Fractal

Η μοίρα του ανθρώπου

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Cesare Pavese «Το φεγγάρι και οι φωτιές», Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου, εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 214

 

Ο ήρωας του μυθιστορήματός μας γνωστός με το παρατσούκλι «Χέλι», μεγάλωσε στο χωριό Μπέλμπο της περιοχής Γκαμινέλα, με το υπέροχο ποτάμι της το Μπέλμπο, απ’ όπου πήρε και τ’ όνομα του το χωριό.  Ήταν ευγνώμων για τους ανθρώπους, που τον μεγάλωσαν γιατί αυτός ήταν ένας νόθος, παρατημένος σ’ ένα νοσοκομείο. Μεγάλωσε μαζί με δυο άλλα κορίτσια την Αντζελίνα και την Τζούλια, που έμαθε πως δεν ήταν αδελφές του. Ήταν κι αυτές από το νοσοκομείο, που τις υιοθέτησαν όπως κι αυτόν ο Παντρίνο και η Βιρτζίλα, για να παίρνουν ένα επίδομα από την κοινότητα, επειδή ήταν φτωχοί.

Η Γκαμινέλα βρισκόταν σ’ ένα λόφο που εναλλασσόταν αδιάκοπα από αμπέλια και γκρεμούς. Υπήρχαν επίσης και πολλά δέντρα, που ανάμεσά τους φύτρωναν φουντουκιές και δημιουργούσαν το δάσος της περιοχής. Εκεί στο Μπέλμπο, ο Παντρίνο είχε το καλύβι του, όμως κάποτε αναγκάστηκε να το πουλήσει και να φύγει από την περιοχή, παίρνοντας μόνο τα κορίτσια, για να πάει στο Κοσάνο, οπότε ο εφημέριος  βρήκε  στο «Χέλι» ένα άλλο σπίτι, κάποιου γαιοκτήμονα, για να δουλέψει και να βγάλει χρήματα, που ήταν στη Μόρα. Στην αρχή ήταν όλα δύσκολα, αλλά σιγά σιγά μάθαινε πώς να φροντίζει τα δαμάλια και  πώς και πόσο  θειάφι ή γαλαζόπετρα να ρίχνει κάτω από τα φύλλα του αμπελιού. Είχε αποκτήσει κι ένα φίλο τον Νούτο, που του άρεσε, γιατί τον αντιμετώπιζε σαν πραγματικό φίλο και του έδειχνε εμπιστοσύνη. Οπότε ο καιρός πέρναγε πιο ευχάριστα, αφού τους έμενε και χρόνος να κολυμπούν, να ψαρεύουν στο ποτάμι και να περπατούν στο δάσος. Όταν έγινε δεκαέξι ετών το αφεντικό τον τοποθέτησε στα κτήματα και του έδωσε συγκεκριμένες δουλειές να κάνει, για να βγάζει μεροκάματο.

Ο Νούτο του έμαθε για τα τρένα. Του έλεγε πως αυτά πάνε παντού και εκεί που σταματούν αυτά, αρχίζουν τα λιμάνια, όπου υπάρχουν πλοία που κάνουν δρομολόγια και σε πάνε όπου θες. Από τότε όταν άκουγε το τρένο που περνούσε ανάμεσα στις ροδακινιές, σκεφτόταν πάντα ότι κάποια μέρα θα ταξίδευε κι αυτός, οπότε η σκέψη του ήταν πως αν μάζευε κάποια λεφτά θα μπορούσε να φύγει. Με τα λεφτά του επίσης αγόρασε έναν σουγιά για να προστατεύει τον εαυτό του, απ’ αυτούς που τον φοβέριζαν τη νύχτα στους δρόμους.

Το πρώτο ταξίδι που έκανε ήταν στη Γένοβα όταν έπρεπε να πάει φαντάρος εκεί. Ήταν ορντινάντσα του συνταγματάρχη και τον είχε βάλει να περιποιείται τον κήπο του εξοχικού του, που ήταν κοντά στη θάλασσα. Εκεί γνώρισε την Τερέζα που ήταν καμαριέρα κι αμέσως συνδέθηκαν. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν θα ήθελε να γυρίσει πίσω, γιατί αν γύριζε δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά ένας υπηρέτης, οπότε έπρεπε να δοκιμάσει κάτι καλύτερο. Σ’ αυτό τον είχε βοηθήσει ο φίλος του ο Νούτο, που του έλεγε ότι οι αμόρφωτοι πάντα αμόρφωτοι θα είναι, οπότε η δύναμη θα βρίσκεται στα χέρια αυτών, που έχουν συμφέρον να μην καταλαβαίνει ο κόσμος. Μια και βρέθηκε στη Γένοβα, θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να πάει σε νυχτερινές τεχνικές σχολές.

Όταν ήταν έτοιμος η κοπέλα του, του βρήκε μια χειρωνακτική δουλειά σ’ ένα καράβι που πήγαινε στην Αμερική. Έτσι το «Χέλι», βρέθηκε στην Αμερική. Εκεί πέρασε πολλά, δούλεψε σκληρά, αλλά τώρα γύρισε στον τόπο όπου μεγάλωσε πλούσιος πια, με σκοπό να συναντήσει τον πατριό, που τον μεγάλωσε και τα κορίτσια, που τα ένιωθε αδελφές του, αλλά και γιατί θέλει να ριζώσει και ν’ αποκτήσει γη και πατρίδα για να μπορεί η σάρκα του ν’αξίζει και να αποκτά υπόσταση, ώστε να βαστάξει λίγο περισσότερο από το γύρισμα των εποχών.

Όταν γύρισε πλούσιος πια στον τόπο όπου μεγάλωσε αποφάσισε να μείνει στην πλατεία του χωριού στο ακριβό ξενοδοχείο Άντζελο κι αμέσως μετά να επισκεφτεί την καλύβα όπου έζησε μικρός. Η καλύβα όντως υπήρχε, όμως ήταν όλα εκεί αλλαγμένα, όπως κι αυτός άλλωστε, γι’ αυτό κανείς δεν τον αναγνώρισε. Δεν βρήκε τις φουντουκιές κι αυτό τον στεναχώρησε πολύ. Στα χωράφια όλα ήταν αλλαγμένα, ούτε ένα αμπέλι δεν είχε μείνει. Τώρα εκεί υπήρχαν στάχυα ξερά.

Στο καλύβι ζούσε ο Βαλίνο με το γιο του τον Τσίντο που ήταν κουτσός, τη μάνα του και την κόρη του τη Ροζίνα. Δεν μπήκε στο σπίτι, γιατί δεν βρήκε το αφεντικό και με τον Τσίντο θα πήγαινε στα χωράφια να τον βρει. Ύστερα πήγε να συναντήσει τον φίλο του τον Νούτο, που ήταν ο μόνος που τον αναγνώρισε. Ο Νούτο είχε παντρευτεί και είχε κάνει οικογένεια. Κάποτε έπαιζε κλαρίνο στα πανηγύρια, τώρα όμως το παράτησε και κοιτούσε μόνο τη δουλειά του μαραγκού.

Μιλώντας για τον Τσίντο με τον Νούτο, του είπε ότι ο μικρός μια και είναι κουτσός πρέπει να μάθει μία τέχνη, γιατί άμα φύγουν οι γονείς του σίγουρα θα καταλήξει να ζητιανεύει έξω από την εκκλησία. Κατόπιν συζήτησαν για τις φωτιές, που άναβαν στις θημωνιές και ο Νούτο του είπε πως δεν ήξερε τι έφταιγε, όμως όλες οι καλλιεργημένες εκτάσεις, που γύρω τους άναβαν φωτιές, έδιναν μια σοδειά ζουμερή και πιο πλούσια. Μετά ήρθε η κουβέντα για το φεγγάρι και ο Νούτο του είπε ότι αν κάποιος κόψει ένα πεύκο με πανσέληνο, το τρώνε τα σκουλήκια. Ενώ το βαρέλι με το μούστο πρέπει να το πλένουν όσο το φεγγάρι είναι στη γέμισή του και τα μπολιάσματα για να πιάσουν πρέπει να τα κάνουν τις πρώτες μέρες του φεγγαριού.

Το «Χέλι» σκεφτόταν ν’ αγοράσει ένα αμπέλι, αλλά το ήθελε καλοδουλεμένο, καλά σκαλισμένο, καλά δεμένο με τα σωστά φύλλα, για να είναι γερό. Αυτό που αναζητά είναι να βρει ένα αποκούμπι, να έχει φίλους, ένα σπίτι, να φτιάξει ένα όνομα και να φυτέψει έναν κήπο. Τώρα ψάχνει και για μια γυναίκα, που όμως να πιστεύει στο φεγγάρι και στις φωτιές, αλλά για να τα έχει πιστέψει θα πρέπει να έχει μεστώσει μ’ αυτά και να τα έχει στο αίμα της, γιατί μόνο τότε τα γνωρίζει και δεν χρειάζεται να μιλά γι’ αυτά.

Δυστυχώς και οι κάτοικοι του τόπου του, δεν μπορούν να τον καταλάβουν και δεν ξέρουν τι ζητά. Τον κοιτούν μόνο σαν πορτοφόλι, ενώ αυτός θέλει να ξαναζήσει, ότι είχε δει και γευτεί, σαν παιδί. Ήθελε να δει κάρα, αχυρώνες, ένα μαστέλο, ένα βλαστάρι ραδικιού, ένα χερούλι αξίνας, να δει σταφιδιασμένες γριές, βόδια και κορίτσια με λουλουδάτα φορέματα. Δεν ήθελε να είχαν αλλάξει τα πράγματα, όμως ο Νούτο προσπαθούσε να του εξηγήσει, πως ήταν άδικο να μένουν τα πράγματα ίδια και ότι έπρεπε να αλλάξουν και του έφερνε παράδειγμα τη ζωή των ανθρώπων που ζούσαν στους λόφους και υπέφεραν, γιατί η ζωή τους ήταν κτηνώδης, οπότε έπρεπε ν’ αλλάξει. Επίσης του έφερε παράδειγμα και τη ζωή που κάνει η οικογένεια του Βαλίνο και πόσο υποφέρουν οι γυναίκες που ζουν μαζί του, γιατί πίνει και τις μαστιγώνει με τη ζωστήρα σαν τα ζώα. Πολλές φορές όμως δεν φταίει και το κρασί, γιατί αφού είναι φτωχοί δεν έχουν πολύ, όμως φταίει η μιζέρια και ο θυμός για εκείνη τη ζωή που δεν έχει διέξοδο.

 

Cesare Pavese

 

Έμαθε μάλιστα και την κατάντια του Παντρίνο, που τον μεγάλωσε, που τα κορίτσια παντρεύτηκαν και όταν γέρασε ο Παντρίνο και δεν μπορούσε να προσφέρει, οι άντρες των κοριτσιών τον πέταξαν στο δρόμο κι εκεί πέθανε. Έμαθε επίσης και για τον θάνατο των κοριτσιών, όπου η μία πήγε από κεραυνό και η άλλη από καρκίνο. Οπότε το «Χέλι» απογοητεύτηκε, που δεν κατάφερε να τους δει και να τους σφίξει στην αγκαλιά του, όπως φανταζόταν.

Ερχόταν από πολύ μακριά και διαπίστωσε πως δεν ανήκε πια στο σπίτι που είχε μεγαλώσει και δεν είχε κανέναν δικό του, αφού κανείς εκεί δεν τον αναγνώριζε. Τώρα βλέποντας τον Τσίντο κι ας ήταν κουτσός ήταν σαν να τον ζήλευε, γιατί είχε έναν πατέρα, που μπορούσε να περπατήσει μαζί του όπου κι αν πήγαινε, ενώ εκείνος ποτέ δεν πήγε με κάποιον πατέρα κάπου. Όλα τα παιδιά που είχαν γονείς πήγαιναν μαζί στα πανηγύρια και γύριζαν τραγουδώντας και γελώντας, ενώ αυτός, που δεν είχε και παπούτσια τον άφηναν στο σπίτι να το φυλάει.

Κάποια στιγμή ο Νούτο τον ρώτησε αν έφταιξε η ηλικία των είκοσι χρόνων του, που πήγε στην Αμερική, και αν ένιωθε την ανάγκη  να ξαναπάει, οπότε του απάντησε πως δεν ήταν τόσο τα είκοσι χρόνια που τον έκαναν να πάει στην Αμερική, αλλά η οργή, που ένιωθε επειδή δεν ήταν τίποτε.

Εκεί που μιλούσαν εμφανίστηκε ο Τσίντο κλαίγοντας και τους είπε ότι ο Βαλίνο σκότωσε τη Ροζίνα και τη μάνα  του κι αφού έβαλε φωτιά στο σπίτι, κρεμάστηκε, ενώ  εκείνος σώθηκε γιατί το έσκασε. Η αιτία ήταν πως η αφεντικίνα όταν πήγε στο σπίτι να μοιράσει τα φασόλια, είπε στον Βαλίνο, ότι δύο αυλάκια με πατάτες είχαν ξεριζωθεί, και ζητούσε αποζημίωση. Τότε ήταν που η Ροζίνα άρχισε να φωνάζει κι ο Βαλίνο να βρίζει και να χτυπά βάναυσα τη Ροζίνα και τη γιαγιά.

Μετά απ’ αυτά που άκουσαν τον λυπήθηκαν τον Τσίντο και αποφάσισε ο Νούτο να τον πάρει στο σπίτι του, για να του μάθει τη δουλειά του μαραγκού και να του μάθει να παίζει κλαρίνο και το «Χέλι», του πρότεινε να τον πάει στην Αλεσάντρια στο νοσοκομείο για να δουν το πόδι του οι γιατροί.

Ο Νούτο επίσης ήθελε να ενημερώσει το «Χέλι» για το τι πέρασε η οικογένεια του αφεντικού του, του σιορ Ματέο στη Μόρα. Του εξήγησε ότι τα κορίτσια του αφεντικού του, του σιορ Ματέο δεν είχαν καλή τύχη, γιατί με όσα αγόρια κι αν είχαν συναναστραφεί, που εννοείτο ότι ήταν από καλές οικογένειες, οι ίδιοι ήταν σκερβελέδες. Άλλοι έπαιζαν χαρτιά με λεφτά του πατέρα τους, κι άλλοι έμπλεκαν με πολλές γυναίκες συγχρόνως. Η Σίλβια η δεύτερη κόρη, όταν έμεινε έγκυος χωρίς να έχει παντρευτεί, αποφάσισε να το ρίξει και πήγε σε μια μαμή στο Κοστιλιόλε κι όταν γύρισε σπίτι πέθανε από αιμορραγία. Η Ιρένε που ήταν μουσικόφιλη και κάθε μέρα έπαιζε πιάνο, έπαθε τύφο και περίμεναν πως θα πεθάνει, όμως έγινε καλά κι ο πατέρας της, που αρρώστησε βαριά μετά το θάνατο της Σίλβια, επέμεινε να παντρευτεί τον Αρτούρο, που αυτή δεν τον ήθελε, αλλά στο τέλος τον παντρεύτηκε και  πήγαν να μείνουν στο Τορίνο. Εντωμεταξύ ο πατέρας της πέθανε και  ο Αρτούρο από εκείνη τη στιγμή άρχισε να ξεπουλά την περιουσία της. Πούλησε το πιάνο, το άλογό της, κάμποσες εκατοντάδες μέτρα γης, κι άρχισε να χαρτοπαίζει, να κερνά τους φίλους του και συγχρόνως να την ξυλοφορτώνει. Η Τρίτη κόρη, η Σάντα, αφού έφυγε από το σπίτι της έμπλεξε με τους Μελανοχίτωνες και αποδείχτηκε πως ήταν κατάσκοπος, γιατί  έπαιζε διπλό παιχνίδι, ενώ ανήκε στους Μελανοχίτωνες, έλεγε πως ήταν με τους Παρτιζάνους. Οπότε όταν οι Παρτιζάνοι το κατάλαβαν την γάζωσαν με το πολυβόλο. Τότε το «Χέλι» ρώτησε αν θα μπορούσαν να βρουν το πτώμα της κι εκείνος του απάντησε ότι  δεν την έθαψαν, γιατί την έκαψαν και μάλιστα του είπε ο Νούτο ότι ήταν παρών.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top