Fractal

Διήγημα Fractal: “Θερμή σιωπή”

Γράφει η Αρχοντούλα Διαβάτη // *

 

 

 

ΘΕΡΜΗ ΣΙΩΠΗ

 

Μάρκο, Μίρκα, ακούγονται να φωνάζουν τα παιδιά τους οι Σέρβοι τουρίστες απ’ το παραπέτασμα του φράχτη που έχει ορθώσει η νοικοκυρά στ α διπλανά μας μπαλκόνια. Σ’ ένα νοικιασμένο στούντιο στη Σιθωνία, κολύμπι, διάβασμα, μαγειρέματα, οι μοναχικές μας διακοπές. Ο αέρας μοσχοβολάει. Κλείνουμε το τρανζιστοράκι για να ακούγονται τα τζιτζίκια καθώς ψηλώνει ο ήλιος. Η πράσινη αυλή μπροστά στη θάλασσα διδάσκει ηρεμία κι απλότητα. Διαβάζοντας από χτες την Σιμόν Βέιλ προσπαθώ καταλάβω Το πρόσωπο και το ιερό, ένα βιβλίο με το τρυφερό πρόσωπο της εβραίας διανοούμενης στο εξώφυλλο. Βιβλίο της Σιμόν Βέιλ μου είχε χαρίσει χρόνια πριν η γαλλίδα φίλη των νεανικών μου χρόνων από το Κολμάρ, χαμένες πια από καιρό. Θα ήθελα να θυμηθώ τι διάβαζα τότε, τι ταινίες έβλεπα, τι επιθυμούσα και τι ευχόμουν. «Μέσα στον άνθρωπο ζει ανεπίγνωστα η προσδοκία του καλού, κι αυτό είναι το ΙΕΡΟ», έτσι το ορίζει η Βέιλ, φιλόσοφος και πολιτική ακτιβίστρια που είχε επιλέξει να ταυτιστεί με τους ταπεινούς και τους απόκληρους.

Πριν τις εφτά στο μπαλκονάκι, δυο γλάροι μας ξύπνησαν. Στην άμμο, να τους τώρα που περπατάνε, φωνάζοντας δυνατά παράπονα ο ένας στον άλλο κι αλληλοκατηγορίες – ή είναι λόγια του πάθους.

Η θάλασσα άσπρη και γαλανή με λουρίδες μπλε στο βάθος. Ο ένας γλάρος πέταξε και διέσχισε το πλάνο, ένα μικρό ψάρι στο στόμα του. Νεαρά ζευγάρια με τα μικρά μωρά τους στο γρασίδι, και καφέδες πάνω κάτω όλη μέρα. Θερμή σιωπή. Αυτήν έχουμε ανάγκη, λέει η Σιμόν Βέιλ. Ο εργάτης πατέρας μου, σκέφτομαι, είχε αυτή την ταπεινότητα, την απρόσωπη αγάπη, «γιατί ο λαός είναι πιο κοντά στο αυθεντικό καλό». Περίεργη φιλόσοφος η Βέιλ, που θεωρεί τον «χαζό του χωριού που αγαπάει πραγματικά την αλήθεια, ακόμα κι όταν ψελλίζει μόνο, ανώτερο κι από τον Αριστοτέλη, στη σκέψη». Η αγάπη για την αλήθεια συνοδεύεται πάντοτε από ταπεινότητα. Να κι ο Βάλουσκα, που έρχεται να με συναντήσει από ένα άλλο βιβλίο αυτών των ημερών, ο «ηλίθιος», στο βιβλίο του Κρασναχορκάι που διάβασα δύσκολα , στην αρχή του καλοκαιριού. Ο Βάλουσκα, που περιπλανιόταν ασταμάτητα στους δρόμους της πόλης του, με τον ταχυδρομικό του σάκο περασμένο στον ώμο, και τα αστραφτερά του μάτια να κοιτούν θαμπωμένα τον ουρανό. Δεν υπάρχει τίποτα δικό μου που να μη μπορώ να το χάσω, γι’ αυτό να είμαι απόλυτα ταπεινός.

Και ύστερα έφτασε ως εδώ, στη Μικρή Ελιά, η κακή είδηση του καμένου δάσους και των καμένων ανθρώπων, καθώς τη διηγούνται οι εφημερίδες και τα ραδιόφωνα. Η θέα της άναρθρης δυστυχίας και των δυστυχισμένων στην τηλεόραση, η οδυνηρή έκπληξη μπροστά στο κακό, ο απόηχος της κραυγής τους για δικαιοσύνη.

Και οι ξένες γυναίκες με τα μικρά τους μαγιό να διασχίζουν το τοπίο μπροστά μας, να κατευθύνονται προς την αιώρα, κάτω από τα δέντρα, με το μωρό της καθεμιά, βάζοντάς τα στο δεσμωτήριο πάρκο. Καθισμένοι γύρω γύρω μετά, άντρες γυναίκες και παιδιά σε μικρές παρέες. Όλη νύχτα ο τρελός αέρας κι η βροχή βασάνιζαν τα γύρω δέντρα – βελανιδιές, ελιές και πλατάνια, αλλά τώρα όλα είναι ήσυχα σε λίγο θα βγει ο ήλιος και θα αρχίσουν τα χίλια παιχνίδια με τη θάλασσα χωρίς τέλος. Όλοι οι ένοικοι κάθε ηλικίας της μικρής παροικίας, καθώς σηκώνεται μια ακόμα λαμπερή μέρα, εκεί. «Τα θέλει κι αυτή», γέλασε εκείνος για τη θάλασσα, που διάφανη, με ένα μικρό κύμα κατά το μεσημέρι απαντούσε στα παιδιά και στα τρελά ξεφαντώματα των μεγάλων με διάφανο γελαστό φως. Το βραδάκι, όταν θ’ ανάψουν τα φώτα στο γρασίδι, οι νεαροί παγανιστές θα βγάλουν τραπεζάκια έξω γελώντας σιγανά στην όμορφη νύχτα.

 

 

* Η Αρχοντούλα Διαβάτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε νομικά και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά «Αντί», «Εντευκτήριο», «Μανδραγόρας», «Ακτή», «Παρέμβαση», «Ένεκεν» και στις ιστοσελίδες για το βιβλίο bookpress.gr και diapolitismos.gr.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top