Fractal

«Μου πήρε πολύ καιρό να μάθω ότι τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται ποτέ στην πραγματικότητα»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Χαβιέρ Μαρίας «Έτσι αρχίζει το κακό», Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου,-Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 624

 

«Από τη στιγμή που γεννιέται κανείς αρχίζουν να του συμβαίνουν πράγματα, ο αδύναμος τροχός του κόσμου τον ενσωματώνει με σκεπτικισμό και πλήξη και τον σέρνει ανόρεχτα, γιατί είναι παλιός κι έχει θρυμματίσει πολλές ζωές χωρίς βιασύνη».

 

Έτσι νιώθει ο Χουάν, ακριβώς τη στιγμή που μπαίνουν στη ζωή του ο Εντουάρντο Μουριέλ και η Μπεατρίθ, η σύζυγός του. Ή, καλύτερα, εισβάλλει εκείνος στη δική τους ζωή.

Ο Εντουάρντο, με το αυθόρμητο και λαμπερό χαμόγελο, δυνατός και λεπτός, που «δεν απλώνει πέπλο σιωπής πάνω από κάθε του ελάττωμα ή αναπηρία» όπως η μονοφθαλμία του, ο συνήθως καλοπροαίρετος και τρυφερός, είναι ένας κοσμικός επιτυχημένος σκηνοθέτης και γίνεται ο εργοδότης του νεαρού Χουάν, την περίοδο που η Ισπανία μόλις έχει αρχίσει να συνέρχεται από τη δικτατορία του Φράνκο και οι άνθρωποι παλεύουν ν’ αποδιώξουν απ’ τους ώμους τους το βάρος ψεμάτων, μυστικών και προδοσιών.

 

«Εκείνες τις μέρες, εκείνα τα χρόνια, άρχιζαν να εξιστορούνται κατ’ ιδίαν πράγματα μακρινά που πολλοί Ισπανοί είχαν βρεθεί αναγκασμένοι να αποσιωπούν δημόσια για δεκαετίες και μετά βίας τα είχαν ψιθυρίσει κάποιο απόγευμα σε στενό οικογενειακό κύκλο και με τις ενδιάμεσες σιωπές να γίνονται όλο και πιο παρατεταμένες, σαν να μην είχαν καταφέρει να τα εξορίσουν στη σφαίρα των κακών ονείρων, ώστε να χαθούν  στη βολική ομίχλη αυτού που συνέβη ή μπορεί και όχι. Έτσι γίνεται με ό,τι προκαλεί ντροπή, με τις βιωμένες ταπεινώσεις και τις αναγκαστικές υποταγές. Σε κανέναν δεν αρέσει να θυμάται ότι υπήρξε ηττημένος ή θύμα, ότι διαπράχθηκαν σε βάρος του και σε βάρος των δικών του αδικίες ή ωμότητες, ότι αναγκάστηκε να παραδοθεί και να συνδιαλλαγεί με την άλλη πλευρά για να επιβιώσει, ότι κατέδωσε συντρόφους για να γίνει αρεστός στην νέα φρενιασμένη εξουσία, ακάματη διώκτρια των ηττημένων…»

 

Ενθουσιώδης, απόλυτα αφοσιωμένος και πάντα διαθέσιμος, ο Χουάν βυθίζεται στον κόσμο του Εντουάρντο και της τρυφερής μα διαρκώς θλιμμένης Μπεατρίθ. Από απλός γραμματέας, σύντομα μετατρέπεται σε έμπιστο, πρώτα από υποχρέωση και ειλικρινές ενδιαφέρον και ύστερα από άκρατο πόθο. Χωρίς να αντισταθεί στην ουσία, αρχίζει να διερευνά στη θέση του Εντουάρντο τις άσχημες φήμες που κυκλοφορούν για το παρελθόν του παιδιάτρου και οικογενειακού φίλου Χόρχε βαν Βέκτεν, αφού ο ίδιος ο Εντουάρντο δηλώνει πως δεν αντέχει να το κάνει. Δηλώνει ωστόσο ανοιχτά και έντονα στην Μπεατρίθ πόσο βάρος τού είναι, την προσβάλλει δημιουργώντας της ανασφάλεια έως και απόγνωση, την καταρρακώνει ηθικά, σαν να επιζητά ένα είδος εκδίκησης που δεν ξεθυμαίνει ποτέ. Ο Χουάν, ο οποίος συμπαθεί τη γυναίκα του εργοδότη του, αναρωτιέται για τα ενδεχόμενα κίνητρα, ανησυχεί, ψάχνει αιτίες και αφορμές.

 

«Ήξερα ήδη τότε ότι οι πιο άσπλαχνοι άνθρωποι υπολογίζουν πολύ στην αμηχανία των άλλων, σ’ αυτή τη δικαιολογία: φαίνονται τόσο υπερβολικές οι επιθέσεις τους που πολλοί, αντί να τους κρίνουν αυστηρά και να προσπαθήσουν να τους μαλακώσουν ή να τους αποτρέψουν, αρκούνται σ’ ένα σήκωμα των ώμων κι αναρωτιούνται ποιο να ‘ναι το βαρύ κακό που τους έχει προκαλέσει το αντικείμενο της ασπλαχνίας τους, καταλήγοντας να συμπεράνουν πως, ακόμη κι αν το αγνοούν, κάτι πολύ φοβερό θα πρέπει να είναι, αλλιώς, δεν εξηγείται τόση απέχθεια».

 

Χωρίς κανείς να του δώσει τέτοια εντολή, ο Χουάν αρχίζει να παρακολουθεί την Μπεατρίθ τις φορές που βγαίνει μόνη, έχοντας πείσει τον εαυτό του πως το κάνει καθαρά παρορμητικά, εκκεντρικά, ανεύθυνα, οδηγούμενος μόνο από την τρέλα της νεαρής του ηλικίας ή από απλή περιέργεια για την ζωή μιας γυναίκας χαμένης, ανυπεράσπιστης, βασανισμένης αλλά ιδιαίτερα συμπαθητικής και ποθητής. Μέχρι που ο εργοδότης του, του ζητά να γίνει φίλος με τον Βαν Βέκτεν, να τον παρακολουθεί στενά, να κερδίσει την εμπιστοσύνη αυτού του ανθρώπου που αδιαμφισβήτητα είχε υπάρξει στο παρελθόν μεγαλόψυχος και συμπονετικός, πολιτισμένα και αλληλέγγυα με όσους είχαν πληγεί από το καθεστώς του Φράνκο. Ο Χουάν ανακαλύπτει κρυμμένα μυστικά και αποσιωπημένες αλήθειες, βλέπει μιαν άλλη πλευρά των ανθρώπων που εμφανίστηκαν ως κάποιοι που τελικά δεν ήταν, αναγνωρίζει πως η κερδισμένη από χρόνια εμπιστοσύνη έχει προδοθεί και τότε, η μια ανατροπή διαδέχεται την άλλη κι ο θάνατος  παίρνει μορφές παράδοξες.

Έτσι αρχίζει το κακό και το χειρότερο μένει πίσω, όπως λέει ο στίχος του Σαίξπηρ, καλύπτοντας με παχύ πέπλο ομίχλης όσα μένουν πίσω και καθώς περνά ο χρόνος ξεθωριάζουν. Ό,τι έγινε ωστόσο είναι μη αναστρέψιμο και τελικά φαίνεται πως όντως, έτσι ξεκινά το κακό, αυτό δηλαδή που ακόμα δεν έχει γίνει.

Από αυτόν τον στίχο ο Μαρίας εμπνεύστηκε τον τίτλο του βιβλίου και η ερμηνεία του, η πεμπτουσία του θέματος με το οποίο καταπιάνεται. Θα μπορούσε από πολλούς να ονομαστεί βιβλίο πολιτικό, αφού η συχνή μνεία στις βαθύτατες πληγές που άφησε η μακροχρόνια δικτατορία του Φράνκο στοιχειώνουν τους ήρωες και δημιουργούν την μεγάλη ανάγκη της λησμονιάς και της συγχώρεσης.

 

Χαβιέρ Μαρίας

 

Με συναρπαστική γλαφυρότητα, ο συγγραφέας χαρτογραφεί μια μωρόπιστη χώρα, της οποίας «το στίγμα δεν εξαφανίζεται σ’ έναν αιώνα ούτε σε δύο, γιατί περιέχει τα πάντα και πλήττει και εξαχρειώνει τους πάντες», μια χώρα πνιγμένη στην ενοχή και τα ψέματα, όπως ακριβώς και ο γάμος τους Εντουάρντο, «μια απλή επιχείρηση εξόντωσης», στην οποία κανείς δεν δείχνει πρόθυμος να βάλει ένα τέλος.

Πασίδηλη και πάλι η προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα ως προς την τεχνική, το ύφος και την διεισδυτικότητά του, ειλικρινής στα όρια του κυνισμού σε κάποια σημεία, εν τω βάθει ψυχογράφος αλλά υπεραναλυτικός κατά τη γνώμη μου. Ορισμένες υπερβολικά λεπτομερείς περιγραφές θα μπορούσαν να είναι περισσότερο συμπυκνωμένες. Οι μεγάλες προτάσεις με φιλοσοφικές σκέψεις – ίσως και ολόκληρη σελίδα να καλύπτει μια μόνο πρόταση– στριφογυρίζουν και στο μυαλό του αναγνώστη, δημιουργώντας αναρωτήσεις όμοιες με των πρωταγωνιστών, οι οποίοι ήρωες, πολύ συχνά σχετίζονται με πρόσωπα υπαρκτά. Γραφή πυκνή, πότε κυματιστή και πότε σπειροειδής,  ζωγραφισμένη από μια ιδιόρρυθμη αοριστία που δεν κουράζει ωστόσο, αν και θα μπορούσε από κάποιους να χαρακτηριστεί ως φλυαρία σε ορισμένα σημεία. Όλοι οι δευτερεύοντες ήρωες είναι δομημένοι με στέρεα υλικά και εξίσου εμβριθώς ψυχογραφημένοι. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα – διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ηθικό και το ανήθικο, το ιδιωτικό και το δημόσιο, την ενοχή και την αδιαφορία. Μια ιστορία με ενδιαφέρουσα πλοκή – ακόμα κι όταν συνειδητά μακρηγορεί – η οποία κυρίως αφορά στην επιθυμητή γνώση και στο τίμημά της αλλά και στις λεπτές ισορροπίες που εύκολα διαρρηγνύονται. Ένα ακόμη βιβλίο για τους λάτρεις της γραφής του Μαρίας, δύσκολο ως ανάγνωσμα αλλά σημαντικό, όπως όλα του τα βιβλία εξάλλου.

 

Αν με μία μόνο φράση του συγγραφέα ήθελα να χαρακτηρίσω την πλοκή αυτής της αφήγησης, αυτή θα ήταν:

 

«Μου πήρε πολύ καιρό να μάθω ότι τίποτα δεν πρέπει να αποκλείεται ποτέ στην πραγματικότητα».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top