Fractal

Διήγημα: “Μετά την Εδέμ”

Της Βάσως Σφέτσιου // *

 

 

 

 

Μετά την Εδέμ

 

Σάββατο: η μοναδική ίσως μέρα της εβδομάδας που τον έβρισκε να ξυπνά με χαρούμενη διάθεση. Τον περίμενε, βλέπεις, μια απολαυστική περιήγηση, με τον ορειβατικό σύλλογο, στον οποίο είχε πρόσφατα εγγραφεί. Περίπατοι στους φθινοπωρινούς δρομίσκους και τα μικρά γραφικά χωριουδάκια, τα σκαρφαλωμένα σαν αγριοκάτσικα στις γύρω βουνοπλαγιές, κουβεντούλα με τους συνοδοιπόρους και εν δυνάμει φίλους του, γλυκιά κούραση που κατέληγε το βράδυ σε έναν ευεργετικό και επιτέλους απρόσκοπτο ύπνο. Βάλσαμο ψυχής αποδείχτηκε για κείνον, η συγκεκριμένη δραστηριότητα, ένα αντίδοτο στις γκρίζες μέρες του, ένα σφουγγάρι που προσωρινά έστω, κατάφερνε να σβήσει όσα δυσάρεστα τον απασχολούσαν.

Την πόλη, την αποστρεφόταν καιρό τώρα. Το αστικό της τοπίο τού θύμιζε τη γυναίκα του και τις εξόδους τους στα κοσμοπολίτικα μπιστρό. Τους καυγάδες τους στη συνέχεια και τον επώδυνο χωρισμό τους. Τον κούραζε όμως η μεγαλούπολη και λόγω των ξέφρενων ρυθμών της, χώρια τις τεράστιες χιλιομετρικές της αποστάσεις.

Χρόνια πριν, η οικογενειακή θαλπωρή κατάφερνε να εξαργυρώσει την ταλαιπωρία του. Η κατάσταση τώρα, ήταν φευ, ολότελα διαφοροποιημένη. Ούτε στο πιο δυστοπικό του όνειρο είχε ποτέ φανταστεί, πως θα κατέληγε να περιφέρεται σε άδειο σπίτι, μη βρίσκοντας όχι αγκαλιά να τον περιθάλψει, μα ούτε καν ένα οικείο βλέμμα να περιγράψει τη φιγούρα του. Τον βάραινε η μοναξιά του, τον διέλυε, τον συνέθλιβε. Ο ίδιος είχε αναλάβει πλέον και το κανάκεμα του στα δύσκολα και την επιβράβευσή του στις μικρές επιτυχίες της ημέρας. Άσε που απευθυνόταν στον εαυτό του και φωναχτά, λες και παρηγορούσε ή ενθάρρυνε συγκάτοικο. Ατάκες όπως «Μην απελπίζεσαι φίλε, θα φτιάξουν τα πράγματα» ή «Μπράβο σου! Έσκισες πάλι σήμερα!» είχαν γίνει μόνιμες επωδοί στο ρεπερτόριό του.

Για κοινωνική επαναδραστηριοποίηση όμως, ούτε κουβέντα. Οι προοπτικές για νέο ξεκίνημα βούλιαζαν ολοσχερώς στον καημό γιατί να του λάχει εκείνου τέτοια μοίρα;

Τι να πεις; Ο μοναδικός δεν ήταν… Όλοι λίγο πολύ έχουμε τους λόγους μας για να είμαστε δυσαρεστημένοι στη ζωή. Τα κατάφερε ποτέ κανείς, χωρίς ευελιξία, πείσμα ή θάρρος; Του έλειπε, είναι αλήθεια, το σπιτικό του. Το γλυκό, πανομοιότυπο μ’ εκείνον, κοριτσάκι του. Η σκέψη πως τα επόμενα χρόνια θα κυλούσαν σφραγισμένα από το έλλειμμα της πορείας της προς την ενηλικίωση, τον τρέλαινε. Την έφερνε στο νου, να του χαμογελά, να τον αγκαλιάζει, μπαμπάκα μου να του φωνάζει και να τον κάνει να αισθάνεται πως άνθρωπος στον κόσμο, ψηλότερος από εκείνον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει. Γι’ αυτό και του ήταν αφόρητα δύσκολο να συμφιλιωθεί με την παρούσα κατάσταση.

Ευτυχώς που εμφανίστηκε στη ζωή του η πεζοπορία για να του δώσει ένα χέρι βοηθείας, αντίβαρο στο ψυχολογικό κατρακύλισμα. Τα Σάββατα θα ντυνόταν στο εξής για κείνον με έναν μανδύα χαράς.

 

Στην γυναικεία πλευρά του στρατοπέδου αντίθετα, η ίδια μέρα φάνταζε εξαιρετικά δύσκολη. Συσσωρευμένες δουλειές του σπιτιού, μαγείρεμα για την επόμενη εβδομάδα, επιστράτευση ευχάριστης διάθεσης για χάρη του παιδιού -πού αλήθεια, βρισκόταν καταχωνιασμένη η εν λόγω; Πριν καλά-καλά ξεκινήσει η μέρα, εκείνη ένιωθε ήδη, κουρασμένη. Μακάρι να έπεφτε σε χειμέρια νάρκη, να ξυπνούσε χρόνια μετά, ολοκαίνουργια, χωρίς να τη βαραίνει ούτε μισή υποψία καθήκοντος.

Τον άντρα της, ούτε ζωγραφιστό ήθελε πια να τον ξαναδεί. Δικό του έργο θεωρούσε άλλωστε, την τωρινή τους κατάσταση. Τόση αγάπη, τόση γενναιοδωρία, τόση υπομονή και να μην έχει εκτιμήσει τίποτα, ο γάιδαρος; Ε ναι, λοιπόν, ήθελε κι’ εκείνη να μείνει μόνη. Να σκεφτεί, βρε αδελφέ, να ανασυνταχτεί, να ηρεμήσει. Ας περνούσε πρώτα ένα διάστημα και εφόσον ο ακατανόμαστος κατάφερνε να της σταθεί με κατανόηση –πράγμα απίθανο, για τον χαρακτήρα του- τότε ίσως, ίσως λέμε, και να το ξανασκεφτόταν. Ως τότε όμως χρειαζόταν και χρόνο και χώρο! Αν υπήρχε μάλιστα και δυνατότητα διακτίνισής του σε άλλη πόλη, οι ενδόμυχες ευχές της θα λάμβαναν επιτέλους, σάρκα και οστά!

Στα ίδια βήματα με τη μητέρα βάδιζε φυσικά και η μικρή. Διότι τα παιδιά, ως γνωστόν, εκ του παραδείγματος διδάσκονται. Τι κι αν νοσταλγούσε στην αρχή τον πατέρα της; Έμαθε κι’ εκείνη σιγά-σιγά να τον εχθρεύεται.

Δέκα ώρες σερί είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ η ηρωίδα μας. Που τον βρήκε τόσον ύπνο; Ούτε η ίδια ήταν σε θέση να απαντήσει. Ανήσυχη πετάχτηκε από το κρεβάτι και φουριόζα εισέβαλε στο παιδικό δωμάτιο. Εκεί το βρήκε το κοριτσάκι της να ζωγραφίζει ήρεμο και μελαγχολικό. Και καθώς έσκυβε πάνω από το παιδικό κεφαλάκι, η μολυβένια ζωγραφιά όρθωσε μεμιάς το ανάστημά της και της κατάφερε απρόσμενα ένα ηχηρότατο χαστούκι.

Μα είναι δυνατόν; σας ακούω να αναρωτιέστε. Και όμως. Το άτσαλο εκείνο σκιτσάκι, το ζωγραφισμένο ανάμεσα σε δυο κελιά φυλακών, όπου προφανώς βρισκόταν έγκλειστοι οι γονείς του –εφόσον στο ένα έγραφε μαμά και στο άλλο μπαμπάς- η μαυρόασπρη εκείνη φιγούρα η τόσο λιλιπούτεια και κάπως θλιμμένη, εκείνη ήταν που εκτοξεύτηκε από το φυσικό της πλαίσιο για να την κάνει να ξυπνήσει μια και καλή…

Ώστε λοιπόν, τόσο απομονωμένο αισθάνεται το παιδί μας; αναρωτήθηκε σπαράζοντας. Κι’ εμείς; Τι κάνουμε εμείς γι’ αυτό; Ό, τι χειρότερο, έσπευσε να δώσει η ίδια την απάντηση. Παραμένουμε ερμητικά κλεισμένοι ο καθένας στον κόσμο του. Αδιαφορούμε για τις απεγνωσμένες κραυγές του σε βοήθεια. Αφήνουμε τον εγωισμό μας αχαλίνωτο να προπορεύεται, ποδοπατώντας την παιδική ψυχή του και φορτώνοντάς την με χιλιάδες τραύματα. Απαθείς, εγωπαθείς και ζημιογόνοι! Δίχως επίγνωση της συμφοράς που προκαλούμε. Πόσο, στ’ αλήθεια, ντρέπομαι για λογαριασμό μας!

Αλαφιασμένη επέστρεψε στο δωμάτιο της, πληκτρολόγησε τον αριθμό του τηλεφώνου του, και: Ξέρω πως έχουμε ανταλλάξει βαριές κουβέντες, του είπε. Πως έχουμε μακρύ δρόμο μέχρι να καταφέρουμε να συνεννοηθούμε οι δυο μας. Πρέπει όμως, να το προσπαθήσουμε. Για χάρη της μικρής. Πέρνα αν θέλεις, αργότερα, να την πάρεις. Και να έρχεσαι να τη βλέπεις, όποτε θελήσεις.

Αγάπη μου, απευθύνθηκε, στη συνέχεια στην κόρη της. Πήγαινε να ετοιμαστείς. Θα βγείτε σε λίγο βόλτα με τον μπαμπά σου…

 

 

* Η Βάσω Σφέτσιου ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται στο Καλλιτεχνικό Γυμνάσιο Αμπελοκήπων ως καθηγήτρια γαλλικής γλώσσας. Έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνιογλωσσολογία και τη διδακτορική της διατριβή στην Υπολογιστική Γλωσσολογία. Πεζογραφήματά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα περιοδικά της πόλης.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top