Fractal

Διήγημα: “Περί λύκων”

Γράφει η Ήλια Καλφάκη // *

 

 

 

 

 

Περί λύκων

 

Θα σου μιλήσω για έναν λύκο που γνώριζα κάποτε. Τον έλεγες και φίλο.

Από τους πιο ευσυνείδητους συναδέλφους, στην ώρα τυπικός, αν του τύχαινε να αργήσει, έστελνε μήνυμα κι ας δυσκολευόταν να χειριστεί το κινητό με τις πατούσες. Δεν ξεκολλούσε από το γραφείο δίπλα στην μπαλκονόπορτα, τον χειμώνα κουκουλωμένη ακόμα και η μουσούδα. Η ουρά άρχισε να του προκαλεί προβλήματα, δεν απαίτησε άλλη καρέκλα, παρά έκλεισε χειρουργείο. Η εταιρεία κάλυψε την επέμβαση, στην ανάρρωση έστειλαν ανθοδέσμη με σοκολατάκια. Τα σιχαινόταν ανέκαθεν.

Δεν φοβόταν να εκφράσει τη γνώμη του στις συναντήσεις, ακόμα και να αλυχτήσει όταν είχε αντίθετες απόψεις από του προϊσταμένου. Ερχόταν τελευταίος στις ετήσιες αξιολογήσεις, «προσπαθεί αλλά», «φαίνεται ότι ίσως χρειάζεται λίγο», «την επόμενη θα τα πάει καλύτερα» τον υπερασπιζόταν ο προϊστάμενος, μα κάθε φορά του έβαζε τρία στα πέντε, επτά χρόνια στον ίδιο όροφο σε διπλανά γραφεία, τηλεφωνιόντουσαν στις γιορτές, αντάλλασσαν εγκάρδιες ευχές, ποτέ δεν διαρκούσαν οι κλήσεις πάνω από τρία λεπτά.

Ήρθε ο καιρός, πέρασαν οι ώρες, ο λύκος αποφάσισε να πάει εκδρομή. Ανέβηκε στο βουνό, με άλλους πολλούς, μαζί κι εγώ, περπατήσαμε μονοπάτια ηρώων, φωλιά το πάτωμα του καταφυγίου στον ύπνο μας. Σαν γυρίζαμε, μας βρήκε ομίχλη, την έσερνε ο άνεμος να ανταμώσουν σύννεφα∙ «Ακίνητοι!», φωνές απ’ το βουνό και εμείς σταθήκαμε. Εκεί στον ψίθυρο της μέρας, όταν δεν μπορούσε να ξέρει αν προχωρά σε ουρανό ή γη, δεν είχε με ποιόν να αναμετρηθεί, μετάνιωσε για όλα.

Γκρίζα μουστάκια κρέμονταν χρόνια, μάτια βαριά ξεκούρασε όσο μια ανάσα, αυτιά που παράκουγαν τέντωσε, πόδια αδύναμα, λειψά λύγισε, αναζήτησε ασυναίσθητα την ουρά, άδικα κατατρεγμένη. Όταν γύρισε ο αέρας, έφεξε η πλαγιά, βρήκε ότι στεκόταν ανάμεσα σε μικρά λουλούδια ανθισμένα κατάχαμα, δάκρια τρέχανε από τα πέταλα τους, πλάγιες ακτίνες τα έλουζαν, αχνοί ιστοί αράχνης.

Έπιασε τότε να ανεβαίνει γρυλίζοντας, δίχως να τον νοιάζει, όλο το βήμα άνοιγε, αργή φυγή δεν ήξερε, μετά από λίγο το στόμα έχασκε προσπάθεια, μάτια ολοστρόγγυλα, η καρδιά χτύπαγε εκκωφαντικά, έπεσε στα τέσσερα, συνέχισε όλο πιο βαθιά.

Άκουσα τον σαματά, γύρισα να δω, ήμουν ακριβώς μπροστά του, δεν πήρε το μάτι μου τίποτα, «Λύκε!» φώναξα κατά το φαράγγι, μου απάντησα «Λύκε!» από πιο ψηλά. Στους άρκευθούς ανέμιζαν κουρέλια. Πρέπει να τίναξε από πάνω του τα ρούχα στο φευγιό, να ακολούθησαν δική τους πορεία, λεύτερα από υποχρεώσεις και άγχη καθημερινά.

Δεν θα μπορούσα να εξηγήσω τι και πώς∙ έγιναν αυτά τα πράγματα, κάποια δεν λέγονται. Γύρισα ήσυχα προς τα μπροστά, συνέχισα την κάθοδο. Μπήκα στο λεωφορείο με τους άλλους∙ ούτε ρωτήθηκα, ούτε απάντησα, επέστρεψα μονάχος, κολλημένος στο παράθυρο μην τον δω, τουλάχιστον στα πρώτα χιλιόμετρα.

Πάει καιρός που δεν τον σκέφτομαι, όμως χτες βράδυ με ονειρεύτηκε, σκοτάδι πυκνό, τα πόδια μου γυμνά, δάχτυλα κρατάνε υγρασία και χόρτα∙ αυτός απέναντι. Μάτια λάμπουν, κορμί τεντωμένο, γούνα αχνίζουσα ζεστασιά, απλώνω το χέρι να χαϊδέψω αλλά μαζεύομαι. Το φεγγάρι ξύνει άσπρα δόντια∙ θα έπρεπε να φοβάμαι, μα είμαι κατάκοπος, ίσα που βλέπω, ίσως κοιμάμαι.

Με χαιρέτησε, θαρρώ∙ χάθηκε και, ό,τι είδα τελευταίο, ήταν εκείνη η ίδια ουρά.

 

 

* H Ήλια Καλφάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Μηχανικός Περιβάλλοντος στα Χανιά, με μεταπτυχιακές σπουδές στον Έλεγχο Ποιότητας και Διαχείριση Περιβάλλοντος. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Διήγημα της έχει δημοσιευτεί στο Περιοδικό «Χάρτης».

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top