Fractal

Διήγημα: “Πρόβλημα χώρου”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

 

 

 

“Πρόβλημα χώρου”

 

Ήρθε άξαφνα. Κι άλλες φορές το είχε κάμει. Αποστρεφόταν, έλεγε, τις συγκινήσεις, τις προετοιμασίες υποδοχής, όλα τα τυπικά τον κούραζαν. Ποτέ δεν ήξερα πότε θα ερχόταν. Ήταν απρόβλεπτος.

Δεν μπορώ να πω ότι η άφιξή του αυτή ήταν κάτι απρόσμενο, αλλά μήτε και αναμενόμενο. Ύστερα δεν περίμενα ποτέ κάτι σημαντικό εκ μέρους του. Διαπίστωσα πως, παρ’ όλες τις αλλαγές που έγιναν, δεν άλλαξε προς το καλύτερο μήτε έδειχνε αποκομμένος. Με τις εμμονές του πατέρα δεν αγανακτούσε, ήταν συγκαταβατικός:

“Άφησέ τον να ζει στον κόσμο του, στην παρωχημένη εποχή του”, έλεγε κι είχε επίγνωση. “Στην ηλικία του δεν είναι δυνατό ν’ αλλάξει ιδεολογία και τρόπο ζωής. Είναι και ισχυρογνώμων, ξέρεις. Αν ξερριζώσει από μέσα του, αν πετάξει αυτά που θεμελιώνουν τα πιστεύω και τη ζωή του, όλο το βιωμένο χρόνο, το παρελθόν, θα βρεθεί μετέωρος, στο κενό, πώς θα σταθεί, πώς θα ζήσει; Τι έχει να βάλει στη θέση τους, έχει μείνει πίσω, δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα βήματα του καιρού μας που τρέχει χωρίς σταματημό. Όπως όλοι της γενιάς του. Μη ζητάς πολλά πράγματα από αυτή τη γενιά που έζησε με ψευδαισθήσεις και τροφοδοτήθηκε με τα κατά συνθήκην ψεύδη…”

Τον κοίταξα. Κι είδα τις ρυτίδες που αυλάκωναν το πρόσωπό του. Κάτι τεθλασμένες γραμμές, και το βλέμμα του είχε ένα αξεδιάλυτο σκούρο χρώμα στο βάθος. Δεν υπήρχε εκείνη η γνώριμη λάμψη της νιότης, αλλά το πνεύμα του είχε μια διαύγεια που με τρόμαξε.

Ύστερα χωρίσαμε. Καθένας τράβηξε το δρόμο του. Μπήκαν άλλα πράγματα στη ζωή του καθενός. Όταν ξανασυναντηθήκαμε τυχαία σ’ ένα σταθμό, τον βρήκα μ’ ένα πλήθος αποσκευές. Κυνηγούσε, είπε, σκόρπια πουλιά. Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Οι διαλογισμοί του όμως έμοιαζαν ακίνητοι, σταματημένοι σ’ ένα σταθερό σημείο. Ο κόσμος ανάσαινε βαριάμέσα του, κουρασμένα, και μια ψυχή πεταλούδιζε αναποτελεσματικά στα τρεμάμενα, τσουρουφλισμένα, αδύναμα να σταθούν στο φως, όνειρά του.

“Δεν είναι τόσο εύκολο να ξεχάσεις, ν’ απαλλαγείς από το παρελθόν”, είπε, “όποιο κι αν είναι, σ’ ακολουθεί, σε καταδυναστεύει. Μεγάλο βάρος, βάσανο να τους κουβαλάς όλους εδώ μέσα”, έδειξε με συμπόνια τα κιβώτια μπροστά του και τους μπόγους. “Δεν είναι μόνο αυτά, τα άλλα στην αποθήκη, με κείνα τι γίνεται… Αυτά είναι ό, τι μπόρεσα να πάρω μαζί μου. Α, ήταν πολύ οδυνηρή η εμπειρία: ‘πάρε με μαζί σου! Πάρε με μαζί σου!’ έκλαιγαν. Αδύναμες φωνούλες, ατελείωτες. Ξεχνιέται εύκολα ο πόλεμος, οι μεγάλες απάτες, οι χαμένοι έρωτες; Κάθε φορά που γυρίζω εκεί γλιστράει μέσα μου ένας καημός, μια απογοήτευση, όπως μια σκιουρίτσα κατεβαίνει φοβισμένη τρέχοντας από το δέντρο. Το νιώθεις; Είναι παράξενο συναίσθημα, καταλυτικό. Θυμάσαι τη γέρικη καρυδιά; Έ, δεν απομένει τίποτα εκεί, την έφαγε το ρέμα κι ο καιρός. Και η σπηλιά, το καταφύγιό μας, λέω, κάτω από την καρυδιά, τότε με τους Γερμανούς και τους Εγγλέζους, που παράτησαν τις λίρες… Και την άλλη τη σπηλιά στο Παλιοχώρι, που κρυβόμασταν με τους βομβαρδισμούς των Ιταλών, κι εκείνες τις μεγάλες πέτρες, του αρχαίου κάστρου νότια, πάνε αυτά. Τα καταβρόχθισε όλα ο πολιτισμός κι ο χρόνος. Και η κρανιά μας, αλήθεια τη θυμάσαι την κρανιά κάτω από το πουρνάρι, εκείνο το καχεκτικό δεντράκι, το πλαγιαστό, που έψαχνε τον ήλιο κι είχε γείρει προς το μέρος της ανατολής… Που σκαρφαλώναμε και κάναμε σπιτάκια με πετρίτσες στη ρίζα της; Θυμάσαι που κουρνιάζαμε και τραγουδούσαμε τ’ αντάρτικα; Πάνε όλα! Πάει το παρελθόν του χώρου. Ό,τι απομένει είναι αυτό που κουβαλάμε μέσα μας. Ετούτα δω τα πραγματάκια, που πρόλαβα κι εγώ να συμμαζέψω. Ό,τι προλάβεις είναι η ζωή, ό, τι αρπάξεις…”

Σώπασε. Κοίταξε τις αποσκευές του, χωρίς να περιμένει απάντηση. Και σε λίγο:

“Θα πεις είναι και η αποθήκη. Στην ουσία κι αυτή την κουβαλώ μαζί μου. Δεν το βλέπεις;”

“Κάνεις λάθος”, ψέλλισα. “Τίποτα δεν χάνεται. Το παρελθόν είναι ό,τι αποκομίσαμε από τη ζωή. Είναι πανταχού παρόν και μας καταδυναστεύει. Μας ακολουθεί. Εμείς κοιτάμε μπροστά προς το απροσδιόριστο, προς το αδιόρατο σημείο του μέλλοντος χρόνου…”

Νόμιζα πως δεν με άκουσε. Όμως γελάστηκα.

“Άκου να σου πω, εδώ που φτάσαμε, τα πράγματα μιλούνε από μόνα τους. Θυμάσαι το κόκκινο παλτό της Σοφούλας;”

“Και βέβαια το θυμάμαι. Είναι καρφωμένο στη μνήμη μου σαν ένα κατακόκκινο όνειρο, σαν ένα πουλί με κόκκινες φτερούγες, έτσι που είχε απλωμένα τα μικρά της χέρια, σαν να ήθελε να στηριχτεί ή να στηρίξει τον τοίχο, που ακουμπούσε να μην πέσει πάνω της”, είπα και κατάπια με κόπο έναν ξαφνικό λυγμό, που κόντευε να με πνίξει.

“Αυτό είναι!” φώναξε θριαμβευτικά. Η μνήμη! Όλα τ’ άλλα γίνονται βαρετές, δυσβάστακτες αποσκευές. Τις σέρνουμε μαζί μας, όπου κι αν πάμε. Επειτα, ξέρεις κάτι;”

“Τι;”

“Να, σκέφτομαι πως ο χρόνος είναι μια απάτη, μια σύμβαση με το χώρο.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει χρόνος, δεν έχει διαστάσεις ο χρόνος.

Όλος ο χρόνος είναι μια στρογγυλή στιγμή, που κυλάει και χάνεται, όπως μια σταγόνα δάκρυ. Κοίτα, ο κόσμος στροβιλίζεται ολόγυρά μας, η ζωή ξέστηθη τραβάει το δρόμο της χωρίς να γνοιάζεται για τους πολέμους και τη δυστυχία. Τα παιδιά παίζουν αμέριμνα στην αποθήκη, δεν τα ενοχλεί η μούχλα, τη συνήθισαν. Είναι βλέπεις και το ηλεκτρικό που δημιουργεί ψευδασθήσεις, δίνει άλλη διάσταση στα πράγματα, στον κόσμο, μακραίνει τη διάρκεια της μέρας… Χώνονται ανενόχλητα ανάμεσα στα παλιοπράγματα, που μας τρομάζουν-τόσο πάλιωσε αλήθεια η ζωή- σκαρφαλώνουν στα ράφια, αντίς στην καρυδιά, όπως εμείς έναν καιρό, έχουν μηχανικά παιγνίδια, παίζουν με το φως, έχουν τη δυνατότητα να το αναβοσβήνουν! Καταλαβαίνεις; Βάζουν φρένο στο φως! Αμφιβάλλω αν το συλλογίστηκες ποτέ. Ποιος λογαριάζει τις δικές μας αποσκευές;”

Έκαμα να μιλήσω, να πω κάτι, να αιτιοπλογήσω ήθελα την αλλαγή. Δεν με άφησε. Μου έφραξε το στόμα με την παλάμη του. Ήταν ακόμα τρυφερή κι ας κουβαλούσε τόσους αιώνες στις αποσκευές του.

“Μην πεις τίποτα, δεν ωφελεί”, είπε.

Άρπαξε τις αποσκευές του με κείνα τα χέρια που είχαν ακόμα κάτι από την απαλότητα της παιδικής μας ηλικίας και την τόλμη της πρόωρα χαμένης εφηβείας κι έφυγε.

Έφυγε, χωρίς να με αποχαιρετήσει. Έχω την εντύπωση πως το έκαμε για να μη δω τα μάτια του που είχαν γίνει βρυσάκια, για να κρύψει τη συγκίνηση ή την απογοήτευσή του. Απόμεινα να τον κοιτάζω καθώς απομακρυνόταν, σέρνοντας πίσω του ένα κρύο φως. Τον έβλεπα, ή έτσι νόμιζα, να γυρίζει ολοένα πίσω, σε κάθε στροφή και να μαζεύει ό,τι είχε απομείνει από τα χρόνια της αθωότητας, λες και κάτι τον έδενε μαζί μου. Μπορεί και να ξεφορτωνόταν κάτι από το βάρος των αναμνήσεων. Είναι βέβαιο πως ήταν λυπημένος. Με βαριά καρδιά σε κάθε στροφή άφηνε πίσω του τον κόσμο που δεν μπορούσε ν’ αποχωριστεί. Όταν έφτασε στην ανηφόρα, που έκοβε το δρόμο στα δυο, σταμάτησε.

“Προλαβαίνω, να τον γυρίσω πίσω”, σκέφτηκα.

Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη και τον άρπαξα από το μανίκι. Εκείνος τείναξε αδιάφορα το χέρι του κι απομακρύνθηκε.

Τον έβλεπα να βουλιάζει στο δικό μου φως. Το βλέμμα του έσταζε τη θλίψη του μέλλοντος, την επιούσα οδύνη του μυαλού. Οι στάλες της βροχής από τα μάτια του δυνάμωναν την ενοχή και την οδύνη. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί. Ίσως γιατί μοιάζαμε πολύ από τα νύχια ως την κορφή. Μπορεί που αυτός… είμαι εγώ…Μπορεί που δεν μπορώ να τον αποχωριστώ όσο κι αν το επιδιώκω. Κι αν και το επιδιώκω επίμονα μια ζωή, εξακολουθεί να κουλουριάζεται στη σκέψη μου, μ’ όλες του τις αποσκευές και να βλασταίνει μνήμες στη ζωή μου.

Δεν έχω πει ποτέ μου σε κανέναν τίποτα. Σε ποιον να πω; Και τι να πω; Κι αν πω ποιος θα με καταλάβει; Καθένας μιλάει τη δική του γλώσσα κι αυτήν καταλαβαίνει. Σκέφτομαι μόνο τις αποσκευές που κουβαλάει κάθε τόσο και γέμισε η αποθήκη με παλιά πράγματα. Ακόμα και κείνα τα “παλιούτσικα” φορέματα της Σόνιας, που κουβάλησε τις προάλλες, εκεί τα πέταξε. Κι εγώ αναγκάστηκα να τα ξεκαθαρίσω, να τα πλύνω, να τα σιδερώσω και να τα κρεμάσω αξιοπρεπώς στη ντουλάπα της γιαγιάς, μαζί με τα μωρουδιακά. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα βολέψω διαφορετικά.

Έχω μεγάλο πρόβλημα χώρου”.

 

 

 

 

 

*Από τη συλλογή διηγημάτων, “Ένα μοναχικό ποδήλατο στο Χάμερσμιθ”

Εξώφυλλο: Μάριον Χωρεάνθη

Εκδόσεις: Φιλιππότη, Σειρά: “Έλληνες πεζογράφοι” 105, Αθήνα 2003.

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top