Fractal

Διήγημα: “Παραμονή του Κλήδονα”

Του Δρ Πολυβίου Ν. Προδρόμου // *

 

 

 

 

Παραμονή του Κλήδονα

 

Απόγευμα, παραμονή τ’ Αγιαννιού του Κλήδονα. Τα κορίτσια του χωριού έφεραν τα μαγιάτικα στεφάνια και μ’ αυτά άναψαν φωτιά σ’ ένα ξέφωτο, παραδίπλα από την εκκλησία του Αγίου. Πηδούσαν τρεις φορές τη φωτιά και τραγουδούσαν: «Αγιε μου Αγιάννη Φανιστή, Αγιάννη Ριζικάρη, δείξε μου στον κλήδονα το νιο που θα με πάρει».

Από νωρίς καθεμια είχε ρίξει στο σταμνί της το δαχτυλίδι της ή το Σταυρό της κι είχε πιάσει από εφτά βρύσες αμίλητο νερό. Το σκέπαζε ύστερα μ’ ένα κόκκινο μαντίλι, έτοιμο για να το ξαστρίσει το βράδυ.

Η Βλάντω, κεντίστρα από τις λίγες, μόνο πένιες είχε το χωριό γι’ αυτήν, έριξε στο σταμνί της την ασημένια σκαλιστή δαχτυλήθρα της. Δώρο του Λάμπρου, του έμπορα, από το διπλανό χωριό. Νιος όμορφος. Όλο και ξέχναγε κλωστές και του ζητούσε να της φέρει. Όλο και μπερδευότανε αυτός, πως τάχα δε θυμόταν, για να τη βλέπει πιο συχνά. Μαρία ήταν το όνομά της. Βλάντω, το παρατσούκλι της, γιατί είχε γεννηθεί σημαδεμένη μ’ ένα μεγάλο βλαντί στο λαιμό. Ζούσε με τους γονείς της.

Πήρε απόψε το σταμνί και το’ βγαλε στ’ αστέρια. Το πρωί πριν ανατείλει ο ήλιος το μάζεψε μέσα στο σπίτι. Έριξε στο κεφάλι της το κόκκινο μαντίλι και καθρεπτίστηκε στο νερό του. Μάγκωσε η ανάσα της. «Αγιε μου Αγιάννη Φανιστή, τι είναι αυτό που μου φανέρωσες;» Πήγαν στην εκκλησία, γύρισαν και το μυαλό της ήταν στον κλήδονα.

Στο μεσημεριανό τραπέζι άκουσε το ριζικό της: «Απόψε αρραβωνιάζεσαι τον ζωέμπορα, τον κυρ Ανέστη, και των Αποστόλων θα γίνει και ο γάμος», είπε ο πατέρας της. «Ας γίνει το θέλημά σου, κύρη μου», είπε η μάνα της και, χαμηλώνοντας τα μάτια, μ’ ένα κόμπο στο λαιμό: «Με το καλό κόρη μου» και την έπιασε το παράπονο. Μιλιά η Βλάντω.

Κατά πως το συνήθιζε, το απόγευμα πήγε στη βρύση να φέρει νερό με το σταμνί. Σκοτείνιασε. Τον γέρο τον ζώσανε τα φίδια. Όλο το χωριό βγήκε στα χωράφια, τριγύρω από το σπίτι, πήγαν και στη βρύση. Σαν κάποιος να την είδε στο δάσος, σαν να την άκουσαν να τραγουδά. Σπασμένο το σταμνί.

Δε βρέθηκε η Βλάντω.

Τα βράδια λένε πως βλέπουν τη φιγούρα της στη βρύση. Και οι κοπέλες που πάνε για νερό πως ακούνε τη φωνή της. Κάποιος αλαφροΐσκιωτος είπε πως του ζήτησε κλωστές. Ο Λάμπρος στο χωριό δε ξαναφάνηκε.

 

 

* O Δρ Πολύβιος Ν. Πρόδρομος MA, PhD είναι Καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top