Fractal

Διήγημα: “Ο πλανήτης”

Γράφει η Ευτυχία Κατωπόδη // *

 

 

 

 

 

Ο πλανήτης

 

Ο μπαμπάς μου ήταν ένας άνθρωπος όχι συνηθισμένος. Κι αυτό να ξέρετε, καταλήγω πια ότι είναι καλό. Θα έλεγα ότι είχε κάτι που τραβούσε τους ανθρώπους κοντά του και τους έδιωχνε την ίδια στιγμή. Δεν ήταν αυτό που λέμε, εύκολη πίστα. Παρόλα αυτά, όλοι αναγνώριζαν το δυνατό μυαλό του και το ότι ποτέ δεν τα παρατούσε. Δεν το έβαζε κάτω που λένε. Και με τα χρόνια κατάλαβα ότι αυτό συνέβαινε επειδή απλά δεν φοβόταν. Τίποτα. Ίσως κάποιες στιγμές μόνο τον εαυτό του.

Όταν ήμουν πολύ μικρή λοιπόν, τα καλοκαιρινά βράδια τα βγάζαμε στη βεράντα. Τότε ακόμα η Αθήνα δεν είχε πολλά φώτα. Και ο ουρανός της ήταν γεμάτος αστέρια. Καθόμασταν λοιπόν με τις ώρες και μου έλεγε ιστορίες για το αγαπημένο μας θέμα. Το διάστημα και τους πλανήτες. Για το πως δημιουργήθηκε ο κόσμος, για το ηλιακό μας σύστημα. Για το πως γυρίζει η γη μας γύρω από τον ήλιο και για την αθέατη πλευρά της σελήνης. Για το τι σημαίνει άπειρο. Για το τι βρίσκεται μετά από αυτό. Και όλα αυτά προσπαθούσα πολύ να τα χωρέσω στο μυαλουδάκι των 4 και των 5 χρόνων μου χωρίς πάντα μεγάλη επιτυχία. Πόσο όμως αγαπούσα αυτές τις συζητήσεις! Γιατί με πήγαιναν πιο πέρα από το μακριά. Γιατί με πήγαιναν στο άγνωστο. Σε αυτό που ίσως να μη γνώριζα ποτέ. Κι όσο κι αν μου δημιουργούσαν μια μικρή ανασφάλεια σχετικά με τη δύναμη του ανθρώπου και την ισχύ του, χάζευα με την απεραντοσύνη και την τελειότητα του κόσμου μας.

Ένα από αυτά τα βράδια λοιπόν, ο μπαμπάς μου έκρινε ότι είχε έρθει η ώρα να μου αποκαλύψει το μεγάλο του μυστικό. Με πήρε λοιπόν αγκαλιά, βολεύτηκα στα γόνατά του και μου το ξεφούρνισε. «Εγώ λοιπόν ξέρεις, δεν είμαι από εδώ!» Γέλασα.

Και φοβήθηκα. Την ίδια στιγμή. Αλλά δεν μίλησα. Γιατί υποψιάστηκα ότι η συνέχεια θα ήταν τουλάχιστον συναρπαστική.

«Εγώ λοιπόν, έχω έρθει στη γη από ένα πολύ μακρινό πλανήτη που λέγεται Ζ13. Ήρθα γιατί αποφάσισα ότι εσύ κι ο αδερφός σου είστε τόσο καλά παιδιά που πρέπει να γίνετε τα παιδιά μου. Και με την ευκαιρία ήρθα να μάθω και στους ανθρώπους της γης μερικά από τα μυστήρια του σύμπαντος. Κάθε λίγο, συναντιέμαι με τους επιστήμονες σας και μοιράζομαι μαζί τους τις γνώσεις μου. Γιατί οι γνώσεις ξέρεις, πρέπει να μοιράζονται. Να μην υπάρχουν μυστικά για τους ανθρώπους. Γιατί σε κάθε περίπτωση ο άνθρωπος είναι η λύση. Ο πλανήτης μου είναι πολύ μακριά. Δεν φαίνεται από εδώ. Αλλά πηγαίνω όποτε θέλω κάνοντας απλώς μια κίνηση με τα χέρια μου. Το ταξίδι διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και εσείς ούτε καν το καταλαβαίνετε ότι λείπω. Ταξιδεύω και σε άλλους πλανήτες για να δω πως περνάνε κι εκεί. Και βέβαια έχω και άλλο όνομα. Με λένε Λόντσαρ! Ο Λόντσαρ από τον Ζ13!”

Και κάπως έτσι ξεκίνησε το ταξίδι της παιδικής μου ηλικίας στον άγνωστο Ζ13. Που σιγά-σιγά, μέρα τη μέρα, ή μάλλον βράδυ το βράδυ, έγινε για μένα κάτι σχεδόν τόσο οικείο όσο η βεράντα του σπιτιού μου. Άκουγα ιστορίες για το πως περνάνε εκεί οι κάτοικοι του τις ώρες τους, τι τρώνε, τι μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, που πάνε διακοπές -εννοείται σε διπλανούς πλανήτες-. Η καθημερινή ζωή των άγνωστων εξωγήινων έγινε τόσο δική μου όσο και η ιστορία της Χιονάτης και της Σταχτοπούτας και βεβαίως απείρως πιο συναρπαστική. Γιατί όσο να πεις είναι πολύ πιο ενδιαφέρον να μαθαίνεις πως οι εξωγήινοι χορταίνουν απλώς καταναλώνοντας ένα χαπάκι την ημέρα από το να ακούς για μια χαζή που έφαγε ένα μήλο και μετά ξεράθηκε στον ύπνο και περίμενε τον πρίγκηπα για να την ξυπνήσει με ένα φιλί!

Μέσα μου ήξερα και δεν ήξερα ότι δεν ήταν αλήθεια. Ή τουλάχιστον τώρα αυτό λέω. Ένιωθα τόσο περήφανη που ο μπαμπάς μου δεν ήταν ένας από εμάς. Και την ίδια στιγμή τόσο χαρούμενη που για χάρη μου είχε σκαρφιστεί αυτή την ιστορία. Είναι πολύ δύσκολο, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, να περιγράψω ακριβώς το πως σκεφτόμουν τότε. Ήθελα να μοιραστώ με όλους μου τους φίλους την ιστορία του Ζ13 αλλά ήξερα ότι δεν ήταν όλοι έτοιμοι να την ακούσουν. Ήθελα τόσο πολύ να τους ανοίξω τα μάτια αλλά δεν ήμουν σίγουρη πόσοι από αυτούς θα καταλάβαιναν. Γιατί ακόμα και τότε, πίσω στον 5χρονο εαυτό μου, ήμουν σίγουρη ότι κάτι πολύ μεγάλο κρυβόταν από πίσω.

Οι ιστορίες δεν σταματούσαν. Κάθε φορά κάτι καινούριο ερχόταν να προστεθεί στο παζλ αυτού του άγνωστου κόσμου. Κι ενώ στην αρχή τρόμαζα και κάποιες φορές αγριευόμουν με την πιθανότητα ο μπαμπάς μου να φύγει για τον πλανήτη του και να μην ξαναγυρίσει -όχι επειδή δεν θα θέλει αλλά εξαιτίας κάποιας βλάβης του συστήματος!- σιγά σιγά άρχισα να τον ρωτάω πότε θα με πάρει κι εμένα μαζί του. Πότε θα δω κι εγώ αυτόν τον άγνωστο κόσμο. Πότε θα τον μάθω. Κι εκείνος μου απαντούσε ότι ακόμα δεν είχε έρθει η ώρα. Ότι πρέπει να μάθω πρώτα μερικά πράγματα. Να αποκτήσω κάποια εφόδια. Να ξέρω να εκμεταλλευτώ κάθε στιγμή αυτής της περιπέτειας. Και τότε σίγουρα θα το έκανα το ταξίδι.

Και πέρασαν με αυτόν τον τρόπο πολλά βράδια της παιδικής μου ηλικίας. Πολλά καλοκαίρια. Και εγώ μεγάλωνα. Και μάθαινα. Και γελούσα. Και έκλαιγα. Και χαιρόμουν. Και πονούσα. Και όσο συνέβαιναν όλα αυτά έπιανα τον εαυτό μου να αναλογίζεται τι θα έκαναν τα παιδιά του Ζ13 σε ανάλογες περιπτώσεις. Και πως πρέπει να κάνω περήφανο το Λόντσαρ εφόσον έκανε τόσο μεγάλο ταξίδι για μένα. Για να γίνει ο μπαμπάς μου. Μα κυρίως έπιανα τον εαυτό μου να θέλω να δω τη συνέχεια. Το παρακάτω. Το παρακάτω της φιλίας. Το παρακάτω του παιχνιδιού. Το παρακάτω του έρωτα. Το παρακάτω του κόσμου. Δηλαδή το παρακάτω της ζωής. Που όσο κι αν μας τρομάζει γιατί μας φαίνεται απέραντη κι άγνωστη άλλο τόσο θαυμαστή και γοητευτική είναι. Που την ίδια στιγμή που μέσα στα σκοτάδια της κρύβει μυστικά, την ίδια στιγμή μας αποκαλύπτει την τελειότητα και την ακρίβεια του φωτός της. Που ενώ μας τρομάζει το κρυφό μεγαλείο της, ταυτόχρονα μας φωνάζει να πάμε κοντά. Χωρίς φόβο. Χωρίς αγωνία για το άγνωστο. Γιατί το άγνωστο θα μας μάθει τόσα πολλά. Και θα μας κάνει κι εμάς Λόντσαρ!

Μπορώ να πω ότι πια στα 50 μου, λίγα πράγματα φοβάμαι. Κι έχουν να κάνουν κυρίως με το παιδί μου. Άντε και να μη μου πέσει ο ουρανός στο κεφάλι (έχω διαβάσει πολύ Αστερίξ). Μπορώ επίσης να πω ότι πια στα 50 μου είναι τόσα πολλά αυτά που δεν φοβάμαι πια. Και είμαι σχεδόν βέβαιη ότι ο σπόρος για να βλαστήσει μέσα μου αυτή η δύναμη έπεσε σε εκείνη τη βεράντα. Εκείνο το καλοκαίρι. Όταν πρωτάκουσα την ιστορία του Λόντσαρ! Την ιστορία του «πλάσματος» που δεν φοβάται να αφήσει τα γνωστά του λημέρια επειδή αγάπησε πολύ. Που δεν νιώθει φόβο ταξιδεύοντας σε άγνωστους πλανήτες μέσα στα σκοτάδια του διαστήματος απλώς για να δει «τι γίνεται κι εκεί». Που θαυμάζει τη γνώση και την τεχνολογία αλλά επενδύει στον άνθρωπο και στο πνεύμα του. Που ζει χωρίς όρια παρά μόνο αυτά που βάζει η φύση. Και πλέον καταλαβαίνω ότι λίγο πολύ έτσι πορεύτηκα κι εγώ στη ζωή μου. Χωρίς φόβο. Χωρίς αγωνία για το άγνωστο. Με μια χαρά για το απρόσμενο. Και μια ανυπομονησία για το αύριο. Που βέβαια δεν ήταν πάντα ωραίο. Δεν ήταν πάντα ανέφελο. Αλλά τι διάολο! Κοτζάμ Λόντσαρ με διάλεξε για παιδί του. Δεν θα τα παρατούσα έτσι εύκολα. Ένα ολόκληρο σύμπαν με παρατηρούσε!

Ο μπαμπάς μου δεν ζει πια εδώ. Βλάβη του συστήματος, ξέρετε…Και έμεινε κολλημένος στο Ζ13 με τους όμοιούς του. Πιστεύω ότι περνάει γενικά καλά. Εξάλλου πάντα έλεγε ότι εμείς εδώ δεν πολυκαταλαβαίνουμε το πνεύμα του.

Εγώ πάλι δεν περνάω και πολύ καλά από τότε που έφυγε αλλά πιστεύω ότι σιγά-σιγά θα περάσει αυτή η μαυρίλα. Πότε πότε ρίχνω ένα βλέμμα στον ουρανό και ψάχνω. Βέβαια ο Ζ13 δεν φαίνεται από εδώ. Και πρέπει το κουράγιο να το παίρνω μόνο από μέσα μου. Μέχρι κι αυτό το είχε προβλέψει ο άτιμος.

 

 

 

* Η Ευτυχία Κατωπόδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα την οποία αν και καθαρόαιμη αστή, διακαώς έλπιζε να εγκαταλείψει από πολύ μικρή. Μέχρι τα 35 της, αξιολογώντας τις σπουδές της, εργάστηκε σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, σε κατασκευαστικούς ομίλους και τα έδωσε όλα για ένα σκοπό που τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν αρκετός. Άρπαξε την ευκαιρία να εγκατασταθεί στην περιφέρεια το 2005 όπου έκανε οικογένεια και τα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει να κάνει μερικά σημαντικά βήματα προς το παιδικό της όνειρο. Να ζήσει σε ένα αρμονικό περιβάλλον, κοντά στη φύση, με ηρεμία, με την οικογένεια της, γράφοντας και προσπαθώντας να γίνει καλύτερος άνθρωπος.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top