Fractal

Ένα διήγημα του Alberto Moravia για το καλοκαίρι

Επιλογή- Μετάφραση: Καλλιόπη Μακαρώνη // *

 

 

Ένα διήγημα του Alberto Moravia για το καλοκαίρι.

(Από τη συλλογή διηγημάτων Racconti Romani, Bombiani, Roma 2009).

 

 

 

 

Παιχνίδια της ζέστης

 

Με τον ερχομό του καλοκαιριού, ίσως επειδή είμαι ακόμα νέος και, επιπλέον, δεν έχω ακόμη προσαρμοστεί στο γεγονός ότι είμαι σύζυγος και κεφαλή της οικογένειας, μου έρχεται πάντοτε η επιθυμία ν’ αποδράσω. Το καλοκαίρι, στα σπίτια των πλουσίων κλείνουν τα παράθυρα το πρωί και ο φρέσκος αέρας της νύχτας μένει στις ευρύχωρες και σκοτεινές κάμαρες, όπου το σούρουπο αστράφτουν καθρέφτες, πατώματα από μάρμαρο, έπιπλα που λάμπουν από το κέρωμα. Όλα είναι στη θέση τους, όλα είναι καθαρά και αναπαυτικά μες το σκοτάδι. Έπειτα, όταν διψάς, σου φέρνουν σ’ έναν δίσκο ένα ωραίο παγωμένο αναψυκτικό, μια πορτοκαλάδα, μια λεμονάδα, μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο ποτήρι στο οποίο τα παγάκια, όταν τα ανακατεύεις, κάνουν έναν χαρούμενο θόρυβο που αρκεί για να σε αναζωογονήσει. Όμως, στα σπίτια των φτωχών τα πράγματα πηγαίνουν διαφορετικά. Με την πρώτη μέρα της ζέστης, η κάψα μπαίνει στα πνιγηρά δωματιάκια και δεν ξαναβγαίνει πια. Θες να πιείς, αλλά από τον νεροχύτη της κουζίνας τρέχει νερό ζεστό σαν σούπα. Στο σπίτι δεν μπορείς πια να κινηθείς· φαίνεται ότι κάθε πράγμα, –έπιπλα, ρούχα, μαχαιροπίρουνα– έχει διογκωθεί και σκουντουφλάς πάνω του. Όλοι φορούν κοντομάνικα πουκάμισα, μα τα πουκάμισα είναι μες τον ιδρώτα και βρωμάνε. Αν κλείσεις τα παράθυρα, σκας γιατί ο αέρας της νύχτας δεν έχει καταφέρει να μπει σε εκείνα τα δυο-τρία δωμάτια, όπου κοιμούνται έξι άτομα· αν τα ανοίξεις, ο ήλιος σε κατακλύζει και νομίζεις ότι είσαι στον δρόμο και όλοι ξέρουν τι θα πει μέταλλο που βράζει, ιδρώτας και σκόνη. Με τη ζέστη, ακόμα κι οι χαρακτήρες ζεσταίνονται, θέλω να πω γίνονται καβγατζήδες· βέβαια ο πλούσιος, αν του καπνίσει, σηκώνεται και πάει στα ενδότερα του διαμερίσματος, τρία δωμάτια πιο πέρα· οι φτωχοί, αντιθέτως, απομένουν μπροστά στα λαδωμένα πιάτα και τα βρώμικα ποτήρια, κολλημένοι ο ένας δίπλα στον άλλο· ειδάλλως, πρέπει να φύγουν απ’ το σπίτι.

Μια από κείνες τις μέρες, αφού είχα καυγαδίσει για τα καλά με όλη την οικογένεια, που θα πει με την γυναίκα μου επειδή η σούπα ήταν αλμυρή και καυτή, με τον κουνιάδο μου γιατί έπαιρνε το μέρος της γυναίκας μου, χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να έχει το δικαίωμα, εφόσον ήταν άνεργος και, από δικό μου φταίξιμο, με την κουνιάδα μου επειδή με υπερασπιζόταν κι αυτό με εκνεύριζε, διότι ήξερα ότι το έκανε για να με καλοπιάσει επειδή ήταν ερωτευμένη μαζί μου, με την μητέρα μου επειδή προσπαθούσε να με ηρεμήσει, με τον

πατέρα μου επειδή διαμαρτυρόταν ότι ήθελε να φάει με την ησυχία του, και, τέλος, με την μικρή επειδή είχε βάλει τα κλάματα, κι έτσι, εντελώς ξαφνικά, σηκώθηκα, πήρα το σακάκι μου απ’ την καρέκλα κι είπα χωρίς περιστροφές: «Ξέρετε κάτι; Με έχετε πρήξει όλοι, αντίο και τα λέμε τον Οκτώβρη με τη δροσιά» και βγήκα από το σπίτι. Η γυναίκα μου, η καημενούλα, έτρεξε από πίσω μου και, σκύβοντας στην κουπαστή της σκάλας, μου φώναξε ότι είχαμε και αγγουροσαλάτα που μου αρέσει πολύ. Της απάντησα να την φάει εκείνη και κατέβηκα στον δρόμο.

Μένουμε στην οδό Οστιένζε. Την διέσχισα, και, μηχανικά, πήγα στη σιδερένια γέφυρα, εκεί όπου βρίσκεται το ποτάμιο λιμάνι της Ρώμης. Ήταν δύο η ώρα, η πιο ζεστή ώρα της ημέρας, με έναν ουρανό του σιρόκου, μελανό, που έμοιαζε με μάτι που κάποιος του είχε ρίξει μπουνιά. Όταν έφτασα στη γέφυρα, ακούμπησα στο στήριγμα του βιδωμένου σίδερου: έκαιγε. Ο Τίβερης, χωμένος ανάμεσα στις αποβάθρες, κάτω από τα πλαϊνά τείχη, φαινόταν, και εξαιτίας του λασπωμένου χρώματός του, σαν ένας βόθρος ξεσκέπαστος. Ο μετρητής αερίου, που έμοιαζε με κουφάρι που απόμεινε από πυρκαγιά, οι υψικάμινοι των εργοστασίων φωταερίου, οι πύργοι των σιλό, οι σωληνώσεις των δεξαμενών πετρελαίου και οι αιχμηρές στέγες του κεντρικού σταθμού ηλεκτροδότησης έφραζαν τον ορίζοντα τόσο πολύ που σκεφτόσουν ότι δεν είσαι στη Ρώμη αλλά σε κάποια βιομηχανική πόλη του Βορρά.

Στάθηκα μια στιγμή για να κοιτάξω τον Τίβερη, κίτρινο και μικρό, όπου μια μαούνα γεμάτη από σάκους τσιμέντου ήταν σταματημένη κοντά στην προβλήτα, και μου ήρθε να γελάσω που αυτή τη λιμνούλα την έλεγαν λιμάνι, όπως τα λιμάνια της Γένοβας και της Νάπολης όπου συνωστίζονταν πλοία όλων των μεγεθών. Αν ήθελα πραγματικά να φύγω από κείνο το λιμάνι, θα μπορούσα πιθανόν να πάω στο Φιουμιτσίνο, ίσα-ίσα για να φάω μια τηγανιά ψάρια με θέα τη θάλασσα. Τελικά, αποφάσισα να κινηθώ, διέσχισα τη γέφυρα και κατευθύνθηκα προς κάποιες περιοχές που βρίσκονταν από την άλλη πλευρά του Τίβερη. Αν και κατοικούσα εκεί κοντά, δεν είχα ξαναβρεθεί ποτέ μου σε εκείνα τα μέρη και δεν ήξερα πού πήγαινα. Στην αρχή περπάτησα σ’ έναν δρόμο ασφαλτοστρωμένο, κανονικό, παρόλο που βρισκόταν ανάμεσα σε ξερά χωράφια διάσπαρτα με σκουπίδια· έπειτα ο δρόμος έγινε ένα χωμάτινο μονοπάτι και τα σκουπίδια έγιναν ψηλοί σωροί, σχεδόν λοφίσκοι. Σκέφτηκα ότι είχα πράγματι καταλήξει σ’ εκείνο το μέρος όπου πηγαίνουν για να πετάξουν όλο το σκουπιδαριό της Ρώμης: δεν έβλεπες ούτε ίχνος χορταριού, μόνο παλιόχαρτα, σκουριασμένα κονσερβοκούτια, κουκούτσια, μπάζα, όλα κάτω από ένα εκτυφλωτικό φως και μια μπόχα ξινίλας από πράγματα χαλασμένα. Αισθανόμουν χαμένος, όπως κάποιος που δεν έχει πια διάθεση να προχωρήσει μπροστά κι από την άλλη δεν θα ήθελε να γυρίσει πίσω. Ξαφνικά, άκουσα να με φωνάζουν «έι, βρε συ», όπως κάνουν με τους σκύλους.

Γύρισα να δω πού μπορεί να ήταν ο σκύλος. Όμως, σκύλοι δεν υπήρχαν, αν και, με όλα εκείνα τα θρυμματισμένα σκουπίδια, εκεί ήταν όντως τόπος για αδέσποτα σκυλιά· έτσι σκέφτηκα ότι φώναζαν εμένα και κοίταξα προς την μεριά απ’ όπου ερχόταν η φωνή. Είδα, λοιπόν, πίσω από τους σωρούς των σκουπιδιών, μια παραγκούλα που δεν είχα παρατηρήσει, μικροσκοπική, ταπεινή, η οποία είχε για στέγη μια αυλακωμένη λαμαρίνα. Ένα ξανθό κοριτσάκι, ήταν δεν ήταν οχτώ χρονών, στεκόταν στην πόρτα και μου έκανε νόημα να μπω. Την κοίταξα: είχε λευκό αλλά λερωμένο πρόσωπο, με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, σαν μεγάλη γυναίκα. Τα μαλλιά της γεμάτα άχυρα, χνούδια και σκόνη έκαναν το κεφάλι της να φαίνεται πρησμένο και αγκαθωτό σαν χαρταετό. Το φουστάνι της ήταν απλό: ένα σακί από κανναβόπανο, με τέσσερις τρύπες, δύο για τα χέρια και δύο για τα πόδια. Μόλις γύρισα, με ρώτησε: «Τι είσαι, γιατρός;»

«Όχι» απάντησα. «Γιατί; Χρειάζεσαι γιατρό;»

«Γιατί, αν είσαι γιατρός,» συνέχισε «έλα μέσα. Η μαμά είναι άρρωστη».

Δεν θέλησα να επιμείνω για να της αποδείξω ότι δεν ήμουν γιατρός και μπήκα στην παράγκα. Στην αρχή μου φάνηκε ότι είχα μπει σε παλιατζίδικο, όπως εκείνα στην πλατεία των Λουλουδιών (Campo dei Fiori). Όλα κρέμονταν από το ταβάνι: ρούχα, κάλτσες, παπούτσια, εργαλεία, πιατικά, κουρέλια. Ύστερα κατάλαβα ότι ήταν τα πράγματά τους, κρεμασμένα σε καρφιά, επειδή δεν είχαν έπιπλα. Ενώ, σκύβοντας το κεφάλι κάτω από κείνα τα κρεμαστά, κοιτούσα από δω κι από κει ψάχνοντας την μητέρα, το κοριτσάκι μου έδειξε μ’ ένα νεύμα σχεδόν στα κλεφτά έναν σωρό από κουρέλια. Κοίταξα καλύτερα και κατάλαβα ότι εκείνος ο σωρός των κουρελιών με κάρφωνε με ένα μόνο μάτι ακτινοβόλο, γιατί το άλλο το κάλυπτε μια τούφα γκρίζων μαλλιών. Μου έκανε εντύπωση η όψη της· φαινόταν γριά, καταλάβαινες όμως ότι ήταν νέα. Βλέποντάς με, είπε αμέσως: «Σαν τα χιόνια». Η μικρούλα έβαλε τα γέλια, λες και βρισκόμασταν στην έναρξη διασκεδαστικής κωμωδίας, και κάθισε κάτω παίζοντας με κάποια ανοιγμένα κονσερβοκούτια.

Εγώ είπα: «Ειλικρινά, δεν ξέρω ποια είσαι. Τι έχεις; Τούτο το κοριτσάκι είναι κόρη σου;».

Κι εκείνη: «Βέβαια… και δική σου». Το κοριτσάκι γέλασε πάλι μόνο του, με κατεβασμένο το κεφάλι. Νόμισα ότι ήταν κάποιο αστείο και απάντησα: «Μπορεί να είναι κόρη μου, μπορεί να είναι και κάποιου άλλου». «Όχι», έκανε εκείνη, μισοσηκωμένη από το έδαφος και κουνώντας μου το δάχτυλο, «είναι όντως κόρη σου και μόνο δική σου… παλιοτεμπέλη, κοπρόσκυλο, αχαΐρευτε, ανεπρόκοπε, απατεώνα, τέτοιος που δεν υπάρχει άλλος». Της μικρούλας τέτοιες κατηγόριες της φάνηκαν γουστόζικες και έβαλε τα γέλια, σαν να τις περίμενε. Είπα, προσβεβλημένος: «Πρόσεχε πώς μιλάς… σου ’πα ήδη ότι δεν σε γνωρίζω». «Δεν με γνωρίζεις, ε.. μπορεί να μη με γνωρίζεις, αλλά γύρισες…αν δεν με γνώριζες, πως έγινε και βρήκες τον δρόμο για το σπίτι μου;» «Τεμπελχανά, απατεώνα», άρχισε να τραγουδάει σιγανά το κοριτσάκι.

Τώρα πια έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι, λιγάκι από την αποπνικτική ζέστη λιγάκι από την αγωνία. Είπα: «Περνούσα κατά τύχη…» «Ναι, μωρέ, καημενούλη…». Γύρισε προς το κοριτσάκι και του είπε επιτακτικά: «Δωσ’ μου την τσάντα».

Η μικρή ξεκρέμασε στα γρήγορα από το ταβάνι ένα μαύρο βελούδινο τσαντάκι, σπασμένο και βρώμικο, και της το έδωσε. Η μητέρα το άνοιξε, έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί και είπε: «Ορίστε οι άδειες του γάμου…: Η Ελβίρα Προγιέτι παντρεύεται τον Ερνέστο Ραπέλλι… θα το αρνηθείς και τώρα, Ερνέστο Ραπέλλι;» Μου έκανε κατάπληξη το γεγονός ότι κι εμένα με λένε Ερνέστο. Είπα κάπως ταραγμένος: «Ναι, αλλά εγώ δεν λέγομαι Ραπέλλι. «Α, όχι;» Το κοριτσάκι σιγοτραγουδούσε «Ερνέστο, Ερνέστο;» και η μάνα σηκώθηκε όρθια. Είχα μαντέψει σωστά: παρά τα γκρίζα της μαλλιά, τις ρυτίδες και ίσως τα δόντια που της έλειπαν, ήταν δεν ήταν τριάντα χρονών. «A, δεν είσαι δηλαδή ο Ραπέλλι;» Με τα χέρια της στους γοφούς, ήρθε κοντά μου, με κοίταξε κι ύστερα φώναξε: «Εσύ είσαι ο Ραπέλλι… ενώπιον Θεού και ανθρώπων, εσύ είσαι ο Ραπέλλι». «Κατάλαβα» είπα· «βλέπω ότι δεν είσαι καλά…αν δεν σε πειράζει, εγώ φεύγω». «Για σιγά, ένα λεπτό… όχι τόσο γρήγορα». Στο μεταξύ, το κοριτσάκι από την χαρά της χόρευε γύρω μας. Εκείνη ξανάρχισε, κοροϊδεύοντας: «Ο Ερνέστο, ο μέγας Ερνέστο… που παρατάει τη γυναίκα του και το σκάει απ’ το σπίτι και δεν δίνει σημεία ζωής για έναν χρόνο… μα έχεις ιδέα πως τα βγάλαμε πέρα, εγώ και αυτό εδώ το παιδί, εκείνο τον χρόνο που εσύ σηκώθηκες κι έφυγες;». «Δεν ξέρω», είπα ξερά «κι ούτε θέλω να μάθω, άσε με να φύγω». «Πες του, εσύ», φώναξε εκείνη στο κοριτσάκι «πες του πώς τα βγάλαμε πέρα, για πες στον πατέρα σου». «Με τις ελεημοσύνες» είπε η μικρούλα όλο κέφι, με τραγουδιστή φωνή, ερχόμενη με τη σειρά της προς το μέρος μου.

Το ομολογώ, δε θα κρυφτώ, είχα αρχίσει να ταράζομαι στ’ αλήθεια. Όλες αυτές οι συμπτώσεις: το όνομα Ερνέστος, το γεγονός ότι κι εγώ είχα φύγει απ’ το σπίτι, το ότι κι εγώ είχα γυναίκα και μια κόρη, μου έδιναν την αίσθηση σαν να μην ήμουν πια εγώ και ταυτόχρονα να ήμουν, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο από τον συνηθισμένο. Εντωμεταξύ, εκείνη, βλέποντάς με διστακτικό, ούρλιαζε μες την μούρη μου: «Ξέρεις τι περιμένει όποιον εγκαταλείπει τη συζυγική στέγη; Η φυλακή… το ’πιασες, εγκληματία; Η φυλακή». Τότε πια φοβήθηκα, και, χωρίς να βγάλω άχνα, γύρισα προς την πόρτα για να φύγω. Όμως, κάποιος μας κοιτούσε απ’ το κατώφλι: μια αδύνατη γυναικούλα, φτωχή, αλλά με καθαρά ρούχα. Είπε, βλέποντάς ότι τα είχα χάσει: «Μην της δίνεις σημασία… Της έχει γίνει έμμονη ιδέα, όποιον άντρα δει, νομίζει ότι είναι ο σύζυγος της… κι εκείνη η γλωσσοκοπάνα η κόρη της, παραμονεύει τους περαστικούς για να τους μπάσει στο σπίτι και να σπάσει πλάκα με τις φωνές και τις παλαβομάρες της… ξέρεις τι έχεις να πάθεις, έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου, παλιο-μάγισσα». Έκανε με το χέρι σαν να ήθελε να δώσει ένα χαστούκι στη μικρή, αλλά, εκείνη σβέλτα την απέφυγε και άρχισε να χορεύει γύρω μας, επαναλαμβάνοντας χαρούμενη: «Το πίστεψες, πες αλήθεια, το πίστεψες… και φοβήθηκες, φοβήθηκες». «Ελβίρα, αυτός εδώ δεν είναι ο άντρας σου» είπε η γυναίκα ήρεμα.

Αμέσως, σαν να πείστηκε, η Ελβίρα έκανε μεταβολή και πήγε να κουλουριαστεί σε μια γωνιά. Η γυναίκα, χωρίς πλέον να ασχολείται μαζί μου, πήγε στο βάθος της παράγκας και άρχισε να ανασκαλεύει σε μια γκαζιέρα. «Εγώ είμαι που τους μαγειρεύω» μου εξήγησε «είναι αλήθεια, με τις ελεημοσύνες τα βγάζουν πέρα, όμως ο σύζυγος δεν έφυγε, πέθανε…». Είχα πια ακούσει αρκετά. Έβγαλα από το πορτοφόλι εκατό λίρες και τις έδωσα στο κοριτσάκι, που τις πήρε χωρίς να πει ευχαριστώ. Ύστερα βγήκα και πήρα τον δρόμο της επιστροφής: από το μονοπάτι στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο κι έπειτα μέσω της γέφυρας ως την οδό Οστιένζε. Στο σπίτι, σε σύγκριση με τη ζέστη που έκανε στην παράγκα, μου φάνηκε ότι μπήκα σε σπηλιά. Ε, παρόλο που τα λιγοστά μας έπιπλα ήταν ταπεινά, ήταν σίγουρα καλύτερα από τα καρφιά στα οποία κρεμούσαν εκείνες οι δυο οι κακομοίρες τα κουρέλια τους. Στην κουζίνα είχαν πια μαζέψει το τραπέζι· αλλά η γυναίκα μου μού έβγαλε την αγγουροσαλάτα που μου είχε φυλάξει κι εγώ την έφαγα με ψωμί, κοιτώντας την, ενόσω έπλενε τα πιάτα και τα μαχαιροπίρουνα όρθια στον νεροχύτη. Μετά σηκώθηκα, της έδωσα στα κλεφτά ένα φιλί στον λαιμό κι έτσι συμφιλιωθήκαμε.

Πέρασαν κάποιες μέρες και διηγήθηκα στην γυναίκα μου την ιστορία με την καλύβα και έπειτα αποφάσισα να ξαναπάω εκεί για δω αν μπορούσε να γίνει κάτι για το κοριτσάκι. Τώρα πια δεν φοβόμουν ότι θα με περνούσε για τον Ερνέστο Ραπέλλι. Μα θα το πιστέψετε; Δεν βρήκα ούτε την καλύβα, ούτε την γυναίκα, ούτε το κοριτσάκι, ούτε εκείνη την άλλη γυναίκα, την αδύνατη που τους μαγείρευε για να φάνε. Τριγύρισα μια ώρα κάτω από τον ήλιο που έκαιγε, ανάμεσα στους σωρούς των σκουπιδιών κι ύστερα γύρισα στο σπίτι άπρακτος. Μέχρι σήμερα, θεωρώ ότι δεν μπορούσα να βρω τον δρόμο. Η γυναίκα μου, αντίθετα, λέει ότι εκείνη την ιστορία την επινόησα εγώ, από τύψεις επειδή είχα σκεφτεί να την εγκαταλείψω.

 

 

* Η Καλλιόπη Μακαρώνη είναι φιλόλογος και υποψήφια διδάκτορας στο ερευνητικό αντικείμενο της αναπαράστασης της πόλης και των θεαμάτων στην ευρωπαϊκή γραμματεία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top