Fractal

«Κυλά, αλλά δεν χάνεται οριστικά»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Λάσλο Κρασναχορκάϊ «Η μελαγχολία της αντίστασης», Μετάφραση (από τη γαλλική έκδοση): Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Πόλις

 

«Οι άνθρωποι μιλούν για συντέλεια και για τελική κρίση γιατί αγνοούν ότι δεν θα υπάρξει ούτε συντέλεια ούτε τελική κρίση, δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτό αφού ο κόσμος καταστρέφεται από μόνος του, καταστρέφεται για να ξαναρχίσει από το μηδέν, κι έτσι θα είναι πάντα, είναι τόσο προφανές όσο κι ο τρόπος που γυρνάμε ανίσχυροι άσκοπα μέσα στο σύμπαν […] από τη στιγμή που άρχισε αυτή η διαδικασία δεν μπορούμε να τη σταματήσουμε».

 

Σε κάποιο μέτρο, η κατάσταση που αντιμετωπίζουν σήμερα οι κοινωνίες του πολιτισμένου, υποτίθεται, κόσμου ταυτίζεται με τη μαυρίλα και τον απόλυτο παραλογισμό που επικρατεί στο έργο αυτό, του μεγάλου στοχαστή της εποχής μας Λάζλο Κρασναχορκάϊ.

Η ανάγκη αναζήτησης νοήματος μέσα στον ζόφο, η αναζήτηση διεξόδου και μεθόδων αντίστασης για αποφυγή του αφανισμού είναι το βασικό ερώτημα, ο πυρήνας του μυθιστορήματος. Μοναδική εναπομένουσα καταφυγή του ανθρώπου σε περιόδους κατάλυσης της λογικής από τους κρατούντες και ένα μέρος της μάζας που τους ακολουθεί, η αναζήτηση της ανθρωπιάς, η παρηγοριά ακόμη και του ελάχιστου φωτός που εκπέμπει το άναμμα ενός κεριού για να φωτίσει ένα μέρος του ερέβους.

Το πρόθεμα ωστόσο του βιβλίου «Κυλά, αλλά δεν χάνεται οριστικά», δίνει ένα ισχυρό στίγμα για τις βαθύτερες, προθέσεις ακόμη και πεποιθήσεις του συγγραφέα. Μέσα από τον μακροπερίοδο, παραληρηματικό, φιλοσοφικό και ποιητικό συγχρόνως λόγο του, το υποδόριο απελπισμένο χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία, που ανιχνεύει ο επίμονος αναγνώστης, διαφαίνεται το πάθος του συγγραφέα για τη ζωή, για μια άλλη μάλλον ζωή, που θα αναδεικνυόταν η ομορφιά της φύσης, το μεγαλείο της Τέχνης, η επικράτηση της λογικής, της ευγένειας, της ευαισθησίας, στοιχεία λατρευτικά στο βιβλίο του «Η Σεϊόμπο πέρασε από εκεί κάτω». 

 

«…είναι προτιμότερο να αρκεστούμε στη μικρή, αλλά αναντίρρητη αλήθεια που όλοι εμείς, εκτός από εσάς βεβαίως, δεδομένης της αγγελικής αθωότητάς σας, βιώνουμε στο πετσί μας, δηλαδή, ότι είμαστε τα δυστυχισμένα πλάσματα μιας ασήμαντης αποτυχίας μέσα στους κόλπους αυτού του θαυμαστού σύμπαντος, και ότι όλη η ιστορία του ανθρώπου συνοψίζεται, για να σας δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στους άθλιους φανφαρονισμούς φτωχών παριών, ανόητων και αιμοχαρών, αναδιπλωμένων στα μακρινά παρασκήνια μιας γιγαντιαίας σκηνής, στην οδυνηρή παραδοχή ότι αποτύχαμε και στην αργή αναγνώριση μιας αδυσώπητης αλήθειας: ότι αυτός ο κόσμος δεν αποτελεί στ’ αλήθεια μια τόσο λαμπρή επιτυχία».

 

Με τη «Μελαγχολία της Αντίστασης» και την επιλογή των μεγάλων ευφάνταστων προτάσεων που παραπέμπουν στο παράλογο του Μπέκετ, και τη ζοφερή ατμόσφαιρα του Κάφκα, ο Κρασναχορκάι περιγράφει έναν κόσμο σε αποδρομή, με πεδίο δράσης μια λησμονημένης ουγγρική πόλη, χαμένη μέσα στη λεκάνη των Καρπαθίων, μια πόλη σκοτεινή, βουβή και ακίνητη, όπου πλανάται η απειλή μιας επικείμενης καταστροφής.

Σ’ αυτή την πόλη φθάνει με το τρένο η μικροαστή κυρία Πφλάουμ επιστρέφοντας σπίτι της, μετά την καθιερωμένη χειμερινή διαμονή της σε συγγενείς, προσπαθώντας να φέρνει στη μνήμη της όμορφες στιγμές της παραμονής της εκεί, για να ξεπεράσει το αίσθημα ασφυξίας, ακινησίας, παράλυσης, που ένιωθε μέσα στον πάταγο των χαοτικών ταρακουνημάτων του τρένου και τα προσηλωμένα επάνω της βλέμματα αχρείων αντρών που διαρκώς την παρενοχλούσαν.

Διασχίζοντας το θλιβερό ακίνητο πλήθος φθάνει τρέχοντας στη μεγάλη λεωφόρο που οδηγεί στο κέντρο της πόλης, από όπου πήρε τον δρόμο για το σπίτι της. Ένα κακό προαίσθημα την κάνει να επιταχύνει, νιώθει ότι υπνοβατεί σ’ έναν εφιάλτη μέσα στον σκοτεινό αδειανό από ζωή δρόμο, όταν ξαφνικά αντιλαμβάνεται ένα συνεχώς αυξανόμενο βουητό. Διακρίνει, παραλυμένη από φόβο, μια ογκώδη μηχανή, ένα είδος γιγάντιου βαγονιού, που γλιστρούσε με ανησυχητική βραδύτητα στο οδόστρωμα, με μια δυσδιάκριτη φιγούρα στο κέντρο του, από την οποία διαχέονταν μια αμυδρή οσμή ψαρίλας.

Έτσι ξεκινά η περιπλάνηση στον κόσμο, που κινείται στη ποιητικά ζοφερή ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο συγγραφέας.

Πρόκειται για τον ερχομό ενός μυστηριώδους τσίρκου στη σκοτεινή, υπό διάλυση, πόλη που κουβαλάει μαζί του μια γιγαντιαία φάλαινα. Το ακίνητο πλήθος ανθρώπων βυθισμένων στην εγκατάλειψη, όπως και ολόκληρη η πόλη, πλημμυρίζει την πλατεία ακολουθώντας το τσίρκο.

Ο τρόμος της επερχόμενης απειλής καταλύει κάθε λογική, οι ακόλουθοι του τσίρκου καταλαμβάνονται από καταστροφική μανία, οδηγούνται σε πράξεις βίας, σκοτώνουν, βιάζουν, ρημάζουν ό,τι είχε απομείνει όρθιο στην πόλη με αποτέλεσμα την επέμβαση του στρατού και την άνοδο στην εξουσία ενός απολυταρχικού καθεστώτος διοικούμενου από τον Πρίγκιπα, με του οποίου τα διαμεσολαβητικά και μόνον λόγια έρχεται ο αναγνώστης σε επαφή.

Μέσα σ’ αυτή την ερεβώδη κατάσταση κυκλοφορεί ο τρυφερός, καλοσυνάτος ήρωας του Κρασναχορκάϊ, ο αλαφροϊσκιωτος Βάλουσκα, γιος της κυρίας Πφλάουμ, με ψυχή αγνή, ο τύπος του ανθρώπου του  “βουτηγμένου μέχρι το λαιμό στο βούρκο που όμως κοιτάζει τα άστρα”. Οι άνθρωποι γύρω του τον θεωρούν πνευματικά ανάπηρο. Προσφέρει κάποιες υπηρεσίες, στον κ. Έστερ, διάσημο μουσικό, έναν διανοούμενο που αποφάσισε να ζήσει έγκλειστος, αποσυρόμενος εξαιτίας της αξιοθρήνητης βλακείας της ανθρωπότητας, αφήνοντας τον κόσμο να καταστρέφεται από μόνος του. Ο Βάλουσκα συνδέετε στενά με τον κύριο ΄Εστερ, προμηθεύοντάς τον τροφή αλλά και πληροφορίες σχετικές με τον έξω κόσμο. Γίνεται ο αγαπημένος του μαθητευόμενος και φίλος στον οποίο ο Έστερ παρέχει συναισθηματική προστασία.

Η σύζυγος του ΄Εστερ, – εκείνου του άντρα  “που περνιέται για εκκεντρικός και ζει στην απόλυτη απομόνωση, στην πραγματικότητα όμως αυτός ο΄Εστερ είναι απλώς ένας αρρωστιάρης τεμπέλης, σύζυγος μόνο στα χαρτιά, που χαίρει γενικής εκτιμήσεως, αναμεμειγμένης με κάποιο δέος, παρόλο που, σε αντίθεση μ’ εκείνη δεν θα μπορούσε να καυχηθεί ότι έκανε κάτι για “το καλό της κοινότητας” -, εντάσσεται στους κόλπους της απολυταρχικής, φασιστικής εξουσίας και προβαίνει σε βάναυσες πράξεις κατά των πολιτών μεταξύ των οποίων και της αθώας κ. Πφλάουμ.

Η δαιμόνια κυρία ΄Εστερ υποστηριζόμενη από τον αρχηγό της αστυνομίας, είχε σχέδιο να κατατροπώσει τον αξιοθρήνητο αγύρτη σύζυγό της και ήξερε πως η εφαρμογή του  εξαρτιόταν από τον μαθητευόμενο του διάσημου μουσικού, τον  “λατρευτό Βάλουσκα” και τη μητέρα του.

Ο Βάλουσκα παρασύρεται σε συμμετοχή στη βαναυσότητα των συμπολιτών του, οδηγείται σε ψυχιατρικό ίδρυμα ως κινηματίας, και η κυρία ΄Εστερ εγκαθίσταται στη συζυγική εστία, από όπου είχε εκδιωχθεί, μαζί με τον εραστή της.

 

«Η αφύπνιση έγινε πολύ γρήγορα, βίαια, στιγμιαία, κι αυτό που κατάλαβε εκείνη τη στιγμή ήταν ότι αυτός που πίστευε ότι ήταν, δεν υπήρχε πια, ήταν αδιαμφισβήτητο και μη αναστρέψιμο, επίσης, όταν, διστάζοντας επί μακρόν, η ομάδα είχε απομακρυνθεί από την πόρτα του νοσοκομείου και κάθε σπίτι, κάθε λιθόστρωτο, κάθε ηλεκτρικός στύλος είχε ξαναβρεί τη θέση του, βρήκε πολύ φυσικό το ότι το μυαλό του -το μυαλό του που, “αγωνιώντας τώρα πάλι για το πώς θα προσανατολιζόταν”, αντί να κάνει μια νοσταλγική απογραφή, ήταν έτοιμο να κοιτάξει την πραγματικότητα ψυχρά- θεώρησε όλους του πυλώνες που στήριζαν τις μέρες του, παρελθόν, σαν κολόνες που είχαν σπάσει.»

 

Το πρώτο μεγάλο μέρος της αφήγησης ασχολείται με τη διάλυση της ψυχής των ανθρώπων, ενώ στο δεύτερο με την εξαιρετική σύλληψη της αποδόμησης, της βιοδιάσπασης του σώματος της κυρίας Πφλάουμ, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τη διάλυση του σώματος. Ό,τι δημιουργεί τη δύναμη της ζωής, δημιουργεί και την αποσύνθεσή της, γέννηση και θάνατος συμπορεύονται αέναα.

Το χάος είναι, κατά τον συγγραφέα, η φυσική κατάσταση του κόσμου, με μόνη πιθανή ελπίδα γαλήνιας επιβίωσης, την τέχνη, την αγάπη, τον αλτρουισμό και την ενσυναίσθηση, αρκεί να καταφέρει ο άνθρωπος να απαλλαγεί από τη ναρκοθετημένη απουσία του ορθού λόγου, αλλά και πάλι ανίσχυρος να εμποδίσει τον αέναο κύκλο της γέννησης και του θανάτου, της δημιουργίας και της καταστροφής.

 

«Σαν να είχε απαλλαγεί σιγά-σιγά από ένα τεράστιο βάρος, αισθανόταν όλο και πιο ανάλαφρος, και αφού χώρισε από τον Βάλουσκα στη γωνιά του στενού Χέτζεβερ, άφησε αυτή την ελαφράδα να καθοδηγεί τα βήματά του, και δεν ένιωσε την παραμικρή πικρία όταν κατάλαβε, πως ο άνθρωπος που ήταν πριν, μοιραία θα καταποντιζόταν. Αλλά για να καταποντιστεί και να μην επανεμφανιστεί, έπρεπε να ολοκληρώσει μια τελευταία χειρονομία, έπρεπε να υποστεί τις τελευταίες συνέπειες, πράγμα που έκανε, έτσι πήρε την απόφαση να περάσει ήρεμα και καλά στην άλλη όχθη για να “ζήσει ως νίκη αυτό που στην πραγματικότητα  ήταν μια οδυνηρή ήττα”. Να αναδιπλωθεί μέσα σε έναν εσωτερικό ασφαλή χώρο, αφού η εξωτερική ζωή ήταν μόνο η σκηνή μιας αφόρητης θλίψης, να παραιτηθεί από κάθε έμφυτη επιθυμία να επεμβαίνει, διότι η ευγένεια της δράσης ήταν ναρκοθετημένη από τη θεμελιώδη απουσία του ορθού λόγου…»

 

Μια πόλη στην πιο βαθιά απόχρωση του γκρίζου. Μια απειλή που αιωρείται  πάνω από τα  κεφάλια των κατοίκων.

Δυο άνθρωποι με προσανατολισμό προς την ηθική και την ευγένεια.

Μελαγχολία, θλίψη και απόγνωση, χαρακτηριστικά του πεσιμιστικού και αλληγορικού αυτού μυθιστορήματος, που επιδέχεται πολλές ερμηνείες.

Οι ήρωες παρά τον γκροτέσκο σχεδιασμό τους, εμφανίζονται άλλοτε ρεαλιστικοί και άλλοτε βαρύνει περισσότερο ο συμβολισμός που αποπνέουν.

Οι στοχασμοί και οι φιλοσοφικές απόψεις του συγγραφέα καθώς και τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτές έχουν αποδοθεί θαυμάσια χάρη στη μετάφραση της κ. Αβραμίδου, όπως και ολόκληρο το κείμενο, που παρουσιάζει πολλές μεταφραστικές δυσκολίες.

Πρόκειται για ένα θαυμάσιο έργο ενός σπουδαίου συγγραφέα, ενός εξαίρετου σύγχρονου στοχαστή.

 

 

László Krasznahorkai

 

 

Λάζλο Κραζναχορκάι

 Ο Λάσλο Κρασναχορκάι γεννήθηκε το 1954 στην πόλη Gyula της Ουγγαρίας. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Ζέγκεντ και της Βουδαπέστης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ούγγρους συγγραφείς, ο οποίος υπηρετεί πιστά μια λογοτεχνία φιλόδοξη και απαιτητική. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (ανάμεσά τους το βραβείο Kossuth, που αποτελεί την πιο σημαντική διάκριση της Ουγγαρίας, και το γερμανικό βραβείο Bestenliste-Prize). Το 2015 κέρδισε το Man Booker International Prize για το σύνολο του έργου του. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα τσέχικα, τα βουλγάρικα, τα εβραϊκά, τα ιαπωνικά και τώρα και στα ελληνικά. Δύο βιβλία του Λάσλο Κρασναχορκάι (“Το Τανγκό του Σατανά” και η “Μελαγχολία της Αντίστασης”) έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον φίλο του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, για τον οποίο έχει γράψει επίσης πρωτότυπα σενάρια. 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top