Fractal

Ποιητική κατάδυση στη νύχτα

Γράφει η Μαρία Σκουρολιάκου // *

 

Ιουλίτα Ηλιοπούλου «Το ψηφιδωτό της νύχτας», εκδ. Ύψιλον

 

Μια ποιητική κατάδυση στη νύχτα δοσμένη στοχαστικά και υπερρεαλιστικά. Ένας χάρτης του ουρανού, της θάλασσας και της ψυχής. Μας πλημμυρίζουν κύματα, ευωδιές του ανθρώπου κι  ακούμε μαγικές φωνές, λέξεις δικές μας, αγαπημένες. Φυσάει πόνος, έρωτας, ζωή και μνήμη.

 

Νύχτα κατά τον Ρολάν Μπαρτ είναι κάθε κατάσταση που διεγείρει στο υποκείμενο, το μεταφορικό αίσθημα του σκότους συναισθηματικού, νοητικού, υπαρξιακού, μέσα στο οποίο ταλανίζεται ή ηρεμεί. Ποια είναι όμως η Νύχτα της ποιήτριας;

Η νύχτα της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, ξεδιπλώνεται μέσα από μια ποιητική αλφαβήτα. Κάθε γράμμα από τα 24 του αλφάβητου ονοματίζει τον τίτλο μιας ποιητικής ενότητας  του ψηφιδωτού. Λέξεις και ποιήματα, ψηφίδες γλωσσικές, ψηφίδες αισθήσεων, αισθημάτων, στοχασμού,  όπου όλες οι φωνές και οι έννοιες της νύχτας, κυριολεκτικά και μεταφορικά μας κοινωνούν τα μηνύματα της ποιήτριας.

Γιατί η φωνή των άλλων είναι ο ποιητής. Και γιατί  ο ποιητής,  βλέπει τ’ αόρατα, προσεγγίζει τ’ ανείπωτα κι ήρθε στη γη για να κάμει μαγεία κάθε νιώσιμo, κάθε σκέψη.

Η συλλογή ανοίγει με ένα άκρως συμβολικό δίπολο. Το εισαγωγικό ποίημα επιτηδευμένα άτιτλο θαρρώ, και κομμένο στα δύο, γέμει από αντιθετικές λέξεις που στέκονται απέναντι.

  «Φωνές παιδιών σε μια αυλή που άνοιξε το πορτάκι στην ευτυχία» κι αμέσως η άλλη όψη, «ο φράχτης»( καταλυτική η λέξη τούτη), «το σπίτι κλειστό αφήνοντας ολοένα και πιο δυνατό τον βαθύ παφλασμό της νύχτας». Φως και σκοτάδι, ζωή και μη ζωή, η αρχή τα παιδιά και η νύχτα η κατάληξη.

Οι στίχοι ξεχειλίζουν από στοχαστική μελαγχολία καθώς φωτογραφίζει τα παιδικά χρόνια με λέξεις που συνέχουν και συντηρούν το είναι. Εκείνα τα μικρά τιμαλφή, «ένα κορόμηλο απ’ το δέντρο της αυλής, /μια κούκλα,/ ένα τραγούδι».

   Και μ’ όλα τούτα κι άλλα τέτοια κειμήλια, κρατιέται, στο γκρεμισμένο πολύ καιρό μετά σπίτι, το αγιόκλημα. Με τούτα βάφεται το αύριο. Μέσα στο ενεστώτα της αφήγησης δεσπόζει με έντονα λυρική χροιά, ο αόριστος της μνήμης, η τρυφερά πικρή επίγνωση της αναπότρεπτης φυγής, Το χτες, στο τώρα, η προδοσία του χρόνου, με μιαν αλληγορία που είναι και η πιο αλήθεια.

Στη συνέχεια του αλφαβήτου, ένα ποίημα ερωτηματικό με τις λέξεις να παλιρροούν συνεχώς.   Ξεκινούν από τα απλά των αντιθέτων όπως, Βορράς –Νότος; Θάλασσα- ουρανός; Μνήμη- λήθη; Βαθαίνουν ύστερα. «Λέξεις, ονόματα, χάδια, συλλαβές/ παιδιών που δεν θέλουν  να μεγαλώσουν/,   τα όνειρα,  μα τ’  ακύρωσε ο καιρός».

Όσο προχωρούμε αντιλαμβανόμαστε στη διαλεκτική σχέση των ποιημάτων,  όψεις ζωής που ‘φυγαν μα δεν έσβησαν. Σπίτια θεμελιωμένα στον ορίζοντα, ρίζες που παραδέρνουν στον αέρα. Το φυσικό τοπίο, τα υλικά και άψυχα  ανακαλούνται διαρκώς δεμένα με σπαραχτικές αλήθειες. Στην άκρη τους ο θάνατος. Για την Ιουλίτα Ηλιοπούλου  «Με το χρυσό δρεπάνι του θερίζοντας ζωή ο θεός». Είναι θεός, είναι χάρος; Αναπάντητα, έωρα.

Και πάλι ξημερώνει στο ίδιο αίνιγμα. Όμως ξημερώνει. Η ποιήτρια με την πλάτη γυρισμένη στη νύχτα καλωσορίζει το φως. Καλωσορίζει τον Ηράκλειτο απ’ τα βάθη της σοφίας, θέλοντας να εξορίσει την πληγή του χρόνου και τον πόνο που όμως πάντα θα συμβαίνει και χρησιμοποιεί για τούτο την ευκτική λέξη /καλημέρα/.

Στο ποίημα Δικαιοσύνη, σωρεύονται μάτια που γυρεύουν κατά την ποιήτρια «έναν από μηχανής άνθρωπο/να αποδώσει αλήθεια».

Εδώ βαδίζει στην αρχαία τραγωδία όπου διαχρονικά και αναλλοίωτα, ο απρόσμενος σωτήρας  στο τέλος του έργου, για  να δώσει λύση στο αδιέξοδο, ήταν το θεϊκό πρόσωπο.

Μόνο που η Ιουλίτα Ηλιοπούλου τολμά να μιλήσει για τον από μηχανής άνθρωπο  και δεν του ζητά να αποδώσει δικαιοσύνη αλλά αλήθεια.

Γιατί, όπως μας λέει, «Κρούουν αντίς για κώδωνες  / άτακτα  τα ερριμμένα σιδερικά της νύχτας/ κι ο κίνδυνος απ’ το πλάι περνά εκεί που αποκοιμιούνται υπαίρθιοι».

     Ονομάζει τις βαθιές πληγές από τα σιδερικά που κατοχεύουν τους αποσυνάγωγους και τους βασανισμένους με κάθε έννοια ή μεταφορική σημασία άστεγους του αιώνα μας, τους ρακοσυλλέκτες των ιερών λέξεων  και του σώματος της πατρίδας. Μαζί κι εκείνου του πάντοτε άγνωστου θεού,  τις διαχρονικές σιωπές.

Αυτόν τον αιώνα, τον άφρονα όπως τον καλεί  και στο επόμενο ποίημά της, ο οποίος μονάχα καταγράφει στατιστικά τις τρομερές απώλειες, φορώντας βαριά αλυσίδα στον λαιμό, τους ανθρώπους κι έχει πρόσωπο ελεήμονα. «Και  μην έχοντας άλλον χιτώνα γης να μοιράσει/ κατανέμει τ’ αγροκτήματα τ’ ουρανού στους εποίκους/ Όνομα μικρό κι επώνυμο τ’ όνειρο. Εκτάρια ζωής πόσα;  Ρωτά»  

Να, η ζοφερή εικόνα της παγκοσμιοποιημένης  εποχής  η οποία πουλά άπιαστα  όνειρα κι αγοράζει τους εγκλωβισμένους πια, στον σχεδιασμό της, ανθρώπους. Η πρόθεση κατά, με την  βαριά γραμματική ερμηνεία, πόσο εύστοχα βαλμένη στο ποίημα,  να  δηλοί το δράμα του αιώνα!

Το δράμα τούτο, δηλώνεται από την ποιήτρια και με τον τρόπο των σκιών. Οι σκιές που σήμερα εύκολα εντοπίζονται από το μάτι του μεγάλου  αδερφού.

«Μα εκείνες ακόμα κρατούν του Αδάμ το μαχαίρι/ και στην άκρη της  νύχτας /ρίχνουνε πετονιά να θηρεύσουν τον άγνωστο /τον αθώο/ που με κλεισμένα τα βλέφαρα βλέπει/ το μίσος κι ολόκληρο το συμφέρον.

 Πίσω απ’ τα παραπετάσματά της η Πολιτεία/ Οσφραίνεται τον κίνδυνο κι αναγγέλλει: Θα βρέξει. /Μόλις που μετατοπίζονται μαύρες στο μαύρο οι σκιές./ Ύστερα μια κηλίδα βυσσινιά απλώνει και αργά πολύ καλύπτει/ Όλη τη νύχτα».

    Μια άλλη πτυχή της τραυματικής εποχής μας δίνει η ποιήτρια, με την εικόνα του ξένου, μες στο πουθενά ενός πεζοδρομίου με όλα  συναισθήματα της εγκατάλειψης και της ικεσίας, να κοιτάζει με κλεισμένα τα μάτια των ονείρων τα ψέματα/ Στο πολύ φως της μέρας, /.Σκοτάδι./

Τα σπίτια στην ποίηση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου εγγράφονται  ως οι μάρτυρες του χρόνου μας. Το σπίτι που ερημώνει, πότε από το πάλιωμα της σκεπής, πότε αδειάζοντας από πρόσωπα και πράξεις κι απομένει «το βαρύ του θανάτου τίποτα». Αλλού η ποιήτρια το περιγράφει: Στραμμένο στο φως/ Και όμως κλειστό»  Εικόνες ζωής όπου το φαντασιακό με το πραγματικό μιλούν μέσω της μνήμης αξεχώριστα. Μισανοίγουν πατζούρια, μια γυναίκα τινάζει την πετσέτα, το σπίτι χτισμένο με σιωπές, άδειο πια, ή με τους ήχους ξένων βημάτων. Κι αλλού το εσωτερικό τους με σπασμένα τζάμια, με απομεινάρια κρεβατιού, σκιές που μεγαλώνουν και σβήνουν τ’ αχνάρια των ανθρώπων που πέρασαν.

Σπίτια από φιλιά, σπίτια στην αμμουδιά με όλες τις φωνές να ηχούν. Της χαράς, της ηδονής, της λύπης, της σιωπής. Κι ο άνεμος τις παίρνει ύστερα και αφήνει τα σπίτια σαν καράβια να πλέουν στης νύχτας το πέλαγος, ικέτες, αχθοφόροι «και λιγάκι πιο ύστερα ναυαγοί/ Μια φλογίτσα αφήνοντας να σημαίνει πως κάποτε ήταν χτισμένα /Στην αμμουδιά».

Κι όταν τιτλοφορεί « τέλος καλοκαιριού’’ πάλι αλληγορικά περιγράφει  το σπίτι θλιμμένο με παρατημένα τα υλικά του  μέλη, την ερημιά, τη νύχτα που έρχεται,  και το πρωί σα να χάθηκαν όλα. Ενώ, όπως πάντα, μακριά η ζωή ξημερώνει,  με το λάλημα κάποιου πετεινού  τη νέα μέρα.

 

Ιουλίτα Ηλιοπούλου

 

Με εικαστικές φράσεις και εντυπωσιακές μεταφορές κοιτώντας απ’ το παρατηρητήριο της στρογγυλής σελήνης  περιγράφει  το φυσικό τοπίο των βουνών με θέα από τη θάλασσα προεκτείνοντας τις φυσικές διαστάσεις  σε μια προοπτική εσωτερική και βαθιά του χρόνου.

Θέα και θεά τόσο κοντά. Εξανθρωπίζεται κάθε γήινο  και  θεώνεται  κάθε ουράνιο σώμα στην άλλη του όψη. Γίνονται διάφανα τα βουνά έτσι που να μπορούμε να βλέπουμε πίσω τους τα ακατοίκητα όνειρα,   που πέτρωσε το μάγμα τους. Στην άλλη όψη μια βουκαμβίλια που μόλις άνθισε ή ένας ήχος που φεύγει απ’  φυλακή του χρόνου  και μετατρέπεται σε μελωδία υπό συνθήκες έρωτα.  Μια λέξη κάλεσμα που γεμίζει φιλιά την κάμαρη.  Κι  η σελήνη αιώνες απαράλλακτη,  ενώ όλα περνούν.

«Μια χαραμάδα φως» κι ο κήπος, πόσο παραστατικά δοσμένος με λογιών φυτά, νεαρά, υπερήλικα, ανθισμένα ή άπραγα που ο χρόνος μαραίνει, ξεριζώνει και αναθρώσκει ευωδιές,   γιατί, υπήρξαν «επιθυμίες που  άφησαν παντού πεινασμένες τον σπόρο».

Ο χρόνος πανταχού παρών και ταυτόχρονα απών. Τα ίχνη του ή ίχνος κανένα, περνούν  στην πένα της τρυφερά, σπαραχτικά, νοσταλγικά, με λέξεις και φράσεις που επαναλαμβάνονται, επιτείνοντας τη σημασία,  του να σταθεί ο νους κι η καρδιά μας, να διαβάσει στιγμές, ν’ αφουγκραστεί τους ήχους, να νιώσει πώς δένει το χτες με το αύριο. Πώς οι στιγμές, επιστρέφουν θρόισμα και μελωδία και μες στη νύχτα ψηφιδωτό.

Όπως, κείνοι που έφυγαν, που επιστρέφουν αόρατοι σ’ ένα βράδυ  Επιταφίου: Μας λέει:

«…Αργά τον δικό τους ν’ ακολουθήσουν  Επιτάφιο/ σκυφτοί μες στο πλήθος ανάμεσα/ κι έξω απ’ το σπίτι τους να περάσουν/ τις γεμάτες άνθη νεραντζιές σαν αγγίζοντας/ απ’ τα βάθη του ύπνου τους/ να προσφέρουν αόρατοι μιαν αληθινή αφορμή».

       Με τρυφερές λέξεις, εικόνες ζωής, με τις δυο ή και περισσότερες όψεις της, όπου μέσα από τα πικρά, των συχνά διαψεύσεων, όπως λόγου χάριν στο γράμμα Ξι –ξημερώνει.

΄Η,  ο έρωτας στο Έψιλον της αλφαβήτας, που από μόνη της η λέξη είναι ολόκληρο, και στο Ζήτα,  η ζωή δυνατή κατακλύζοντας τη σελίδα, ενώνει το χτες που έφερε ως εδώ κάθε πολύτιμο,  αλλά και κάτι που ακινητεί σε μουσειακή ζώνη, δείχνοντας τι πέρασε, κι έζησε, κι αγάπησε.

Και θήτα, θάλασσα. Εδώ η θάλασσα της ζωής αλλά και της έλλειψης ή της απουσίας.

    Την ξαναβρίσκουμε τη θάλασσα  στο Πι –ΠΑΡΑΠΟΝΟ. Σε μια  συγκινησιακή  κορύφωση  στίχων.

      «Δεκαεννιά φορές η θάλασσα / κι ούτε μια μαζί σου/ κι ας έλεγαν οι Εφέσιοι χωρικοί / δεν μπαίνει ποτέ κανείς ξανά στον ίδιο Έρωτα/- Ποταμό έλεγε ο ένας, το ξέρω-  Κι ανεβαίνει η θάλασσα / σέρνοντας κοράλλια κι όστρακα/ τα θα’ πρεπε, τα θα γυρίσω/ Ώσπου δε διακρίνεται πια τίποτε/ μόνο ένα παράπονο παιδικό αγκυλώνεται στην καρδιά μου/ Και φωτίζεται πιο πολύ ξαφνικά το στερέωμα. Νύχτα Αυγούστου».

Πάει κόντρα στον Ηράκλειτο, μπαίνοντας στην ίδια θάλασσα αλλά μέσα από το παιδί εντός μας.

Το παιδί που κρατά στην απόχη του τα όνειρα, πάντα βγαλμένα από τη μήτρα του νερού.

Κάποια «γίνονται λέξεις,/ κι άλλα που δεν θα προλάβουν/ κι άλλα κάτω απ’ το νερό/ κραυγές.

     Στην απέναντι βγαίνοντας – παιδί ξανά- ακύμαντη παραλία. Πρωί με διπλό πανάκι πλέουν τα όνειρα / Πόσα άραγε έφτασαν στην απέναντι ακτή;» Αναρωτιέται μαζί μας η ποιήτρια.

Ύστερα:  Χωρίς παιδί/ να επιχειρεί μοναδικές καταδύσεις στο κενό/ με μόνα τα κατάλοιπα ανασκαφών βαθιά σ’ άγνωστο χρόνο/ χωρίς παιδί να χτίζει με τις συλλαβές το ανέφικτο/και να το ξέρει.

Με όλα τα χρώματα, τις ευωδιές της ζωής  ή την αψιθιά του ανεκπλήρωτου, κέντησε το ψηφιδωτό της η Ιουλίτα Ηλιοπούλου.

Μια ποιητική κατάδυση στη νύχτα δοσμένη στοχαστικά και υπερρεαλιστικά. Ένας χάρτης του ουρανού, της θάλασσας και της ψυχής. Στα μάτια μας περνούν άστρα, βότσαλα, όστρακα, μας πλημμυρίζουν κύματα, ευωδιές του ανθρώπου- ωσί κήπου-,  κι  ακούμε μαγικές φωνές, λέξεις δικές μας αγαπημένες. Φυσάει πόνος, έρωτας, ζωή και μνήμη.

Οι στίχοι πυκνοί, σμιλεμένοι με επιδεξιότητα ιδιαίτερη φέρουν  πλούσιες  εικόνες για τις μύχιες πλευρές των πραγμάτων, χωρίς υπερχειλίζοντα λυρισμό,  ενώ η παράθεση λέξεων είναι σχεδόν ρυθμική. Με γλώσσα  ρέουσα και   αποκαλυπτική  ποιητικής παιδείας.

Συνομιλεί με τα πανάκριβα του λόγου, τον Ευριπίδη και τον Ηράκλειτο, τολμώντας  με τις λεκτικές της αμφισβητήσεις  να αντιστρέψει τους κανόνες τους.

Σε αρμονική σύζευξη οι αντιθέσεις της, δημιουργούν μια ξεχωριστή αίσθηση του δίπολου που μας ακολουθεί δια ζωής.  Για ό, τι κρύβει η νύχτα ή ό, τι αποκαλύπτει από εκείνες τις στιγμές που γινόμαστε οι άλλοι  μέσα μας.

«Μικρό βαρκάκι που άφησε στον ύπνο του ένα  παιδί/ κι έφτασε χρόνια πολλά  μετά/ ν’ αράξει ξύλινο βαπόρι στο Παλιό Λιμάνι./ Γραμμή γραμμή θαλασσινή στεριές και βότσαλα/ γράφοντας στο χαρτί/ Ζάστανο, Αγριόπετρες, Βρυσάδα, Αλαχνά, Έλωνα, Λιγονέρι, /και πάνω εκεί σημειώνοντας με πράσινη νερομπογιά/ Λουίζες, αρμπαρόριζες,  βασιλικά, λεβάντες, ώσπου / αργά αργά βαρύ απ’ τα πολλά τα όνειρα  βαρκάκι ενός παιδιού/, κατάκοπο να γείρει στο παχύ στρώμα των νερών/ να ξαποστάσει  Μεγάλο πετροκάραβο που το’ φερε ο βοριάς  / Να βλέπει γαλήνιο κι από κοντά / το νησί που αγάπησε, των αρωμάτων».

Εδώ ακούω τον  Χέγκελ που λέει «…γιατί τα παιδιά είναι η μόνη κατορθωμένη ομορφιά και τα  αθώα βλέμματά  τους είναι η μόνη μας παρηγοριά απέναντι  στη ζοφερότατη πορεία προς το θάνατο που λέγεται ζωή.

Γιατί γράφοντας ποιήματα δεν ζητάμε ακριβώς εξηγήσεις. Η συγκίνηση, το ρίγος, το μεταίσθημα, που τελικά αφήνει,  είναι.

Η δύναμη του ποιητικού λόγου πηγάζει ακριβώς   από το γεγονός  ότι μνημειώνεται  μέσα μας, χωρίς ν’ αποσαφηνίζεται. Αναζητούμε ωστόσο    την αλήθεια κάθε ποιήματος. Γιατί με την ποίηση προσπαθείς να φτάσεις στην καρδιά του άλλου μιλώντας όχι μόνο με τη δική σου φωνή αλλά και με τη φωνή του άλλου.

Κι αυτό συμβαίνει σε τούτη την ποίηση. Φτάνει στην καρδιά μας και μας ταξιδεύει στο νησί μέσα μας που λέγεται ύπαρξη.

 

 

 

* Η Μαρία Σκουρολιάκου είναι ποιήτρια. Εργάστηκε στην Εθνική τράπεζα. Σπουδάστρια του Ανοικτού Πανεπιστημίου, στον Ελληνικό Πολιτισμό. Μέλος του Κύκλου Ποιητών. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Αντίδωρο καρδιάς», «Δακτυλικά Αποτυπώματα», «Ακάθιστος Λόγος» και «Χρώμα Αύριο», για το οποίο τιμήθηκε το 2017 με το βραβείο «Μάρκου Αυγέρη». Έχει γράψει για το έργο μεγάλων μας ποιητών: Του Κώστα Βάρναλη, του Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιάννη Ρίτσου (Η κριτική της  είναι καταχωρημένη στην επίσημη ιστοσελίδα του ποιητή), του Νίκου Καρούζου καθώς και νεοτέρων όπως του Κώστα Θ. Ριζάκη και άλλων ποιητών και συγγραφέων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top