίας είχε εξιχνιαστεί. Κανονικά θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένος, ακόμη μια επιτυχία στον υπηρεσιακό του φάκελο. Κι όμως, ο αστυνόμος Βιττόριο Τομαζόνε ένιωθε σαν κάτι να του είχε διαφύγει, κάτι που δεν καταλάβαινε, ούτε και μπορούσε να εκφράσει με λόγια. Τόσα χρόνια στο Σώμα, πολλά είχαν δει τα μάτια του, ανθρωποκτονίες ένα σωρό για χίλιες δυο αιτίες, από πάθος, από ζήλια, για ξεκαθάρισμα λογαριασμών, για την τιμή, για το χρήμα -αυτό ήταν και το πιο συνηθισμένο- ακόμα κι από ιδεολογία. Έγκλημα σαν αυτό όμως κανένα.

Στεκόταν στο κάθισμα ακίνητος και παρατηρούσε γεμάτος απορία μια το μηχάνημα και μια τον δράστη. 19 ετών, εάν δεν το έγραφε η ταυτότητα θα τον περνούσε για νεότερο, ίσως και ανήλικο. Αδύνατον να το πιστέψει κανείς πως αυτός ο έφηβος με τα σχεδόν παιδιάστικα χαρακτηριστικά είχε διαπράξει τέτοια φρικαλεότητα. Ούτε κι ο εμπρηστής όμως έδειχνε να κατανοεί τις συνέπειες των πράξεών του, το πρόσωπό του ανέκφραστο, τα λόγια του το ίδιο, δεν μαρτυρούσαν καμία ταραχή, συναίσθημα ή τύψεις. Είχε ομολογήσει με ευκολία και δίχως καθόλου πίεση, όπως θα ομολογούσε ένα παιδί τη σκανταλιά του στο προαύλιο του σχολείου απάνω στο παιχνίδι. Είχε καταδώσει μάλιστα και τους δύο συνεργούς του κι ας ήταν οι καλύτεροί του φίλοι· το συνηθίζουν αυτό τα παιδιά για να ελαφρύνουν τη θέση τους. Τώρα όμως φαινόταν κουρασμένος, σαν να ‘χε να κοιμηθεί νύχτες πολλές και με δυσκολία συγκρατούσε τα χασμουρητά του. Ο αστυνόμος Τομαζόνε τον φαντάστηκε στη φυλακή· τις ατελείωτες ώρες πλήξης και ανίας που τον περίμεναν τα επόμενα χρόνια στο μοναχικό κελί του. Δίκαιη τιμωρία· ό,τι φοβάσαι περισσότερο, στο τέλος το παθαίνεις. Ίσως και όχι όμως. Με καλή διαγωγή, μετά από εφτά; δέκα; έτη το πολύ, ακόμα κι αυτές οι χιλιάδες άπραγες ημέρες της κάθειρξης θα έφταναν στο τέλος τους και τότε εκείνος θα ήταν πάλι ελεύθερος. Τι θα συνέβαινε τότε; Θα είχε αναμορφωθεί ή θα ξαναγύριζε από κει που είχε ξεκινήσει;

Κάτι τέτοιους θα έπρεπε να τους σκότωναν, σκέφτηκε ο αστυνόμος Τομαζόνε και στη σκέψη αυτή ανατρίχιασε σύγκορμος. Είχε Καθολική ανατροφή ο αστυνόμος, η ζωή είναι δώρο Θεού κι ο φόνος αμαρτία κι όσο για την θανατική ποινή, αυτή είχε καταργηθεί εδώ και δεκαετίες. Με τέτοιες αρχές τον μεγάλωσαν οι δικοί του μαθαίνοντάς τον να υπακούει στο θέλημα του Θεού και τον Νόμο των ανθρώπων, έτσι είχε μεγαλώσει κι ο ίδιος τα παιδιά του. Γερνώντας όμως, κατέληξε να χάσει την πίστη του στον Θεό, κι ακόμα χειρότερα, είχε απωλέσει και την πίστη του στον Διάβολο. Πολύ βολική η πίστη στον Διάβολο, εξηγεί σχεδόν τα πάντα, την ύπαρξη του Κακού στο θεϊκό σύμπαν, όταν όμως εκλείψει, τι άλλο απομένει εκτός από τον άνθρωπο, αυτουργό κι υπαίτιο των πάντων;

Ένιωσε τότε μια κούραση να μουδιάζει τα μέλη του, μια κόπωση που δεν ήταν σωματική κι ας μην ήταν πια και τόσο νέος. Σε λιγότερο από έξι μήνες θα έβγαινε στη σύνταξη. Ευτυχώς, από μια άποψη, δεν θα είχε πια να συναναστρέφεται με τέτοια άτομα, ψυχοπαθείς κι εγκληματίες. Από μια άλλη άποψη όμως δεν θα του ήταν τόσο εύκολη η αποστρατεία. Προσπάθησε να φανταστεί τον εαυτό του συνταξιούχο. Χόμπι πολλά δεν είχε εκτός υπηρεσίας, πώς θα γέμιζε λοιπόν τις ώρες του κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους; Ίσως να ήταν μια ευκαιρία ν’ ασχοληθεί περισσότερο με τα εγγόνια του, τον μικρό Βιττορίνο και την Λουτσία, τα είχε παραμελήσει. Iδίως με το αγόρι, κακά τα ψέματα, του είχε αδυναμία. Κι εκείνο όμως τον λάτρευε τον παππού του και μεγαλώνοντας ήθελε να του μοιάσει, να γίνει αστυνόμος, να κυνηγάει τους κακούς και να προστατεύει τους αθώους. Όλα τα αγόρια το ονειρεύονται κάποια στιγμή, το βλέπουν σαν παιχνίδι κλέφτες και αστυνόμοι, τώρα όμως που θα είχε άφθονο χρόνο μαζί του, θα προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη. Δεν έχει πια νόημα να πολεμάς το Κακό. Το Κακό είναι ανίκητο, δεν σταματιέται. Φυτρώνει παντού χωρίς ορατή αιτία, φωλιάζει ακόμα και εκεί που δεν το περιμένεις, άσε που είναι και αόρατο, δεν το αντιλαμβάνεσαι, ούτε το καταλαβαίνεις προτού ξεσπάσει. Δεν ήταν έτσι παλιά. Μα πώς άλλαξαν τόσο οι άνθρωποι και τα πράγματα μέσα σε λίγα χρόνια, μέσα σε μια μόλις γενιά; Παλιά το έβλεπες το Κακό, το ξεχώριζες από τα χαρακτηριστικά του, σκληρά και άγρια σαν των εγκληματιών του Λομπρόζο. Όχι πια. Σήμερα έχει το πρόσωπο ενός εφήβου που μοιάζει με τον γιο του όταν βρισκότανε στην ίδια ηλικία. Πώς να συλλάβεις το τέκνο σου, πώς να το τιμωρήσεις; Γι’ αυτό ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο. Είναι αργά πλέον, πολύ αργά, χαμένο το παιχνίδι…

 

 

 

Κάντο να συμβεί

 

Της Ευαγγελίας Χαραλάμπους-Παυτίνου //

 

Κατά τις μικρές ώρες, ένα μαύρο Twingo γεμάτο πεταμένα μπουκάλια μπύρας, πατημένα τσιπς και περιτυλίγματα από σοκολάτες πέρασε μπροστά από το δημαρχείο.

«Αυτή πρέπει να είναι η έβδομη μπύρα», είπε ο Λούκα φρενάροντας απότομα στο κόκκινο φανάρι.

«Και το δέκατο μπαφάκι. Κρατάς σημειώσεις;» ρώτησε ο Άντζελο. «Αυτά είναι. Τριάντα χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη και εδώ για να φτιαχτείς θέλεις… ενισχύσεις.»

Ένα λαμπάκι άναψε στο καντράν. «Τέλεια! Ξεμείναμε από βενζίνη». Ο Λούκα έδωσε μια γροθιά στο τιμόνι.

«Ήρεμα, αγόρι μου!» Ο Φραντζέσκο τού έδειξε την ταμπέλα του βενζινάδικου.

«Μας περίσσεψε ένα ευρώ από το μηχάνημα», είπε ο Λούκα βιδώνοντας το καπάκι. Έβαλε με κόπο την αντλία στη θέση της. Είχε αρχίσει να την ακούει. Ακόμα του πόναγε το χέρι από τη γροθιά στο τιμόνι.

«Για κάτσε… Βάλε τη βενζίνη εδώ μέσα». Ο Άντζελο κατέβασε την τελευταία γουλιά και έδωσε το άδειο μπουκάλι μπύρας στον Λούκα.

-«Μην ξεχαστείς και πιείς», γέλασε ο Φραντζέσκο από το πίσω κάθισμα.

Διέσχισαν τη μεγάλη λεωφόρο και έφτασαν στον παραλιακό δρόμο. Ψυχή δεν υπήρχε τριγύρω. Ούτε ένας άνθρωπος δεν έχει ξεμείνει από τσιγάρα για να ξεμυτίσει; Σκέφτηκε ο Φραντζέσκο.

«Πόσο θα μ’ έφτιαχνε τώρα μια γκόμενα, με μεγάλα, τεράστια βυζιά», είπε ο Λούκα.

«Και τα μικρά βυζιά δεν θα με χάλαγαν καθόλου», πετάχτηκε ο Άντζελο. «Πόσο θα μ’ έφτιαχνε τώρα, το… οτιδήποτε. Κάτι, κάτι να γίνει. Ποτέ δεν συμβαίνει τίποτα σ’ αυτό το κωλομέρος».

«Ξέρεις τι λένε, αδερφέ μου», πετάχτηκε ο Φραντσέσκο. « Άμα δεν σου συμβαίνει, κάν’ το εσύ να συμβεί».

Ο Λούκα μύρισε τη βενζίνη στο μπουκάλι που κρατούσε. Άνοιξε το παράθυρο και μύρισε τη θάλασσα. Θαλασσινός, παγωμένος αέρας, και κάτι μέσα του άρχισε να ξεθυμαίνει.

Σταμάτησε το αμάξι και έκανε σήμα στους άλλους δύο για να κατέβουν.

Καθώς περπατούσαν, πήρε τα σπίρτα για ν’ ανάψει τσιγάρο. Μαζί με το τσιγάρο τού έσκασε και η φλασιά, μέσα από τη δέσμη του φωτός. Βοήθησε και η φιγούρα ενός ανθρώπου που πλησίαζε. Ένας ξερακιανός Ινδός, τον είχαν συναντήσει προχθές στον σταθμό του τρένου. Εκεί μένει, δίπλα από τις σκάλες, σε ένα τεράστιο χαρτόνι. Τον κοίταξε περίεργα ή του φάνηκε; Ινδοί μετανάστες με λιγδωμένα τουρμπάνια, που βρωμάνε κάρυ και σε κοιτάνε περίεργα. Ήταν κι αυτή η βενζίνη στο μπουκάλι, μην πάει χαμένη. Ευκαιρία. Ο Ινδός όλο και πλησίαζε με βήμα γρηγορότερο από το δικό τους. Όταν πια ευθυγραμμίστηκαν τα βήματά τους, η βενζίνη πετάχτηκε από το μπουκάλι και προσγειώθηκε στα ρούχα του Ινδού. Ένα μόνο σπίρτο έκανε τη δουλειά.

* * *

Έβγαλε τη γούνα της, την ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στα λόγια του ανακριτή. Δίπλα της ο Λούκα και δύο φίλοι του.

Δέκα το πρωί αλλά ο ήλιος δεν τους έκανε σήμερα τη χάρη. Το δωμάτιο μύριζε πούρα και φτηνή αντρική κολόνια. Μουντό, χωρίς κουρτίνες, με ένα σμαραγδί, θλιβερό χαλί που είχε χρόνια να δει ηλεκτρική σκούπα. Έπαιζε με τις πέρλες του κολιέ της, ούτε καφέ δεν είχε προλάβει να πιεί. Την ξύπνησαν για να τη φέρουν άρον άρον εδώ, για να την ενημερώσουν για τα κατορθώματα του γιου της.

«Ο γιος σας δήλωσε συγκεκριμένα ότι ήθελε μια δυνατή συγκίνηση για να τελειώσει η βραδιά», είπε ο ανακριτής, κοιτώντας τις σημειώσεις του.

Κοίταξε τον Λούκα. Οι άλλοι δυο φίλοι του είχαν σκυμμένο το κεφάλι. Μόνο αυτός την κοίταζε ατάραχα. Σαν να μην καταλάβαινε γιατί είναι εδώ. Με μαύρους κύκλους από την αϋπνία, να αναρωτιέται πότε θα ξεμπερδέψουν από δω για να πάει για ύπνο.

Ο ανακριτής δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τους τρεις νεαρούς. Είχε εξετάσει πολλές υποθέσεις στη ζωή του, αλλά αυτή φαινόταν να ξεπερνάει κάθε προηγούμενο. Ανακατεύτηκε, σαν να κουνιόντουσαν οι τοίχοι. Ευχήθηκε να μην τον πάρουν ποτέ τηλέφωνο και να του πουν κάτι τέτοιο για τον γιο του.

«Και ο Ινδός;» ρώτησε τον ανακριτή.

«Βρίσκεται στο νοσοκομείο. Με εγκαύματα τρίτου βαθμού στο σώμα».

«Μάλιστα». Θα μπορούσε να νιώσει συμπόνια για τον Ινδό. Θα μπορούσε να θυμώσει, να απελπιστεί, να αηδιάσει, να παγώσει, να ταρακουνηθεί, να ξεσπάσει, να φρικάρει. Ένα είναι το ζήτημα τώρα. Τι θα πει το βράδυ, στην εκπομπή; Γιατί κάποιος θα το θίξει το θέμα, δεν μπορεί.

Ξαφνικά ένιωσε κρύο, πολύ κρύο. Φόρεσε τη γούνα της, έριξε μια ματιά στον ανακριτή, που προσπαθούσε να μαντέψει τι κρύβεται πίσω από τη σιωπή της, ψέλλισε μια δικαιολογία και αποχώρησε.

Οι ειδήσεις των οκτώ μίλησαν για μια πράξη πρωτοφανούς βαρβαρότητας από μια παρέα νεαρών που θέλησε να σκοτώσει την πλήξη της τα ξημερώματα. Έδειξαν και πλάνα από την μητέρα του ενός εκ των νεαρών, την Τζίνα Σκιάβο, σταρ του Netuno tv.

Γκρο πλάν στο πρόσωπο της υπέρλαμπρης σταρ, που φανερά ταραγμένη, έσπευσε στο νοσοκομείο για να συμπαρασταθεί στον Ινδό μετανάστη. Η σταρ έκλαιγε γοερά. Προσφέρθηκε μάλιστα να αποζημιώσει τον Ινδό με ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό. Ο Ινδός κοίταζε τις κάμερες, κοίταζε την κλαίουσα κυρία που προσγειώθηκε στο κρεβάτι του και δεν μπορούσε να καταλάβει. Εδώ και ώρες πονούσε χωρίς να καταλαβαίνει. Το μόνο που υποψιαζόταν ήταν πως θα περάσει πολλές ακόμα ώρες εδώ μέσα. Αν είχε τα βιβλία του… Τα είχε αφήσει στον σταθμό, μαζί με τα ρούχα του, εκεί, στο μεγάλο χαρτόνι δίπλα από τις σκάλες. Πώς θα γινόταν να τα πάρει; Θα ήθελε να το πει στη νοσοκόμα αλλά δεν ήξερε πάνω από δέκα λέξεις στα Ιταλικά. Αρούν τον έλεγαν, κανείς δεν τον ρώτησε.

Το επεισόδιο με τον Ινδό επισκιάστηκε από την πράξη νεαρών ακτιβιστών που πέταξαν κουβάδες με μπογιά στη γούνα της Τζίνα Σκιάβο, την ώρα που αποχωρούσε από το νοσοκομείο.

 

 

 

 

Στρατής Γαλανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968 και είναι εκ γενετής τετραπληγικός και διετέλεσε μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Πανελλήνιου Συλλόγου Παραπληγικών – ΠΑΣΠΑ.Σπούδασε Νομικά (ΕΚΠΑ, 1991). Εργογραφία: Το πρώτο του μυθιστόρημα «Η Διαδρομή και το Κόμιστρο» (2019, εκδόσεις Λιβάνη) μεταφράστηκε στα Αγγλικά (2021, OnTime Books, «The Route and the Fare». Τον Οκτώβριο του 2021 μεταφράστηκε στα Αγγλικά και ο δεύτερος τόμος της ιστορικής τριλογίας με τον τίτλο «What’s Left: A Scarab». «Η Σονάτα Waldstein» είναι το τρίτο του μυθιστόρημα, αυτοτελές. (2022, Εκδόσεις Υδροπλάνo). Το διήγημά του «Η νοσταλγία του σολομού» περιλαμβάνεται στον επετειακό τόμο των εκδόσεων Πηγή «Από τη γη της Μικρασίας στα μονοπάτια της προσφυγιάς». Ακολουθεί η συλλογή διηγημάτων «Μνήμες – Μνήματα – Μνημεία» (εκδόσεις Μωβ Σκίουρος, 2023).

Η Ευαγγελία Χαραλάμπους-Παυτίνου γεννήθηκε στην Πάφο (1980). Σπούδασε Ελληνική φιλολογία (E.K.Π.Α) και Θέατρο στο «Νέο Ελληνικό Θέατρο». Κατέχει Μεταπτυχιακό και Διδακτορικό δίπλωμα στην Ηθική φιλοσοφία (Ε.Κ.Π.Α). Διηγήματα και παραμύθια της διακρίθηκαν σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς (Ελλάδα, Κύπρο). Διηγήματά της περιλήφθηκαν σε ανθολογίες: «Ιστορίες για την Ελλάδα, Ο Άνθρωπος χωρίς προσωπείο». Διηγήματα, παραμύθια και άρθρα της δημοσιεύτηκαν στο Ηθική, C.S.I., lemilou.blogspot.com, σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά (121 words, periou.gr, fractalart.gr, diastixo.gr, koukidaki.gr, hartismag.gr, monoklread.gr, Κέφαλος, logografis.gr), κυπριακές εφημερίδες/περιοδικά (Άνευ, Καθημερινή, Φιλελεύθερος). Το πρώτο της μυθιστόρημα «Κατακαλόκαιρο» (Μωβ Σκίουρος, Αθήνα, Οκτώβριος 2021) ήταν ανάμεσα στα 5 επικρατέστερα για το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Κύπρου 2021.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top