Fractal

Μεταφράζοντας τη ζωή

Γράφει ο Αντώνης Ε. Χαριστός //

 

 

 «Σκέπασέ με μονάχα», Σόνια Ζαχαράτου, Εκδ. Συρτάρι

 

Η συλλογή διηγημάτων τής Σόνιας Ζαχαράτου αποτελεί την πεμπτουσία της ψυχογραφικής ανάλυσης χαρακτήρων, σε ένα πεδίο αναφοράς που ελκύει το ενδιαφέρον του στο σώμα και τις προεκτάσεις αυτού. «Σκέπασέ με μονάχα» ο τίτλος αυτής και ανατρέχει με τρόπο άμεσο και δεικτικό στις διαστολές τού χρόνου και τής μνήμης, σε ένα πρώτο επίπεδο μετεωρισμών. Πράγματι, ήδη από τα πρώτα διηγήματα διαπιστώνει ο αναγνώστης την απόσταση που επιδιώκει να αναπαραστήσει, όχι τεχνικά, αλλά βιωματικά, στο πλαίσιο της εμπειρικής προσέγγισης πεπραγμένων. Το πρόσωπο του πατέρα και η θάλασσα ως χωρική διάσταση της εσωστρεφούς ανάλυσης των δεδομένων, αναγκάζει τη συγγραφέα να αναμετρηθεί με τον χρόνο ως ψυχαναλυτική πρόσμιξη ετεροτήτων. Στη μία όψη καθρεφτίζονται οι εξωτερικές συνθέσεις τού περιβάλλοντος κόσμου· στην άλλη όψη ισορροπεί το «εγώ» στην αυτοτέλεια ενότητα της απομόνωσης. Στο στάδιο ωρίμανσης της τελευταίας η δημιουργός εναποθέτει τις ελπίδες της, ώστε οι λησμονημένες εικόνες τού παρελθόντος να επανέλθουν στο προσκήνιο της προσωπικής ιστορίας με γνώμονα, αυτή τη φορά, τις προσωπικές, αυτόνομες, επιθυμίες και προσδοκίες. Σε αυτή την περίπτωση, δεν λειτουργεί ο χρόνος ως εφαλτήριο κριτικής ανασύνταξης, αλλά ως τεκμήριο αθωότητας, σε έναν κόσμο που αρνείται πεισματικά να γνωρίσει την αυθεντικότητα των αισθήσεων. Μια αλυσίδα πολλαπλών ρόλων η ανάγνωση της ιστορίας και η ατομικότητα σε αυτήν επενδύεται μέσα από την ενηλικίωση του θανάτου. «Κι ο μπαμπάς μου σκεπτόταν τον μπαμπά του. Δεν είμαι μόνο εγώ που τον σκέπτομαι. Μπορεί όλοι οι άνθρωποι να σκέπτονται τον μπαμπά τους και τη μαμά τους. Ο μπαμπάς μου σκεπτόταν τον δικό του μπαμπά, τον παππού μου» (σελ. 21) και η γενεαλογική προέκταση μεταφέρει τις υποστάσεις τού χρόνου στον παρόντα χώρο, ως προμετωπίδα υποστασιακής υπεκφυγής.

Η συγγραφέας δεν αναπολεί στιγμές, και μόνο· αναπολεί τον χρόνο που τέθηκε σε ακινησία όταν οι στιγμές αυτές λάμβαναν χώρα. Και, στην ύστατη απόπειρα να νοτίζει με περιεχόμενο την απολεσμένη ταυτότητα, αναζητά τις πτυχές εκείνες της ανθρώπινης συμβίωσης, προκειμένου να νοηματοδοτήσει από μηδενική βάση τις προοπτικές ενός ολικού αδιεξόδου. Ο θάνατος, δεν αφορά την υλική αποδέσμευση από τη συνείδηση της πραγματικότητας, με το δρων υποκείμενο σε ρόλο ρυθμιστή αυτής, αλλά καθίσταται η Αχίλλειος πτέρνα των επιλογών, που κατονομάζουν σε «θάνατο» την πρόθεση των συναισθηματικών και ψυχολογικών υποστάσεων. Δεν είναι η υλική φθορά, πραγμάτων και προσώπων, που μοιάζει ολοένα περισσότερο να εμβαθύνει στο τέλμα τής απόγνωσης. Είναι, αντίθετα, η προσωπική έκκληση για αυτογνωσία, σε έναν ασφυκτικά περιοριστικό μηχανισμό απομάγευσης της πραγματικότητας· και αυτήν ακριβώς την οπτική, η συγγραφέας την υπογραμμίζει με αναφορές και περιγραφές λεπτομερούς καταγραφής. Στις ανθρώπινες, αυτές, σχέσεις, και δη όσες περιλαμβάνουν τον πυρήνα, ειδικότερα, της οικογενείας και ευρύτερα των σχέσεων που τα μέλη αυτής διαμορφώνουν με άτομα πέραν των ορίων της, η δημιουργός δεν περιορίζει την οπτική της αποδοχή στο περιβάλλον εκείνο που επιτρέπει, δικαιωματικά, την άσκηση λόγου και κρίσης. Δεν περιορίζεται, με άλλα λόγια, στο καθαυτό οικογενειακό περιβάλλον και τα πρόσωπα που το ορίζουν. Αντίθετα, επαναφέρει, στη σκηνή τής πράξης, τα δεδομένα που συναποτελούν το πεδίο βολής των εξωτερικών συμβαλλόμενων μερών. Επίκεντρο αυτής, το σώμα.

 

 

Σόνια Ζαχαράτου

 

«Το σώμα μου ξένο. Ξένο σώμα. Αυτό που κουβαλώ και δεν είναι δικό μου. Δεν είναι δικό μου. Το πήρε ο άλλος μαζί του. Το πήρε κι έφυγε» (σελ. 30). Σε αυτές τις διαδοχικές σειρές λέξεων, με το νόημα αυτών να δαπανάται με τρόπο χειρουργικό σε μία ψυχογραφική αναπαράσταση στιγμών και περιθωρίων, η δημιουργός μεταθέτει το ζήτημα της ύπαρξης στην υπόσταση που πια αποκτά εξωτερικό σημείο αναφοράς. Το σώμα, όχι ως υλική δέσμη προσλήψεων, αλλά ως κέντρο ελέγχου και επιβολής περιορισμών, δέχεται μια σειρά από σημεία ήττας και οπισθοχώρησης, δίχως το υποκείμενο να είναι σε θέση να διαπλάσει την ταυτότητά του σε αλληλεπίδραση με τη βούληση για ζωή. Η τελευταία δεν της αναγνωρίζεται, παρά μόνο για εργαλειακούς λόγους. Αυτούς τους λόγους διερευνά στο διήγημα «ο πατέρας» και μέσα από τις σελίδες του διαπιστώνει κανείς την πατριαρχική αισθητική αντίληψη της πραγματικότητας, στον κοινωνικό περίγυρο του παρόντος χρόνου. Δεν αποτελεί μία τυχαία εργαλειακή μεταχείριση του γυναικείου σώματος, ως πεδίο επικράτησης του κυρίαρχου παθολογικού αφηγήματος, αλλά και ως μορφολογική αποτύπωση της κοινωνικής σύμβασης. Η συλλογική μνήμη επικαθορίζει την ατομική συρρίκνωση, δίχως, ωστόσο, να τη ματαιώνει. Από αυτήν τη δυνατότητα στηρίζεται η δημιουργός και επανέρχεται επιμελώς στις λεπτομέρειες ενός τραυματικού παρελθόντος, προκειμένου να αναδείξει τις πτυχές μιας πορείας ανολοκλήρωτης δυστυχίας. Δεν είναι οι στιγμές υπονόμευσης της προσωπικότητας, που περιβάλλουν τη ματαίωση των επιθυμιών· είναι η στοχευμένη πρόσληψη του συλλογικού αφηγήματος, που ορίζει τις συντεταγμένες άρνησης και υποσκελισμού τού σώματος (αποκλειστικά γυναικείας φύσης) από τις εφαρμοσμένες ιδεολογικές αφετηρίες αυτής. Η γυναίκα αποκτά οπτικό περιεχόμενο όταν νοηματοδοτείται στην πατριαρχική καταδυνάστευση, σε πλήρη σύμβαση με τα κυρίαρχα πρότυπα αξιακών αρχών. Ο θάνατος, πλέον, ως εκδίκηση, δεν αποκαθιστά την τυπική τάξη πραγμάτων, που άλλοι καθόρισαν πριν από εμάς για εμάς. Ισορροπεί την εσωτερική αθέατη όψη τής προσδοκίας τού υποκειμένου, σε έναν κοινωνικό περίγυρο που αγνοεί τη δικαιοσύνη, τόσο ως αξία θεσμικής αρχής, όσο και ως ταυτότητα, καθώς αποτελεί προέκταση της συλλογικής ανισότητας και τίθεται επικεφαλής τής αντίστοιχης δομικής εκμηδένισης του υποκειμένου.

Ανάμεσα στο παρών και στο παρόν, η δημιουργός στέκει ενώπιον του καθρέφτη που διαμορφώνει επιδέξια τις λεπτές πτυχές τής προσωπικότητας. Σε αντιπαραβολή (έως και αντιπαράθεση) με τη συσσώρευση εικόνων, η συγγραφέας αφαιρεί τμηματικά τις υπόγειες αφυπνίσεις τής εμπειρίας και τις μεταπλάθει σε ορίζουσες της απροκατάληπτης ερμηνείας και μετάφρασης της ζωής. Δεν γνωρίζει σύνορα και όρια αυτο-περιορισμού, αλλά εμβαθύνει σε κάθε μύχια σκέψη, σε κάθε απλωμένη, στον ψυχικό πυθμένα, πράξη και συστήνει την ενέργεια ενός ή περισσοτέρων προσώπων με τρόπο εκστατικό. Κάθε πόνος στο σώμα, μετατρέπεται με στατική εικόνα μίας ενέργειας δίχως επιστροφή. Είναι εκεί, δίχως τεχνητά φκιασίδια, όπως ακριβώς την κατέγραψε, ώστε να την περιγράψει στην εξωστρέφεια των απαιτήσεων. Δεν περιορίζει την σκληρότητα των στιγμών· αντίθετα, διογκώνει τα αποτελέσματα προκειμένου να κατασταλάξει στην περιχαράκωση των ελαχίστων ευτυχισμένων στιγμών, ενός θολού τοπίου αναμνήσεων. Ένας ρεαλισμός ο οποίος, με ορίζοντα το βίωμα στην αυτονομία τής πρόθεσης και τής επιθυμίας, απολήγει στην διαπραγμάτευση της καθημερινότητας στην ιδιωτικότητα των γεγονότων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top