Fractal

✩ Προδημοσίευση: Ιφιγένεια Θεοδώρου «Είναι μια θάλασσα», εκδ. Ίκαρος

 

 

 

Ιφιγένεια Θεοδώρου «Είναι μια θάλασσα», εκδ. Ίκαρος

Ημερομηνία κυκλοφορίας: Δευτέρα 19/03

 

 

Συμπέλ

«Είσαι ευτυχισμένη, καρδούλα μου;» Η ερώτηση έμενε πάντα μετέωρη στα χείλη της μητέρας μου, κολυμπούσε στα μάτια της, την έβλεπα, όσο μπορείς να δεις μια γυμνή από λέξεις ερώτηση. Απεγνωσμένα επιχειρούσε να βρει την κατάλληλη στιγμή, η αγωνία να μεταφραστεί σε καθησυχαστικό ήχο και οι λέξεις να ακουμπήσουν στο κενό ανάμεσά μας, να γίνουν κορδόνι που θα μας έδενε έστω για λίγο σε μια ανάπαυλα εξομολόγησης.

Τι αφελής ερώτηση! Εντυπωσιαζόμουν γιατί η μητέρα μου μόνο αφελής δεν ήταν. Στις αμήχανες σιωπές που ακολουθούσαν την πνιγμένη ερώτηση η μητέρα μου έκλεινε προς στιγμήν τα μάτια της, όπως τα κλείνει μια γάτα ως συναισθηματική ανταπόδοση στον ευτυχή κηδεμόνα της. Όταν τα ξανάνοιγε, η ερώτηση είχε καταποντιστεί στον βυθό των ματιών της. Χαμογελούσε, η ματαιωμένη ερώτηση γινόταν μια σταλίτσα πίκρας στο κάτω χείλι της.

Ίσως να έφταιγε η μητρική της γλώσσα για αυτά τα βασανιστικά κενά. Αυτή η γλώσσα που η μάνα μου την εξόρισε διά παντός από το στόμα της. Απόφαση σκληρή, επιλογή ζωής. Το σ’ αγαπώ το λες και το εννοείς σε άλλη γλώσσα, μα πώς να νανουρίσεις και να χαϊδολογήσεις ένα μωρό με λέξεις ξένες; Όχι, δεν ήταν αφελής η μάνα μου. Ήταν Τουρκάλα που αποφάσισε να περάσει το πέλαγος και να στρατοπεδεύσει, ναι, έτσι, ως άλλος εχθρός πολιορκητής, στα σύνορα της Αθήνας με τη Νέα Σμύρνη. Αυτή την απόσταση ασφαλείας είχε ορίσει η γιαγιά μου όταν έδωσε την άδειά της να φέρει ο γιος της νύφη από την απέναντι ακτή. Είχε πάει ο πατέρας μου πριν από χρόνια στη Σμύρνη να βρει το σπίτι του παππούλη του και είχε γυρίσει με τη Συμπέλ στην αγκαλιά του. Η γιαγιά μου δεν όρισε μόνο χιλιομετρική απόσταση από τη νύφη της, αλλά και την απαγόρευση της τουρκικής γλώσσας στο σπίτι μας. Ο ερχομός μιας εγγονής άλλαξε βέβαια τους όρους της συνθήκης, με τον καιρό η ηλικία της γιαγιάς μου και η λατρεία της για μένα μίκρυναν την απόσταση των σπιτιών μας, όμως απαράβατη έμενε η άλλη ρήτρα, ούτε λέξη στα τουρκικά, ούτε η παραμικρή ανταπόδοση προς τη μητέρα μου, που ως άριστη μαθήτρια μιλούσε ελληνικά καλύτερα από την πεθερά της.

Η γλώσσα είναι πατρίδα. Το χρώμα της θάλασσας είναι το ίδιο, μπλε του ουρανού, βαθύ σκούρο ή γαλαζοπράσινο, το σάλιο γεμίζει ίδια το στόμα στη μυρωδιά της τσιγαρισμένης μελιτζάνας, οι μελωδίες ακούγονται απαράλλαχτες από τη μια στεριά στην άλλη. Τι να σου κάνει όμως ένα τραγούδι ορφανό, λειψό από νόημα; Η μουσική σκοντάφτει χωρίς στίχο. Ίσως πάλι, καθώς μουρμουρίζεις τις αποστηθισμένες νότες μέσα στο μυαλό, τρέχουν τα λόγια τα απαγορευμένα, είναι μια παρηγοριά πως δεν τα ξέχασες.

Πώς να ξεχάσεις μια πατρίδα που άφησες πίσω; Όμως ξαφνικά, ένα πρωί, μία λέξη, ένα ξέσπασμα, ένα αχ! Ακούσιο πισωγύρισμα, παράβαση του όρκου.

«Βάι, ανετζίμ!» φώναξε η μαμά μου και της έφυγε το τηλέφωνο από το χέρι. Κατέρρευσε στο χολ, μπροστά στα μάτια μου. Το κλάμα της είχε στην αρχή ένα κόμπιασμα, ένα παράπονο, θαρρείς και δεν ήξερε να κλαίει στα ελληνικά, ο πατέρας μου δεν της είχε δώσει το παραμικρό δικαίωμα. Στο σπίτι την είχε βασίλισσα. Την έκλεισε στα χέρια του, το παράπονο έγινε αναφιλητό, σπαραχτικό. Ίσως έκλαιγε γοερά όχι μόνο για τη μάνα της που πέθανε ξαφνικά, αλλά και για τη γλώσσα της που την είχε θάψει καιρό πριν. Από έρωτα.

Έφυγαν για την κηδεία της γιαγιάς που δεν είχα συναντήσει ποτέ. Ο πατέρας μου ταξίδεψε μαζί της, εκείνον δεν τον έπιαναν οι απαγορεύσεις της μάνας του. Αποκλειόμουν πάντοτε από τα κοινά τους ταξίδια στην Τουρκία, ούτε ένα καλοκαίρι δεν πέρασα το Αιγαίο Πέλαγος, κι εκείνο έμενε μια θάλασσα αταξίδευτη, απαγορευμένη για μένα. Άξενη. Γι’ αυτό δεν έτρωγα τίποτα θαλασσινό. Σιχαινόμουν τα μπαρμπούνια και τις γαρίδες, με τρόμαζαν τα μάτια τους, γουρλωμένα από την έκπληξη καθώς με αντίκριζαν μέσα από το πιάτο. Ζωγράφιζα όμως καράβια. Συνήθως με μια κατακόκκινη κορδέλα να τυλίγει την πλώρη τους και πάντα με το ίδιο όνομα: Κυβέλη.

Η μητέρα μου αγαπούσε το όνομά της κι ήταν περήφανη για την πανάρχαια καταγωγή του. Θεά της γης, της πέτρας, μητέρα των θεών, έτσι έμαθα να εξηγώ στις συμμαθήτριες και αργότερα στις παρέες μου το εξωτικό όνομά της. Αντίθετα, το δικό μου όνομα έμοιαζε κοινό και τετριμμένο, κληρονομιά από τη μάνα του πατέρα μου. Μαρία έβρισκες σε κάθε γωνιά της Γης.

Η μαμά μου γύρισε από την κηδεία της μητέρας της χωρίς μαύρα ρούχα, φέρνοντας μια τεράστια βαλίτσα στο σπίτι. Δεν την άνοιξε. Έτσι όπως την έφερε την ανέβασε με τη βοήθεια του μπαμπά στο πατάρι και την ξέχασε. «Τι έφερες;» τη ρωτούσα, σήκωνε τους ώμους, «τίποτα» εννοούσε, όπως τις φορές που δεν έβρισκε τις κατάλληλες λέξεις για να απαντήσει ή χρησιμοποιούσε τη σιωπή για να κερδίσει χρόνο. Η φαντασία μου φούντωνε· καθετί απαγορευμένο παίρνει αλλόκοτες διαστάσεις στο μυαλό ενός παιδιού, και ήμουν ένα παιδί που μάντευε ρωγμές στους τοίχους του σπιτιού μας. Από κει περνούσαν ήχοι που δεν ήξερα, ψίθυροι που δεν καταλάβαινα, μυστικά που μάντευα ότι τα κρατούσαν κρυμμένα. Μόνο η πραγματικότητα με ισορροπούσε, γιατί αντιλαμβανόμουν ότι μια βαριά βαλίτσα που δυο άνθρωποι την ανέβασαν με τόσο κόπο στο πατάρι δεν περιείχε απλώς ένα τίποτα.

«Η μάνα σου είναι Τουρκάλα», μου σφύριξε ένας συμμαθητής μου μια μέρα την ώρα που σχολούσαμε. Ακούστηκε περισσότερο σαν απειλή για τον ίδιο παρά σαν βρισιά ή κοροϊδία για μένα. Έφυγε τρέχοντας κι άφησε πίσω του αποκαΐδια του φόβου του, θαρρείς και τον κυνηγούσε ένα λεφούσι Τούρκων. Ήταν καιρός που το ήξερα, είχα τον χρόνο να το επεξεργαστώ και να το χωνέψω. Είχα φτάσει δέκα χρονών όταν το έμαθα, η μητέρα μου μου μίλησε για τη Σμύρνη όπου γεννήθηκε, για το σπίτι με τις λεμονιές και το περιβόλι, για τους γονείς της που έφυγαν στην Πόλη, για τον πατέρα της που της τραγουδούσε ένα νανούρισμα χωρίς λόγια. Τα λόγια τα ελληνικά είχαν χαθεί στο πέρασμα των χρόνων, όπως ακριβώς είχαν χαθεί και οι πρώτοι κύρηδες του σπιτιού στη Σμύρνη. Είχαν μείνει τα κλειδιά στα χέρια του παππού μου, αμούστακο παιδί ήταν τότε και ορφανό, δούλευε για τον Ρωμιό έμπορο, που φεύγοντας αξημέρωτα λίγο πριν μπουν οι τσέτηδες στην πόλη, του έβαλε στο χέρι τα κλειδιά, «για να ποτίζεις τα δεντριά σαν να ’τανε δικά σου», του είχε πει. Κι αυτό το σπίτι έγινε η αιτία και συναντήθηκαν οι δικοί μου γονείς. Είχε πάει στη Σμύρνη ο πατέρας μου να ψάξει το πατρικό. Η τύχη και ο έρωτας συνηγόρησαν, γνώρισε τη Συμπέλ την Τούρκισσα, έτσι την αποκαλούσε στην αρχή η γιαγιά μου. Χωρούν όμως στον έρωτα σημαίες;

Η Συμπέλ ήξερε από εμπόδια. Έμαθε και από έρωτα. Ότι είναι ικανός να σε κάνει να ξεχνάς μέχρι και το όνομά σου. Τους γονείς σου, τους φίλους και το σπίτι σου. Ακόμα και τις λέξεις. «Τις λέξεις;» ρώτησα. «Ναι, μερικές φορές τις ψαρεύω στην τύχη», μου απάντησε. «Πώς είναι να ψαρεύεις λέξεις στον βυθό;» «Μία η θάλασσα και η αλμύρα ίδια», αποκρίθηκε.

Πήρε μετά τη σκάλα κι ανέβηκε στο πατάρι. Την άκουσα που έσυρε τη βαλίτσα μέχρι το άνοιγμα του παταριού. Άκουσα το κλειδί που γύρισε μια και δυο φορές, τον θόρυβο της κλειδαριάς στη μία πλευρά κι έπειτα στην άλλη. Φυτεμένη κάτω από τη σκάλα, με το κεφάλι τεντωμένο, ανυπομονούσα για τους θησαυρούς που θα έβγαιναν στο φως, όσα είχα φανταστεί ότι έμεναν εκεί κρυμμένα, αυτά που φύλαγε η γιαγιά μου, όσα μου έστειλε από την άλλη μεριά της θάλασσας. Τόσο καιρό περίμενα…

Ρούχα αγαπημένα, βεντάλιες κοκάλινες, δαντελένια μεσοφόρια και γούνινα καπελάκια, μεταξωτά γάντια και κεντημένα μαντίλια, κρυστάλλινα μπουκαλάκια με βαριά αρώματα, ασημένια κουτιά με μονογράμματα, φωτογραφίες ασπρόμαυρες και κούκλες μιας άλλης εποχής. Όλα όσα άγγιξε και φόρεσε και αγάπησε. Η γιαγιά μου, η άλλη.

Η μάνα μου από ψηλά με φώναξε. «Έλα πάνω, Μαρία…» Ανέβηκα τα πρώτα σκαλιά με λαχτάρα, στο τέταρτο σκαλί κρατήθηκα γερά, ταλαντεύτηκα λιγάκι, καθόλου δεν πτοήθηκα, έμεναν άλλα δυο για να φτάσω, να χορτάσω την περιέργεια και την προσδοκία μου. Η μαμά μου, γερμένη πάνω από τη βαλίτσα, χαμογελούσε, έλειπε όμως εκείνη η σταλίτσα πίκρας στα χείλη της. Κι έφτασα και στηρίχτηκα στα χέρια της, με τράβηξε πάνω της κι έσκυψα ανυπόμονη να δω τι έκρυβε η βαλίτσα. Και είδα μόνο βιβλία. Βιβλία μικρά, βιβλία μεγάλα, με τίτλους δυσανάγνωστους, και τετράδια κιτρινισμένα απ’ τον καιρό, γράμματα σε μια γλώσσα άγνωστη. Κοίταξα μια τη μαμά μου και μια τη βαλίτσα που ήταν ξέχειλη από βιβλία τουρκικά. Κι η μαμά μου, ευτυχισμένη, λαμπερή, εκεί στην άκρη του παταριού έπιανε την άκρη του κορδονιού, έβρισκε πάλι τη μητρική της γλώσσα.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟΥ

 

Αλήθεια, πως σμιλεύει ο Χρόνος τους χαρακτήρες ενός βιβλίου; Μεγαλώνουν όπως όλοι μας; Γερνούν; Μένουν αιχμάλωτοι στις κλειστές σελίδες ή δραπετεύουν από τις ιστορίες και τους συγγραφείς αναζητώντας πλήρωση μέσα από ένα διαφορετικό τέλος.

Τριάντα χρόνια μετά, η Ιφιγένεια Θεοδώρου συναντάει ξανά τους ήρωες του πρώτου της βιβλίου Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη ξαναπιάνοντας από την αρχή το νήμα της ζωής τους. Ιωάννα, Έλσα, Ευτυχία, Μιχαήλ Άγγελος, Συμπέλ, Πολίτισσα, Ιφιγένεια της Εφέσου: εφτά γνώριμα πρόσωπα που ακόμα αναζητούν εκείνη την πρωταρχική θάλασσα-πατρίδα που αγκαλιάζει και παρηγορεί σαν στοργική μητέρα.

Μια συλλογή διηγημάτων που μελετάει την ιστορική αλλά και εσωτερική εξορία των ανθρώπων, την ασβέστη λαχτάρα του νόστου για έναν τόπο προγονικό και τα παράδοξα παιχνίδια που παίζει ο χρόνος στη ζωή, την έμπνευση και τη δημιουργία.

 

 

 

 

Η Ιφιγένεια Θεοδώρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Παρακολούθησε σπουδές βιβλιοδεσίας τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών “La Cambre στις Βρυξέλλες και σεμινάρια συντήρησης χαρτιού στη Σχολή Συντήρησης και Βιβλιοδεσίας στην Ασκόνα της Ελβετίας. Συµµετείχε σε ομαδικές εκθέσεις βιβλιοδεσίας τέχνης. Δίδαξε ελληνικά, ως εθελόντρια, στην Εθνική Σχολή της Βιέννης και στο Διεθνές Σχολείο Berlitz στη Βόννη και στην Κολωνία. Σύντροφος για πολλά χρόνια Έλληνα διπλωµάτη, έζησε σε χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, µεταφέροντας στα βιβλία της τις εµπειρίες της. Το 1997 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων της Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη από τις εκδόσεις Ίκαρος. Ακολούθησαν τα βιβλία Μελέκ θα πει άγγελος (Ελληνικά Γράµµατα, 2001· Εκδόσεις Πατάκη, 2015), που ήταν υποψήφιο για το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω, Γλώσσα από µάρµαρο (Ελληνικά Γράµµατα, 2005· Διάπλαση, 2018), Η γεύση της ερήµου (Εκδόσεις Πατάκη, 2012), το οποίο μεταφράστηκε στα αραβικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Sefsafa του Καΐρου, και Το λίγο που τελειώνει (Εκδόσεις Πατάκη, 2021). Έχει µια κόρη και σήμερα ζει στην Αθήνα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top