Fractal

✔ Ντενίζ Οντέ: «Ακόμη κι όταν απορρίφθηκα ήξερα που ήθελα να φτάσω»

Συνέντευξη στη Γεωργία Χάρδα //*

 

 

«Πολλοί άνθρωποι υποθέτουν ότι είμαι η αφηγήτρια, κάτι που δεν ισχύει. Πήρα την εμπειρία μου από το εκπαιδευτικό σύστημα και τη συμπεριέλαβα στην πλοκή. Αλλά η αφηγήτρια αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που έρχονται στο δρόμο της πολύ πιο διαφορετικά απ’ ότι εγώ. Δεν έχει αίσθηση του εαυτού της, επειδή οι γονείς της δεν της είπαν ποτέ ότι έχει τη δική της θέληση και μια δύναμη στη ζωή – ούτε εκείνοι είχαν αυτή τη συνείδηση. Αυτή η βάση που πήρε από την οικογένεια της , τις περισσότερες φορές την έκανε να «σκοντάφτει» μπερδεμένη. Δεν έχω αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα της καθώς ήξερα που ήθελα να φτάσω ακόμη κι αν όταν απορρίφθηκα από το εκπαιδευτικό σύστημα».

 

 

Η Γερμανίδα συγγραφέας Ντενίζ Οντέ μιλάει στο Fractal για το νέο της βιβλίο με τίτλο «Διάχυτο Φως» που κυκλοφορεί στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και του Άγγελου Αγγελίδη. Το λογοτεχνικό της ντεμπούτο συζητήθηκε και κατάφερε να αποσπάσει πολλά βραβεία. Πρόκειται για μια ιστορία ενός παιδιού εργατών με μητέρα μετανάστρια όπου παρά τις δυσκολίες μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και την τελική απόρριψη της κατάφερε να ξεχωρίσει για τις εξαιρετικές λογοτεχνικές δεξιότητες της τονίζοντας ότι αυτό που έχει πρωτίστως σημασία είναι να βρούμε τον εαυτό μας, να μάθουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Τότε μόνο μπορούμε να πατήσουμε γερά στα πόδια μας και να εκπληρώσουμε όλους τους στόχους μας. Η αφηγήτρια επιστρέφει στην εργατική συνοικία όπου μεγάλωσε για το γάμο δύο παλιών φίλων της και εκεί την κατακλύζουν οι αναμνήσεις: Ο αλκοολικός πατέρας της, η μητέρα της που στην προσπάθεια να ξεφύγει εγκλωβίστηκε σε ένα σιωπηλό σπίτι και οι δυσκολίες στο σχολείο. Αξίζει να επισημάνουμε ότι στο τέλος η αφηγήτρια δεν νιώθει επιτυχημένη αλλά ούτε αισθάνεται οργή για τις δυσκολίες που βίωσε. Εξακολουθεί να μη γνωρίζει ποια είναι τα δυνατά στοιχεία της προσωπικότητάς της. Ο φόβος και η έλλειψη αυτοπεποίθησης έχουν ριζώσει βαθιά μέσα της και χρειάζεται να παλέψει γι’ αυτά που δικαιούται από τη ζωή ψάχνοντας ουσιαστικά βαθιά μέσα της.

 

 

 

-Το βιβλίο σας σκύβει με τρυφερότητα πάνω από τους ανθρώπους της βιοπάλης και διηγείται τις εμπειρίες τους. Επίσης αναφέρεστε και στο αιώνιο ερώτημα «Ποιοι πραγματικά είμαστε». Ποια ήταν η πηγή έμπνευσης σας;

Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν ξεκίνησα να γράφω ήταν το τοπίο. Σχεδίασα με τη φαντασία μου το ποτάμι, τις καμινάδες πίσω του, τη χιονισμένη βιομηχανική περιοχή. Είδα τη μοναδική συνοχή του τοπίου. Ένα είδος απόκοσμης ατμόσφαιρας κάλυπτε τα πάντα. Η έμπνευσή μου μπορεί να έρθει από μια διάθεση ή μια εικόνα. Αυτό ακριβώς συνέβη με το μυθιστόρημα. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζω να περπατάω χέρι χέρι με την αφηγήτρια, την οποία μέχρι τότε δεν γνώριζα. Κατέληξα λοιπόν σ’ αυτό το ακατάστατο σπίτι και δημιούργησα τους χαρακτήρες.

 

-Βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία;

Μου κάνουν συχνά αυτή την ερώτηση! Πολλοί άνθρωποι υποθέτουν ότι είμαι η αφηγήτρια, κάτι που δεν ισχύει. Πήρα την εμπειρία μου από το εκπαιδευτικό σύστημα και τη συμπεριέλαβα στην πλοκή. Αλλά η αφηγήτρια αντιμετωπίζει τις δυσκολίες που έρχονται στο δρόμο της πολύ πιο διαφορετικά απ’ ότι εγώ. Δεν έχει αίσθηση του εαυτού της, επειδή οι γονείς της δεν της είπαν ποτέ ότι έχει θέληση και μια δύναμη στη ζωή – ούτε εκείνοι το είχαν συνειδητοποιήσει. Αυτή η βάση που πήρε από την οικογένεια της, τις περισσότερες φορές την έκανε να «σκοντάφτει» μπερδεμένη. Δεν έχω αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα της καθώς ήξερα που ήθελα να φτάσω ακόμη κι αν όταν απορρίφθηκα από το εκπαιδευτικό σύστημα».

 

-Τι συμβολίζει ο τίτλος του βιβλίου «Διάχυτο Φως» και τι ρόλο παίζει στην εξέλιξη της ιστορίας;

«Διάχυτο φως« ή «Αδέσποτο Φως». Βασίζεται στα φώτα της βιομηχανικής περιοχής που περιβάλλουν το χωριό. Είναι ένα τεράστιο πάρκο που φωτίζεται κατά τη διάρκεια της νύχτας, ώστε να μην υπάρχει ποτέ σκοτάδι. Είναι ένα διάχυτο είδος φωτός που στο τέλος της συγγραφής του μυθιστορήματος μου θύμισε τον χαρακτήρα της αφηγήτριας. Έτσι, αυτό το φως περιγράφει κατά κάποιο τρόπο το χωριό της αφηγήτριας αλλά και το ποια πραγματικά είναι, κάτι που της ταιριάζει απόλυτα αν αναλογιστούμε πόσο μπερδεμένη είναι με τον τόπο καταγωγής της.

 

 

 

 

-Οι δύο παιδικοί φίλοι της αφηγήτριας, η Σοφία και ο Πίκα, παντρεύονται και εκείνη επιστρέφει στην πατρίδα της για να βρεθεί στο γάμο τους. Πόσο δύσκολο είναι να «επιστρέφεις» ξανά στο πατρικό σπίτι;

Νομίζω ότι για την αφηγήτρια ήταν κάπως δεδομένο ότι θα επέστρεφε στο σπίτι για αυτή την περίσταση. Ενώ είναι εκεί συνειδητοποιεί ότι πρέπει να προχωρήσει, ότι πρέπει να πάρει αποφάσεις για τον εαυτό της. Εκεί είναι που η επιστροφή στο σπίτι γίνεται δύσκολη.

 

-Μιλάτε επίσης για μια φιλία που κρατάει χρόνια. Πόσο δύσκολο είναι να διατηρηθεί ένας τέτοιος δεσμός;

Αυτή η φιλία δεν βασίζεται σ’ έναν πραγματικό δεσμό, είναι μάλλον μια συνήθεια. Είναι φίλοι από το νηπιαγωγείο αλλά καθώς μεγαλώνουν, γίνεται σαφές ότι στην πραγματικότητα δεν προέρχονται από τον ίδιο κόσμο και επομένως δεν έχουν πολλά κοινά. Επίσης, η Σοφία δεν είναι πραγματικά καλή φίλη. Της αρέσει να είναι το αφεντικό, αλλά κανείς ούτε η ίδια δεν το παρατηρεί αυτό επειδή το κάνει πάντα μ’ ένα εμψυχωτικό χαμόγελο.

 

-Στην έναρξη του βιβλίου η αφηγήτρια λέει:

«Ο αέρας αλλάζει καθώς μπαίνεις στην περιοχή. Σαν να ‘ναι ποτισμένος με κάτι, πιο πηχτός, σου φαίνεται πως μπορείς ν’ ανοίξεις το στόμα και να τον μασήσεις σαν μπαμπάκι.»

Η μυρωδιά μιας βιομηχανικής ζώνης αφήνει το σημάδι της στους ανθρώπους που είναι εγκατεστημένοι εκεί; Μιλήστε μας για την ατμόσφαιρα της περιοχής που έζησε η αφηγήτρια και το σημάδι που της άφησε.

Ναι, το βιομηχανικό πάρκο επηρεάζει ολόκληρο το περιβάλλον. Μολύνει τον αέρα, οπότε υπάρχει πάντα μια άσχημη μυρωδιά πάνω από το χωριό. Διοχετεύει τόσους ατμούς στον αέρα που ο τόπος είναι μερικές φορές χιονισμένος. Το χιόνι αυτό δεν είναι φυσικό αλλά βιομηχανικό, είναι κολλώδες και παχύ. Μερικές φορές αλάτι καλύπτει τα πάντα. Είναι ένα πολύ περίεργο μέρος για να μεγαλώσεις. Αλλά το βιομηχανικό πάρκο παρέχει επίσης θέσεις εργασίας για τους πολίτες, για παράδειγμα ο πατέρας της αφηγήτριας εργάστηκε εκεί όλη του τη ζωή. -Πώς ήταν η σχέση με τη μητέρα της; Πόσο την άλλαξε ο θάνατος της; Επίσης αναρωτήθηκα γιατί δεν υπάρχει κάποια σύνδεση με τις ρίζες και τη γλώσσα της μητέρα της που μεγάλωσε στην Τουρκία;

Η αφηγήτρια έχει μια αποξενωμένη σχέση με τη μητέρα της, κυρίως επειδή η μητέρα της ήρθε στη Γερμανία για να ξεφύγει από τη δυσλειτουργική οικογένειά της και έτσι δεν θέλει να μοιραστεί πολλά για το παρελθόν της. Αυτός είναι επίσης ο λόγος για τον οποίο δεν μιλάει μαζί της στη μητρική της γλώσσα – επίσης το κάνει αυτό επειδή θέλει να την προστατεύσει από ρατσιστικές συμπεριφορές. Αυτό όμως γυρίζει μπούμερανγκ γιατί η αφηγήτρια μεγαλώνοντας θα έρθει αντιμέτωπη με τον ρατσισμό και δεν θα ξέρει πώς να το αντιμετωπίσει.

 

– Εξιστορείτε την ασφυκτική πορεία της αφηγήτριας μέσα από τους θεσμούς της εκπαίδευσης και την αποτυχία της σε αυτό το σύστημα. Ποιοι είναι οι βαθύτεροι λόγοι;

Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό και κανένας λόγος για να κατονομάσουμε. Ήθελα να δείξω ότι αυτό ήταν στην πραγματικότητα όλο το νόημα της συγγραφής της ιστορίας μου, πρόκειται για λογοτεχνία κι όχι για βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Ήθελα να δείξω όλους τους διαφορετικούς παράγοντες που μπλέχτηκαν μεταξύ τους με πολύπλοκο τρόπο και οδήγησαν την αφηγήτρια χωρίς πτυχίο. Μεγάλο μέρος στην κατάληξη αυτή έχει το εκπαιδευτικό σύστημα. Ένας άλλος λόγος είναι το οικογενειακό υπόβαθρο και τέλος η προσωπικότητα της. Ήθελα να αφηγηθώ μια πραγματική εμπειρία πέρα από απλές στατιστικές έρευνες που εξηγούν τους λόγους της αποτυχίας των νέων στο εκπαιδευτικό σύστημα.

 

– Μου άρεσε πολύ η παρακάτω φράση. «Εδώ συναντιούνταν το παρελθόν με το παρόν, σε τούτο το χορταριασμένο χώμα που το είχε μαλακώσει η βροχή, ακριβώς κάτω απ’ το αριστερό μου μάτι». Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδος στη ζωή σας που σας ενέπνευσε να τη γράψετε;

Πραγματικά όχι! Κάποτε με δάγκωσε ένας σκύλος και το συμπεριέλαβα συμβολικά στο μυθιστόρημα. Στην ουσία παραποίησα την κυριολεκτική του ερμηνεία και του έδωσα έναν αλληγορικό συμβολισμό. Αυτή η ερμηνεία έδωσε μεγαλύτερη σημασία απ’ ότι άξιζε στην πραγματικότητα. Υποθέτω ότι έτσι λειτουργεί ο εγκέφαλος ενός συγγραφέα.

 

 

 

-Όταν η αφηγήτρια φτάνει στον προορισμό της έχει όλες τις απαντήσεις;

Όχι, την άφησα στο τέλος του βιβλίου σκόπιμα χωρίς απαντήσεις. Όπως είπα, δεν ήθελα να δώσω απλές απαντήσεις σε αυτά τα περίπλοκα προβλήματα. Επίσης, ήθελα εκείνη – ένα άτομο που δεν ήξερε πραγματικά ότι μπορούσε να πάρει τις δικές της αποφάσεις μέχρι αυτό το σημείο – να πάρει την κατάσταση στα χέρια της. Έτσι, ακόμη κι εγώ δεν ξέρω τι της επιφυλάσσει το μέλλον.

 

-Πώς σας φαίνεται η επιτυχία του βιβλίου και η αγάπη του κόσμου;

Νομίζω ότι δημοσιεύθηκε σε μια εποχή όπου πολλοί άνθρωποι άρχισαν να μιλούν για ταξισμό, για οικονομικές ανισότητες. Το θέμα αυτό ενδιαφέρει. Έτσι, το πνεύμα της εποχής έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επιτυχία του βιβλίου. Αλλά θέλω επίσης να πιστεύω ότι είχε να κάνει και με την ποιητική λειτουργία της ιστορίας – τουλάχιστον το εύχομαι.

 

– Στο τέλος του βιβλίου ένιωσα ότι προσπαθήσατε να κατονομάσετε τους λόγους της αποτυχίας της αφηγήτριας καταδεικνύοντας κυρίως την ευθύνη των άλλων. Πιστεύετε ότι η σημερινή κοινωνία δεν προσφέρει αρκετές ευκαιρίες στους νέους ανθρώπους για πρόοδο και εξέλιξη;

Το να κατηγορώ οποιονδήποτε ή οτιδήποτε δεν ήταν ο σκοπός μου. Όπως είπα, δεν ήθελα να δώσω εύκολες απαντήσεις ή απλά να πω φταίει το εκπαιδευτικό σύστημα. Φυσικά παίζει σημαντικό ρόλο. Αλλά ήθελα επίσης να δείξω ότι για κάποιους όπως την αφηγήτρια δεν είναι δεδομένο ότι θα ψάξει τις αιτίες πρώτα μέσα της. Δεν έχει ούτε καν αίσθηση του εαυτό της, δεν μπορεί να καταλάβει ότι έχει μια δύναμη στη ζωή της. Αυτό είναι κάτι που πρέπει δουλέψει παράλληλα με το λεξιλόγιο και τους μαθηματικούς τύπους που διδάσκεται. Ήθελα να δείξω ότι αυτό μπορεί να είναι μια τεράστια διαδικασία εκμάθησης που πρέπει να πραγματοποιηθεί ταυτόχρονα και απαιτεί πολλή προσπάθεια. Προσπάθησα να κάνω την αφηγήτρια να συνειδητοποιήσει τις δικές της δυνάμεις, να την κάνω να δει ότι πρέπει αυτή η αλλαγή να ξεκινήσει από βαθιά μέσα της. Πάνω σε αυτό στηρίχτηκα για να δημιουργήσω τους χαρακτήρες του βιβλίου.

 

-Μιλήστε μας για εσάς. Τι είναι αυτό που σας κάνει να χαμογελάτε;

Το να παρατηρώ τα πουλιά…

 

-Ο κόσμος αλλάζει αλλά…

Παραμένω η ίδια!

 

-Ένα μήνυμα στους Έλληνες αναγνώστες;

Ευχαριστώ πολύ που αφιερώσατε χρόνο για να διαβάσετε το βιβλίο μου.

 

 

 

Το «Διάχυτο φως» απέσπασε τα παρακάτω βραβεία:

Λογοτεχνικό βραβείο Aspekte 2020 Λογοτεχνικό βραβείο του Ιδρύματος Jürgen Pronto 2020 Στη βραχεία λίστα του Γερμανικού Βραβείου Λογοτεχνίας 2020 Στη μακρά λίστα του βραβείου Angelus 2023 (Πολωνία)

 

Γεωργία Χάρδα είναι βιβλιόφιλη δημοσιογράφος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top